Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

No Time to Die, του Cary Fukunaga

feature_img__no-time-to-die-tou-cary-fukunaga
Ο τελευταίος χορός του Daniel Craig

Η 25η περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ στη σχεδόν 60χρονη ιστορία του ως κινηματογραφικού ήρωα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να κινηθεί σε διπλό ταμπλό. Αφενός, να μείνει (στον βαθμό του δυνατού) πιστή σε μια ολόκληρη γενεαλογία ενός χαρακτήρα που έχει χτίσει τη γοητεία του στην απενοχοποιημένη απόλαυση της επανάληψης. Αφετέρου, να λειτουργήσει ως επιστέγασμα, αλλά και ως οριστικός επίλογος, της πορείας που ακολούθησε ο 007 στην εποχή του Daniel Craig.

Με αφετηρία το “Casino Royale”, o Μποντ αρχίζει να αποκτά υπόσταση αληθινού χαρακτήρα, πατώντας και με τα δύο πόδια στο τρεμάμενο έδαφος του χρόνου. Ο Μποντ σταδιακά ξεφορτώνεται την πανοπλία του απέναντι στη φθορά. Οι πράξεις του έχουν για πρώτη φορά συνέπειες, ο ίδιος κουβαλά ανεπούλωτα τραύματα, βιώνει το πένθος, την απώλεια, τη ματαίωση, την ηθική ταλάντευση και τη διάψευση. Αμφισβητώντας την ίδια του την ταυτότητα, η οποία έως τώρα ήταν αυτοφυής, δίχως ρίζες και απολήξεις, ο Μποντ συγκρούεται με το πεπρωμένο και την αποστολή του, διεκδικώντας το επώδυνο δικαίωμα να ζήσει ως άνθρωπος και όχι ως κατασκευασμένος ήρωας. Όχι χωρίς τίμημα, φυσικά. Διόλου τυχαία, το “Spectre” (2015) εκκινεί την Ημέρα των Νεκρών, στο Μεξικό. Ο Μποντ κατοικεί πλέον στο μεταίχμιο ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς, στις σκιές και στην ομίχλη. Όχι για πολύ, όμως.

Από τη στιγμή που το παρελθόν τρυπώνει στο σύμπαν του 007, το μόνο βέβαιο είναι κάπου εκεί γύρω καραδοκεί και ένα κάποιο μέλλον, ως προσδοκία ευτυχίας, αλλά και ως υπόσχεση συνέχειας και διαδοχής. Εξάλλου, όπως είπαμε, η προσδοκία του ίδιου του ήρωα είναι πλέον να απεγκλωβιστεί από ένα άχρονο, ατελείωτο και ατσαλάκωτο παρόν. Το “No Time to Die” ξεκινά λοιπόν, σε ένα ευφυές παιχνίδισμα, με τον Μποντ να κοιτά συνεχώς πίσω του με ανησυχία ακριβώς επειδή διαθέτει πλέον ένα παρελθόν γεμάτο εκκρεμότητες και διαψεύσεις. Με το που πέφτουν οι τίτλοι αρχής και ακούγονται οι στίχοι από το ομώνυμο τραγούδι της Billie Eilish ο τόνος έχει δοθεί. Η πλήρης φράση του τίτλου δεν είναι κάποιο θριαμβευτικό «It’s no time to die», αλλά ένα υπόγεια σπαρακτικό «There’s no time to die». Μέχρι τώρα, ο Μποντ δεν έχει καν τον χρόνο να πεθάνει, ήταν πολύ απασχολημένος να σαγηνεύει και να σώζει τον κόσμο. Κι όπως όλοι ξέρουμε, αν δεν έχεις καν τη δυνατότητα να πεθάνεις, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχες ποτέ σου την ευκαιρία να ζήσεις.

Το “No Time to Die” έχει μια σειρά από θέλγητρα, που δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει ελαφρά τη καρδία. Ενσωματώνει βελούδινα τις (καλώς εννοούμενες) ευαισθησίες και την (κακώς εννοούμενη) πολιτική ορθότητα της εποχής, χωρίς να γίνει φωνακλάδικο ή ψυχαναγκαστικά «αναθεωρητικό». Βρίσκει τον χώρο και τον τρόπο να θυμηθεί το σαρδόνιο χιούμορ και την κοσμοπολίτικη χροιά των παλαιότερων Μποντ (δίχως φυσικά να έχει την ευχέρεια να αγγίξει την απόλυτη αυτό-υπονόμευση, το μεγαλύτερο ατού της πρώτης 25ετίας του κινηματογραφικού 007). Εκφράζει μια σχεδόν εσωτερική ειρωνεία για την αλλαγή των καιρών και την εξαφάνιση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο καθήκον και στην παρέκκλιση, τη στιγμή που υποκύπτει κι αυτό στην υποχρεωτική αμφισημία της εποχής του. Τέλος, σκαρώνει αλλεπάλληλους φόρους τιμής στην ιστορία του (σχεδόν σε κάθε καρέ, που λέει ο λόγος, υπάρχει μια αναφορά σε παλαιότερες ταινίες), καταλήγοντας σε μια συγκινητική παραπομπή στο “Dr. No” (1962). Εκεί δηλαδή που ξεκίνησαν όλα, εκεί που θα τελειώσουν –ή τέλος πάντων θα αλλάξουν– τα πάντα.

