Nomadland, της Chloé Zhao
Βασισμένο στο βιβλίο “Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century” της δημοσιογράφου και συγγραφέα Jessica Bruder, η ταινία ακολουθεί την πραγματικά εκθαμβωτική Frances McDormand στο ρόλο της Fern, η οποία μετά την απώλεια του συζύγου της και το κλείσιμο του εργοστασίου όπου δούλευε, εγκαταλείπει τα γνώριμα εδάφη της πατρίδας και ρίχνεται μ’ ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο στην αβεβαιότητα της νομαδικής ζωής. Περιφερόμενη στις Μεγάλες Πεδιάδες και τις απέραντες ερήμους της δυτικής Αμερικής, θα γνωριστεί με πρόσωπα και καταστάσεις, θα γίνει μέλος μιας ομάδας νομάδων κι εν τέλει θα διέλθει τον ψυχοσωτήριο δρόμο της αυτογνωσίας και της αυτάρκειας. Ανάμεσα σε αληθινούς ήρωες και πραγματικά πρόσωπα, η Fern είναι μια χειραφετημένη και ζώσα ψυχή που αναβαπτίζεται με αθωότητα μέσα στα σκληρά τοπία της Αμερικής και την άπεφθη ομορφιά της φύσης.
Εκείνο που καταλαβαίνει κανείς αμέσως βλέποντας το “Nomadland” είναι πως η Chloé Zhao επιλέγει με ζηλευτή εμβρίθεια μια αμιγώς μη δραματουργική φόρμα για να θεμελιώσει την ιστορία της. Κι αυτή η ευφυέστατη επιλογή αποτελεί το μεγαλύτερο προτέρημα του φιλμ. Τίποτα στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει στον κόσμο των ηρώων. Όλα εξελίσσονται στους βραδυφλεγείς ρυθμούς της καθημερινότητας. Δεν υπάρχουν αναπάντεχα σεναριακά ξεσπάσματα, αναίτιες κι επιφανειακές κλιμακώσεις στην πλοκή, εύθρυπτα συναισθήματα που σκάνε μέσα σου χωρίς να το περιμένεις. Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να συνοψίσει την ταινία μέσα σε δυο τρεις γραμμές. Η Zhao επενδύει συνειδητά στην αισθητική της εικόνας και τη δυναμική των προσώπων, γιατί θέλει να αφήσει τη ζωή να μιλήσει από μόνη της. Θέλει να δει τα γεγονότα με μια άδολη και μη παρεμβατική ματιά. Άλλωστε στη γλώσσα του σινεμά, τα μη αφηγηματικά μέσα μιλούνε με φωνή στεντόρεια μπροστά στην τρεμάμενη αλφάβητο του λόγου. Βρυχώνται και παρασύρουν με αποτέλεσμα να θυμάται κανείς πολύ ευκολότερα μια υποβλητική εικόνα από μια ρηχή ατάκα.
Ο κινηματογραφικός στοχασμός της Zhao ερείδεται σε μια μακρά φιλοσοφική παράδοση που θέλει τον έντιμο και ποδοπατημένο άνθρωπο να αναζητάει τη λύτρωση στην ψυχική και σωματική απελευθέρωση και διεκδικεί την ελπίδα και το φαντασιακό ενός άλλου, καλύτερου κόσμου. Από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τη Νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη μέχρι την Ιθάκη και τους Κήπους του Αλκίνοου στον Όμηρο, κι από το εφεύρημα του Ησαΐα για το χριστιανικό Παράδεισο μέχρι την Ουτοπία του Thomas More και την αταξική κοινωνία που οραματίστηκε ο επιστημονικός σοσιαλισμός του αγίου Μαρξ, η Κινέζα καλλιτέχνιδα συλλέγει τις (ετεροβαρείς από φιλοσοφική σκοπιά) απεικονίσεις του αποσυνάγωγου κι επαναστάτη ανθρώπου και συναρμολογεί στο πρόσωπο της Fern μια παράλληλη ενσάρκωση. Η εξαιρετική McDormand, βυθισμένη μες στην απέραντη ομορφιά του τοπίου και την αυτοοργανωμένη κοινότητα, αποκαλύπτει με κάθε βλέμμα και με κάθε ανεπαίσθητο χαμόγελο μια νέα πτύχη αυτού του χαρακτήρα. Φέρνει στο φως τα οράματα και τα υψηλά ιδανικά του ανθρώπου εκείνου που ζει μονάχα όταν παλεύει. Τις ευαισθησίες μιας ψυχής που θέλει να αναδυθεί στο φως νικώντας το σκοτάδι. Η Frances, με το Όσκαρ σχεδόν στην τσέπη της, είναι η άτρωτη γυναίκα που θέλει «ζωή» κι όχι απλή «επιβίωση». Αυτές ακριβώς τις δυσδιάκριτες, ευγενικές όψεις είναι που εξυπηρετεί η μη αφηγηματική εξέλιξη της ταινίας. Εκεί ακριβώς όμως είναι που η ταινία αρχίζει για μένα να χωλαίνει.
