No New York! Μία περιήγηση στη No Wave σκηνή της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές του ’80 (Μέρος Α)
Οι «προπάτορες»: Kοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και καλλιτεχνικά θεμέλια
The whole fucking country was nihilistic. What did we come out of? The lie of the “Summer of Love” into Charles Manson and the Vietnam War. Where is the positivity? Lydia Lunch (2)
Το No Wave κίνημα πρωτοέκανε την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα σε περιοχές που απαρτίζουν το λεγόμενο Downtown Manhattan (East Village, SoHo, Bowery, Lower East Side, Meatpacking District κ.α.) στον απόηχο της Punk έκρηξης και εν μέσω άνθισης της αντικουλτούρας, των ριζοσπαστικών προσεγγίσεων αλλά και των εναλλακτικών club και καλλιτεχνικών «στεκιών» της Νέας Υόρκης. Στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος θα μας απασχολήσουν οι καλλιτεχνικές τάσεις και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που προηγήθηκαν και συνέβαλαν στο «μπόλιασμα» των ιδεών και των επιρροών της No Wave σκηνής. Για να έχουμε μία πιο σφαιρική εικόνα των καταβολών των μελών του κινήματος θα πρέπει να μεταφερθούμε πίσω σχεδόν μια δεκαετία.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν κομβικό σημείο για τα κινήματα αμφισβήτησης των Η.Π.Α. και των καλλιτεχνικών τους εκφάνσεων. Εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος και με τον πόλεμο στο Βιετνάμ να βρίσκεται σε εξέλιξη, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, η αμερικανική νεολαία άρχισε να αντιδράει στο κατεστημένο αλλά και το επιβαλλόμενο πρότυπο ζωής του περιβόητου American Dream. Οι φυλετικού χαρακτήρα εξεγέρσεις στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης (1964), στο Ντιτρόϊτ (1967) και στο Λος Άντζελες (‘Watts Riots’, 1965), τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για το Βιετνάμ, η παρακμάζουσα κατάσταση της αμερικανικής πόλης και η φυγή στα προάστια, καθώς και η επαναστατική πρωτοπορία του Μάη του ’68 στη Γαλλία, έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία αλλά και την εξάπλωση ενός μαχητικού, νεολαιΐστικου κινήματος στα περισσότερα αστικά κέντρα των Η.Π.Α.
Ως επακόλουθο, οι τέχνες και συγκεκριμένα η μουσική, δεν έμειναν αμέτοχες σε αυτό το νέο κύμα αμφισβήτησης. Όπως, άλλωστε, παρατήρησε και ο αρθρογράφος και μουσικοκριτικός Will Hermes «μερικές φορές μέσα από τις χειρότερες καταστάσεις παράγεται η πιο βαθιά ομορφιά και η πιο βαθυστόχαστη αλλαγή» (3). Δύο μεγάλα μουσικά φεστιβάλ στο Monterey της California (Monterey International Pop Music Festival, 1967) και White Lake της Νέας Υόρκης (Woodstock Music & Art Fair, 1969) συγκέντρωσαν έναν άνευ προηγουμένου αριθμό ατόμων, μετατρέποντας ουσιαστικά τα φεστιβάλ σε μια μορφή διαμαρτυρίας για τον πόλεμο, τις πολιτικές Nixon και Johnson και τη διαρκή παρακμή της αμερικανικής ζωής. Έκτοτε, η ροκ μουσική απέκτησε νέες διαστάσεις και νόημα για την αμερικανική νεολαία.