Παρόλα αυτά, ως η πρώτη ταινία στην ιστορία του franchise που διαθέτει τόσο αυστηρά προκαθορισμένο σκοπό, το “No Time to Die” δεν έχει άλλη επιλογή από το να φορτωθεί έναν ντετερμινισμό που υπονομεύει την αύρα του. Με άλλα λόγια, είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη να χωρέσει ο «εξανθρωπισμός» και η θνητότητα του Μποντ, παρέα με όλο το υπόλοιπο πακέτο, όπου όλες οι επιμέρους λεπτομέρειες μοιάζουν να ξεπετιούνται στα πεταχτά. Το οξύμωρο στην ιστορία είναι πως το σενάριο εμφανίζει τρύπες και χάνει αέρα, χωρίς να είναι προχειροφτιαγμένο ή μετριοπαθές – το κάθε άλλο. Απλούστατα, δεν υπάρχει αρκετός χώρος ή χρόνος προκειμένου να χωρέσουν όλα.

Αν προσθέσει κανείς στην εξίσωση την αντικατάσταση του Sam Mendes από τον Cary Fukunaga, προκύπτει μια ακόμη πιο πειστική εξήγηση για τις συχνές αρρυθμίες που εμφανίζει το “No Time to Die”. Για να μην παρεξηγηθούμε, ο σκηνοθέτης της αξέχαστης πρώτης σεζόν του “True Detective” είναι ικανότατος χειριστής ρυθμού, άρτιος αφηγητής (εφόσον του δοθεί η ευχέρεια κινήσεων) και αξιόπιστος κατασκευαστής σκηνών δράσης. Το πρόβλημα είναι ότι η σύγκριση με τον προκάτοχο τον βγάζει χαμένο στη σούμα. Ο Mendes, ένας αληθινός μάστορας του «show, don’t tell» που επιλέγει με περιεκτική σοφία τι θα αφεθεί εκτός κάδρου και τι θα φανεί μέσα από αδιόρατες λεπτομέρειες, θα ήταν κάτι παραπάνω από ταιριαστός –σχεδόν απαραίτητος θα έλεγε κανείς– σε μια ταινία που παλεύει να στριμώξει έναν ωκεανό σε ένα μπουκάλι.

Κάπως έτσι, ο villain της ταινίας (χωρίς να ευθύνεται ούτε το σενάριο, ούτε η ερμηνεία του Rami Malek καταλήγει να βγαίνει από το κάδρο σχεδόν αμήχανα, να γίνεται αναλώσιμος και αντιφατικός, ενώ του έχει αποδοθεί ένας ρόλος σχεδόν κοσμογονικός για το παρελθόν-μέλλον του Μποντ. Επιπλέον, το τελικό ντεμαράζ της αναμέτρησης είναι σχεδόν διεκπεραιωτικό, σχεδόν βιαστικά ραμμένο στο μοντάζ, προκειμένου να φτάσουμε στο αληθινό (και πρωτόγνωρο ζητούμενο). Ακόμη και έτσι όμως, η συγκίνηση δεν είναι απλώς δεδομένη, αλλά αξιωματική, καθώς αποχαιρετούμε τον υπέροχο Daniel Craig, τον πρώτο ηθοποιό που προσέδωσε στον Μποντ γήινες και χειροπιαστές διαστάσεις. Εξάλλου, φρόντισε να μας εξηγήσει και ο ίδιος τη θέση του, λίγο πριν το φινάλε, σε μια ανύποπτη στιγμή. «Η ιστορία δεν φέρθηκε ποτέ καλά σε όσους προσπάθησαν να παραστήσουν τον θεό» τον ακούμε να λέει και η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος ο Τζέιμς έχει σταματήσει εδώ και καιρό να το παίζει θεός.

No Time to Die, του Cary Fukunaga
Eίδος: Περιπέτεια
Διάρκεια: 163΄

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το