Νίκος Καζαντζάκης: «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε!»
Πνεύμα ανήσυχο, ο Καζαντζάκης διψούσε για γνώση και νέες εμπειρίες, έτσι ταξίδευε πολύ και συχνά διέμενε για μεγάλα διαστήματα στο εξωτερικό, μια συνήθεια που τον βοηθούσε να ξεφεύγει απ’την πραγματικότητα. Το έργο του δεν είναι εύκολο να ενταχθεί στη ροή που επιτελεί η νεοελληνική λογοτεχνία, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, στα χρόνια της κυρίως δράσης του. Το 1918 και 1919 πραγματοποιεί δύο ταξίδια, το ένα στην Ελβετία και το άλλο στη Ρωσία ως ανώτερος κρατικός υπάλληλος με σκοπό τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου, ενώ το 1922 διαμένει στη Βιέννη και μετά στο Βερολίνο, όπου ζει από πολύ κοντά τις κοινωνικές αναταραχές και την πλήρη εξαθλίωση. Έτσι, με το τέλος του πολέμου, μέσω μιας παρέας Εβραίων, ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία. Αργότερα, μεταξύ του 1925-29 πραγματοποιεί τρία ταξίδια στη Ρωσία (το δεύτερο μάλιστα με πρόσκληση της σοβιετικής κυβέρνησης με αφορμή τα 10 χρόνια από την Επανάσταση). Παράλληλα, θα ταξιδέψει στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ως ανταποκριτής της εφημερίδας Καθημερινή, ενώ μετά την απελευθέρωση θα επιστρέψει στην Αθήνα, όπου θα ιδρύσει μια σοσιαλιστική ομάδα με αυτόν υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου. Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος λογοτεχνίας της UNESCO για ένα μικρό διάστημα, το καλοκαίρι του 1957 προσκλήθηκε από την κινεζική κυβέρνηση ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μεταφέρθηκε στην πανεπιστημιακή κλινική του Freiburg της Γερμανίας όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Η σορός του μεταφέρθηκε (μετά από διάφορα επεισόδια με τις εκκλησιαστικές αρχές) στο Ηράκλειο της Κρήτης και οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ταφή του σ’ έναν προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών.
Οι σημαντικότερες επιρροές που δέχτηκε ο Καζαντζάκης υπήρξαν ο Nietzsche, που μέσω των έργων του έμαθε να μετουσιώνει τη δυστυχία, την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνια, η αντιλογοκρατική θεωρία του Bergson καθώς και η θεωρία του για την elan vital, δηλαδή τη ζωτική ορμή. Ούτως ή άλλως ο συγγραφέας, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα με διαρκείς αναζητήσεις. Τη σκέψη του ταλάνιζαν ερωτήματα θεμελιακά με μια αγωνία μεταφυσική σχεδόν (ή υπαρξιακή) όπως τη χαρακτηρίζουν πολλοί βιογράφοι του. Σε αυτό το σημείο, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς ο πιο έγκυρος από τους ερμηνευτές του, ο επίσης λογοτέχνης και Κρητικός, Παντελής Πρεβελάκης, με το σημαντικό έργο του για τον Καζαντζάκη. Ο Πρεβελάκης λοιπόν, σημειώνει τους «προφήτες» του συγγραφέα: τον Nietzsche, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Lenin και όχι τον Marx και τον Οδυσσέα – ως «παράλληλό» του. Ο Καζαντζάκης επικεντρώθηκε επίσης στη θεωρία του Oswald Spengler για την καταστροφή των πολιτισμών καθώς επίσης και στη Μικρασιατική Καταστροφή, στα ελληνικά πλαίσια.
Όσον αφορά στα κυριότερα έργα του λογοτέχνη από το Ηράκλειο, η «Ασκητική» είναι ίσως το πιο γνωστό (πρωτοδημοσιεύτηκε με τον τίτλο “Salvatores Dei”, 1927), ένα συμπυκνωμένο κείμενο που περιγράφει τη μεταφυσική θεωρία του και όπως θεωρούσε ο ίδιος αποτέλεσε το «magnum opus» του και οτιδήποτε άλλο είναι απλώς illustration της «Ασκητικής». Ο ίδιος ξεχώριζε επίσης την «Οδύσσεια», ένα έργο με εικοσιτέσσερις ραψωδίες και εκτεινόμενο σε 33.333 δεκαεφτασύλλαβους στίχους σε ιαμβικό μέτρο που η αφήγησή του ξεκινάει με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και μια νέα περιπλάνηση που περιμένει τον ήρωα.
Πραγματικά η «Οδύσσεια» αντανακλά όλη την κοσμοθεωρία του συγγραφέα και τις ιδέες του για τη ζωή που πολύ συχνά συγκρούονται η μία με την άλλη. Το έργο του διακατέχεται από την ιδέα της «άρνησης», της κατάρριψης ενός τέρματος για μια καινούρια άρνηση, του αγώνα όχι για τη νίκη ή την επιδίωξή της αλλά του αγώνα για τον ίδιο τον αγώνα χωρίς να παίζει κανένα ρόλο η έκβασή του. Ο Καζαντζάκης ήταν ένας πραγματικός πεσιμιστής· ένας ηρωικός πεσιμισμός τον χαρακτηρίζει και τον ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ως το τέλος.
Απώτερος σκοπός του Καζαντζάκη υπήρξε να γράψει ένα έργο, ένα έπος για τον σύγχρονο άνθρωπο και η επιθυμία του εκπληρώθηκε με τη συγγραφή της «Οδύσσειας». Παρόλ’ αυτά το έργο αυτό δεν βρήκε την αναλογούμενη ανταπόκρισή του από το αναγνωστικό κοινό. Ο συγγραφέας δεν κατόρθωσε να εισχωρήσει σε μεγαλύτερους κύκλους. Ο όγκος του βιβλίου και η δύσχρηστη πρώτη του έκδοση αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα όσο επίσης και η εξεζητημένη και ιδιότυπη γλώσσα του με ιδιωματισμούς και άγνωστες λέξεις στο ευρύ κοινό, με έναν ήρωα εντελώς μόνο του και «desperado», απεγνωσμένο που δεν προκαλεί ούτε την ταύτιση μα ούτε τη συμπάθεια.
Φυσικά, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στο πρώτο του μυθιστόρημα, και ίσως το καλύτερο εκ των οποίων έγραψε, το έργο «Bίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946). Πρόκειται για μια μυθιστορηματική βιογραφία, καθώς μυθοποιείται ένα πραγματικό πρόσωπο, ο Γεώργιος Ζορμπάς, συνεργάτης του συγγραφέα σε μια επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Το μυθιστόρημα έτυχε διεθνούς αναγνώρισης με το πρώτο βραβείο ξενόγλωσσου μυθιστορήματος στο Παρίσι το 1954 και τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 1964 από τον Μιχάλη Κακογιάννη με τον τίτλο “Zorba the Greek” και τον Anthony Quinn στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Άλλα έργα του που τάραξαν τα νερά της λογοτεχνίας και της κοινωνίας γενικότερα είναι το «O Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Ο καπετάν Μιχάλης» (1950), «Ο τελευταίος πειρασμός» (1950-51), «Ο φτωχούλης του Θεού» (1952-53), μια ποιητική βιογραφία «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961) αλλά και οι πολλές μεταφράσεις του (Dante, Faust, Όμηρος) και τα ταξιδιωτικά του με τον γενικό τίτλο «Ταξιδεύοντας...».
Photo Sources
- http://www.kazantzaki.gr/