Ενάντια στις κυρίαρχες τάσεις: Οι «αναρχικοί» του downtown και η εμφάνιση του No Wave
Στον καλλιτεχνικό τομέα, οι επιρροές του No Wave κινήματος μπορούν να εντοπιστούν στη δραστήρια κουλτούρα της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του ’60. Ο Andy Warhol με το θρυλικό Factory (4), όπως και το ριζοσπαστικό καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus (5) συγκέντρωναν στους κόλπους τους μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών και τεχνόφιλων συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία της νεοϋρκέζικης Avant Garde σκηνής.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα «αντι-κουλτούρας» και «αντι-τέχνης» βρήκαν πρόσφορο έδαφος μουσικά σχήματα όπως οι θρυλικοί Velvet Underground των Lou Reed και John Cale, η Nico και η Yoko Ono με τους Plastic Ono Band, οι οποίοι και έθεσαν μια πιο πρωτοποριακή και πειραματική προσέγγιση της υφιστάμενης ροκ μουσικής σκηνής. Παράλληλα με αυτούς, βασική επιρροή της No Wave μουσικής υπήρξαν και μουσικοί της Free Jazz (6) κίνησης των αρχών της δεκαετίας του ’60 αλλά και οι πειραματικές ηλεκτρονικές συνθέσεις των Morton Subotnick (“Silver Apples Of The Moon”, 1967) και Terry Riley (“A Rainbow in Carved Air”, 1971).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η Νέα Υόρκη αποτέλεσε πόλο έλξης για κάθε είδους ανήσυχο καλλιτεχνικό πνέυμα. Η σκιαγράφηση της πόλης σε μνημειώδη έργα όπως το “On the Road” (Jack Kerouac, 1957) ή το φιλμ “Taxi Driver” (Martin Scorsese, 1976) δυνάμωσε ακόμα περισσότερο τον μποέμ αλλά και «παθογόνο» χαρακτήρα της Νέας Υόρκης στη συνείδηση του κόσμου.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας κάνει την εμφάνισή του το πρώτο κύμα Punk/New Wave συγκροτημάτων της Νέας Υόρκης με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους ιδιαίτερους Television και Talking Heads (οι οποίοι υπήρξαν και βασικότερη επιρροή πολλών No Wave σχημάτων) όπως επίσης και τους Richard Hell and the Voidoids, Ramones και Johnny Thunders and the Heartbreakers (με το πιο ακατέργαστο και άμεσο ήχο), την ιέρεια της πανκ Patti Smith, τους πειραματικούς electropunk Suicide και άλλους.
Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της Punk σκηνής έπαιξαν και μαγαζιά–συναυλιακοί χώροι, στις σκηνές των οποίων πολλά μουσικά σχήματα της Punk/New Wave έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση. Εκρηκτικές εμφανίσεις καλλιτεχνών και συγκροτημάτων στις σκηνές των θρυλικών CBGB, Max’s Kansas City, ABC No Rio κ.α. κατέστησαν τα μουσικά αυτά στέκια χώρους αντιπροσώπευσης μιας ολόκληρης μουσικής γενιάς.
Στον απόηχο του Punk: Ο Brian Eno, η συλλογή “No New York” και η Decadence club σκηνή
The New York bands proceed from a 'what would happen if' orientation; the English Punk thing is a 'feel' situation […]. These New York bands are like fence posts, the real edges of a territory, and one can manoeuvre within it. Brian Eno (7)
Η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα που παρουσίαζε η σκηνή της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του ’70, άρχισε να δείχνει σημάδια υποχώρησης την επερχόμενη δεκαετία του ’80. Καθώς η πόλη εκδήλωνε σημάδια οικονομικής ανάκαμψης, με το κεντρικό Μανχάταν να παρουσιάζει έντονα στοιχεία εξευγενισμού και να προτιμάται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (η περιβόητη κουλτούρα των λοφτ, βλ. Zukin, 1982), οι «γηγενείς» πληθυσμοί των καλλιτεχνών και άλλων underground προσωπικοτήτων αναζητούσαν αλλού καταφύγια από την προελαύνουσα mainstream κουλτούρα.
Παρόλ’ αυτά, η δημιουργική «αύρα» του Μανχάταν δεν είχε εξασθενίσει, με πολλά ενδιαφέροντα εγχειρήματα –μουσικά και μη- να έπονται. Ένα από αυτά ήταν βέβαια και το No Wave, το αντισυμβατικό μουσικό κίνημα που παντρεύει εντέχνως (ή επιμελώς «άτεχνα») την Punk νοοτροπία με την Juzz, τη Funk και την Disco και «δοξάστηκε» ιδιαίτερα σε μουσικά στέκια -clubs- του lower Manhattan (Mudd Club, Tier 3, Knitting Factory, Danceteria κ.α.) στα τέλη της δεκαετίας του ‘70/αρχές του ’80.
