Nocturnal Animals, του Tom Ford
Flash Forward οκτώ χρόνια αργότερα, στο “Nocturnal Animals”, τη δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Ford. Εξίσου στιλάτη, εξίσου αισθητικά απολαυστική, αλλά ξεκάθαρα πιο σκοτεινή. Καθώς η Susan της (σταθερά εξαιρετικής) Amy Adams αρχίζει την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του πρώην άντρα της, τον οποίο, όπως ομολογεί, χώρισε με φρικτό τρόπο, βυθιζόμαστε σε μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, μια ταινία-μέσα-στην-ταινία. Νυχτόβια πλάσματα» είναι ο τίτλος του βιβλίου που πασχίζει να ολοκληρώσει η Susan: μια ιστορία βίας, απώλειας και -κάθε άλλο παρά λυτρωτικής-εκδίκησης.
Ο Ford εναλλάσσει με μαεστρία τις δύο αφηγήσεις του, στις οποίες παρεμβάλλονται μια σειρά από flashback που εξιστορούν το παρελθόν της Susan και του πρώην άντρα της Edward, κρατώντας επιδέξια τα χαλινάρια ενός πολύπλοκου αφηγηματικού κατασκευάσματος. Δεν επιδεικνύει ούτε μια στιγμή χαλάρωσης ή αρρυθμίας, καθώς αμφότερα τα δράματα οδηγούνται προς την κορύφωση. Μια κορύφωση που έρχεται σχεδόν επίπονα, καθώς, παρότι δεν προοικονομείται ακριβώς, γίνεται ξεκάθαρο ότι το φινάλε δεν κρύβει καμιά εξιλέωση, καμιά κάθαρση.
Η διαδοχή μεταξύ των ιστοριών τονίζεται υπέροχα και από την εξαιρετική φωτογραφία, που εναλλάσσει τα κρύα χρώματα της πραγματικότητας της Susan, καθώς αυτή αιωρείται σε μια διαρκή αίσθηση ανησυχίας, σαν να γνωρίζει ότι πραγματικά κάτι δεν πάει καλά, ανάμεσα σε κοσμικά πάρτυ, υπερπολυτελή σπίτια και γκαλερί εξεζητημένου γούστου. Η ζεστή, σχεδόν σαρκώδης, σέπια της ιστορίας του χειρόγραφου, αποπνέει μια αίσθηση αρρώστιας, σαν τα πάντα να παραδίδονται σταδιακά στο θάνατο. Μια ιστορία εκδίκησης που μοιάζει να ξέφυγε από το μυαλό του Cormac McCarthy, λουσμένη στο φως της ερήμου του Τέξας, ανερυθρίαστα βίαιη και βάναυση.
Κάπως έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί και ολόκληρη η ταινία άλλωστε. Η βιαιότητα και η βαναυσότητα της ιστορίας βρίσκουν την απάντησή τους, αλλά οι χαρακτήρες δεν συναντούν ποτέ τη λύτρωση. Η βία που παρακολουθούμε καταγράφεται ενίοτε κάπως αποστασιοποιημένα, σαν κάτι αναπόφευκτο σε έναν κόσμο που δεν έχει να προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από την απόγνωση και τον θάνατο. Σε αυτό το απολύτως φαταλιστικό σύμπαν, δεν υπάρχει ούτε μια νότα αισιοδοξίας, καθώς ο Ford τραβά, όχι πάντα επιτυχημένα, παράλληλες γραμμές μεταξύ των δύο ιστοριών, ενώνοντας τα δράματα της Susan και του μυθιστορηματικού Tony. Ενώ μας οδηγεί στο απότομο και κατάμαυρο φινάλε, τα πάντα φαίνονται παραδομένα στο αναπόφευκτο της θλίψης, της μοναξιάς, του θανάτου, των συντριπτικών τύψεων που η Susan καλείται να κουβαλήσει για το υπόλοιπο της ζωής της.
Υπάρχουν στιγμές, ιδίως οι βουβές, που η δραματουργία φτάνει στα επίπεδα του «Ένας άνδρας μόνος», όταν ο Ford αφήνει τους χαρακτήρες να αναπνεύσουν και τα εκφραστικά του μέσα να λάμψουν μαρτυρώντας το δράμα των χαρακτήρων του και την ανάγκη τους για κάθαρση που, μοιραία, δεν έρχεται ποτέ. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες στιγμές όπου η μουσική επένδυση οδηγεί κάπως βεβιασμένα τις αισθήσεις στο δράμα, καθώς μια αίσθηση υπερβολής και στομφωδών δραματικών εξάρσεων απειλεί την έξοχη κατά τα άλλα αφήγηση. Ωστόσο, στο φινάλε, παρά την πικρή γεύση που αφήνει στο στόμα, τα «Νυχτόβια πλάσματα» μπορεί να σε αφήνουν χωρίς ίχνος ελπίδας, κάθαρσης ή αισιοδοξίας, αλλά γνωρίζεις ότι η ιστορία που παρακολούθησες άξιζε τη σχεδόν σωματική καταπόνηση που προκαλεί η κατάμαυρη ματιά του δημιουργού. Οι χαρακτήρες οδηγούνται προς τον θάνατο ή, ακόμη χειρότερα, συνεχίζουν να ζουν με το βάρος των ματαιωμένων ελπίδων τους, χωρίς όμως να σταματούν να προσπαθούν, να παλεύουν και να αγωνίζονται. Έστω κι αν στο τέλος αυτό που κοιτούν δεν είναι παρά μια ακόμα άδεια καρέκλα, μια ακόμα ματαιωμένη ελπίδα. Χάνονται μέσα στη νύχτα, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, καταδικασμένοι να ζουν με το βάρος των επιλογών και των αδυναμιών τους.
Nocturnal Animals, του Tom Ford
Μεταφρασμένος τίτλος: Νυχτόβια πλάσματα
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 118’