Ο όρος No Wave ουσιαστικά προέκυψε ως ένα λογοπαίγνιο επηρρεασμένο κατά κύριο λόγο από την τάση απόρριψης της εμπορικής, κυρίαρχης τότε, New Wave μουσικής. Η πρώτη χρήση του όρου συνέπεσε με την έκθεση “New York/New Wave” που επιμελήθηκε ο εικαστικός/καλλιτεχνικός επιμελητής Diego Cortez (8) το 1981. Ο ίδιος ο όρος “No Wave” εικάζεται ότι προήλθε από ένα σχόλιο του Γάλλου, νεοκυματικού πρωτοπόρου Claude Chabrol (9), ο οποίος ανέφερε ότι “there are No Waves, but only the ocean”. Το κίνημα, παρόλη τη σχετικά μικρή διάρκεια ζωής του, κατάφερε να επηρρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη του ανεξάρτητου κινηματογράφου, της μόδας και των οπτικών τεχνών.
Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη και αναγνώριση της σκηνής έπαιξε, μεταξύ άλλων και η παρουσία του γνωστού Βρετανού συνθέτη και παραγωγού, Brian Eno (10), του οποίου η μουσική συλλογή “No New York” (1978) παρουσίασε και προώθησε στο ευρύτερο κοινό, κάποια από τα σημαντικότερα σχήματα της No Wave σκηνής (James Chance and the Contortions, Teenage Jesus and the Jerks της Lydia Lunch, Mars και DNA). Πολλοί θεωρούν τη συλλογή (η οποία κυκλοφόρησε από την Antilles Records σε επιμέλεια του ίδιου του Eno) ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» της No Wave μουσικής σκηνής, επηρρεάζοντας πολλές μπάντες, μεταγενέστερες και μη.
Επίσης, ιδιαίτερα επιδραστικός ήταν και ο ρόλος που διαδραμάτησαν η ZE Records (11) αλλά και το μη-κερδοσκοπικό, καλλιτεχνικό στέκι Artists’ Space (12), στους χώρους του οποίου συγκροτήματα, όπως αυτά που συμμετέχουν στη συλλογή “No New York” και άλλα, ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να πειραματίζονται με νέες, αντισυμβατικές ροκ φόρμες με έμφαση στην παραφωνία και στην ατονικότητα.
Υποσημειώσεις
(1) Η μουσική Avant Garde χαρακτηρίζεται από την τάση πειραματισμού και ευρηματικότητας στο εκάστοτε είδος, με τον όρο Avant Garde να υποδηλώνει την ανάγκη για κριτική και απόρριψη των υπαρχουσών κυρίαρχων αισθητικών τάσεων προς όφελος και υιοθέτηση νέων, πρωτοποριακών και αυθεντικών στοιχείων.
(2) Lydia Anne Koch (γεν. 2/6/1959): Περφόρμερ, ηθοποιός και μουσικός με γνωστότερα σχήματά της τους Teenage Jesus and the Jerks, 8-Eyed Spy και τους Lydia Lunch and the Retrovirus με τους οποίους και δραστηριοποιείται ακόμα.
(3) Hermes, 2011: xi
(4) Ως The Factory ήταν γνωστό το studio του Andy Warhol στη Νέα Υόρκη από το 1962 έως και το 1984. Η αρχική τοποθεσία ήταν στο Midtown Manhattan και συγκεκριμένα στον αριθμό 231 της East 47th Street. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πολλοί καλλιτέχνες της εποχής συνέδεσαν το όνομά τους με το studio, μεταξύ άλλων οι Jean Michel Basquiat, David Bowie, Lou Reed, Nico, Ultra Violet και Madonna.
(5) Διεθνές και διεπιστημονικό κίνημα που συγκέντρωνε στους κόλπους του εικαστικούς, συνθέτες, σχεδιαστές και ποιητές. Δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 αλλά εντονότερη δραστηρίοτητα απέκτησε τις επερχόμενες δεκαετίες. Έχει κατά καιρούς χαρακτηρισθεί ως το πιο ριζοσπαστικό και πειραματικό καλλιτεχνικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται κατά βάση για μια εξέλιξη του Neo-Dada με τη συμβολή του αστικού σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής, της ποίησης αλλά και των εκδόσεων. Γνωστότερα μέλη του Fluxus υπήρξαν οι Yoko Ono, Le Monte Young και John Cage.
(6) Η Free Jazz δεν είναι κάποια υποκατηγορία τζαζ μουσικής αλλά μια συγκεκριμένη προσέγγιση των τότε υφιστάμενων τεχνοτροπιών και συνθέσεών της. Το κίνημα της Free Jazz αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην έννοια του αυτοσχεδιασμού, των ελεύθερων δομών και ρυθμών αλλά και την «απελευθέρωση» των μουσικών οργάνων από τους καθιερωμένους ρόλους τους. Κυριότεροι εκφραστές της υπήρξαν οι Albert Ayler, John Coltrane, Charles Mingus, Sun Ra, Ornette Coleman και Pharaoh Sanders.
(7) John Rockwell, “The Odyssey of Two British Rockers”, The New York Times, 23 Ιουλίου 1978.
(8) Ο Diego Cortez (γεννημένος το 1946 ως James Curtis στη Geneva του Illinois, USA) είναι καλλιτεχνικός επιμελητής και εικαστικός του οποίου το όνομα συνδέθηκε ιδιαίτερα με το No Wave κίνημα της Νέας Υόρκης. Ήδη από τη δεκαετία του ‘80 είναι ένα καταξιωμένος σύμβουλος τέχνης και κριτικός.
(9) Ο Claude Henri Jean Chabrol (24 Ιουνίου 1930 – 12 Σεπτεμβρίου 2010) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης και μέλος της νεοκυματικής (“Nouvelle Vague”) γαλλικής κινηματογραφικής σκηνής, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Όπως και άλλοι κινηματογραφιστές του νέου κύματος και σύγχρονοί του (Jean-Luc Godard, François Truffaut, Éric Rohmer και Jacques Rivette) έτσι και ο Chabrol υπήρξε κριτικός στο επιδραστικό περιοδικό “Cahiers du cinéma” προτού αφοσιωθεί στην παραγωγή ταινιών.
(10) Brian Peter George Eno: Γεννημένος στο Suffolk της Αγγλίας το 1948, ο Brian Eno είναι καταξιωμένος συνθέτης, παραγωγός, εικαστικός και μουσικός. Γνωστός για τη συμμετοχή του στο αγγλικό σχήμα Roxy Music πλάϊ στον Bryan Ferry αλλά και για τις εκατοντάδες παραγωγές του με σχήματα όπως οι Talking Heads, Devo κ.α., ο Eno, εκτός από πατέρας της Αmbient μουσικής, θεωρείται και μία από τις πιο επιδραστικές και πρωτοποριακές προσωπικότητες στον τομέα της μουσικής παραγωγής του 20ού αιώνα.
(11) Η δισκογραφική ΖΕ δημιουργήθηκε το 1978 από τους Michael Zilkha και Michel Esteban και θεωρείται ένα από τα επιδραστικότερα labels στον τομέα της underground νεοϋρκέζικης μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’80. Συλλογές όπως η “ZE Records – A Christmas Record”(1981), “Mutant Disco” (1981) και η “Zetrospective” (1989) αλλά και κυκλοφορίες από σχήματα όπως Lizzy Mercier Descloux, Was (Not Was), Kid Creole, Suicide και John Cale καθιέρωσαν την ZE ως τον βασικό παράγοντα ανάπτυξης της Νo Wave και Club σκηνής στη Νέα Υόρκη. Η δισκογραφική επανιδρύθηκε το 2003 από τον Esteban.
(12) Εναλλακτική, μη-κερδοσκοπική γκαλερί η οποία πρωτοάνοιξε το 1972 στην περιοχή Tribeca του downtown Manhattan ενώ στην πορεία μετεγκαταστάθηκε στο Soho. Ο χώρος αποτέλεσε πάτημα για πολλές εναλλακτικές και ριζοσπαστικές «φωνές» της πόλης από τον τομέα των τεχνών, της μουσικής και της διανόησης.
Content Sources
Will Hermes, Love Goes to Buildings on Fire: Five Years in New York that Changed Music
For Ever, Viking (Penguin Publishing), 2011