Γιατί η μη δραματουργική φόρμα θέλει λεπτεπίλεπτους σκηνοθετικούς χειρισμούς για να αποκτήσει περιεχόμενο. Διαφορετικά μένει απλώς ένα άδειο κέλυφος που ξεχνιέται γρήγορα. Δεν μπορείς να γίνεις Antonioni και Polanski χωρίς να υποστυλώσεις τις ιδέες σου με μια συμπαγή ιδεολογία. Ούτε αρκεί η αρχιτεκτονική του κάδρου για να σε κάνει Pawlikowski ή Malick. Βέβαια η τεχνική αρτιότητα της ταινίας είναι αδιαμφισβήτητη. Άριστες επιλογές φακών και γωνιών λήψης που αποκαλύπτουν τα πρόσωπα και τοπία σ’ όλη τους την πολύπλοκη αλληλεπίδραση, εκπληκτική μιζανσέν που σε πείθει πως ο κόσμος των ηρώων βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα έξω από την πόρτα μας κι ένας δαιμόνιος Einaudi στη συνήθη αριστοτεχνική του απόδοση. Όμως παρ’ ότι η κάμερα γυρίζει ρεαλιστικά στους χώρους δουλειάς όπου αναζητάει εργασία η ηρωίδα, τίποτα δεν προσπαθεί να εξηγήσει το πώς φτιάχτηκε ένας τέτοιος κόσμος. Καμία υποκείμενη ανάλυση των ιεραρχικών δομών του συστήματος. Καμία κοσμοαντίληψη. Ακόμα και τη νομαδική κοινοκτημοσύνη, το «ωκεάνιο συναίσθημα» του συνανήκειν που έλεγε ο Romail Rolland, η σκηνοθέτιδα μας τη μεταφέρει μ’ έναν ανεξήγητο φυσιολατρικό και μεταφυσικό διδακτισμό, αντί να μιλήσει με καθαρότητα για τη βαθύτερη ουσία των συλλογικών μορφών οργάνωσης. Κι εδώ έρχεται να προστεθεί ακόμα ένα μειονέκτημα. Δύσκολα καταλαβαίνεις για τι ακριβώς θέλει να μας μιλήσει η Zhao. Για το θάνατο, την ανεστιότητα, τη φιλία; Και θα το κάνει με όρους κοινωνικού ρεαλισμού ή μ’ έναν ψευδεπίγραφο χιλιασμό; Περί ανέμων κι υδάτων. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς σ’ αυτά τη ρυθμική ασυναρτησία της ταινίας, η οποία δεν ξέρω κατά πόσο ήταν εκούσια, το αποτέλεσμα είναι αρκετά χλιαρό για να στηρίξει τις διθυραμβικές κριτικές. Είναι χαρακτηριστικό πως το πρώτο μισό της ταινίας αναπτύσσεται σφιχτά και σε χρονολογική συνέχεια, ενώ στο δεύτερο μισό το ελλειπτικό μοντάζ παραλείπει αρκετά μεγάλα κομμάτια της ιστορίας, αφήνοντας την επίγευση προχειρότητας κι ερασιτεχνισμού.
Και τελικά, ο μύθος της ιερής γυναίκας που χλευάζει τους κατεστημένους κανόνες του φέρεσθαι και διαρρηγνύει τον ανδροκρατούμενο κοινωνικό ιστό υποστηρίζεται κυρίως από την υπεράνθρωπη ερμηνεία της McDormand. Ένας χαρακτήρας τόσο αληθινός που σχεδόν σε τρομάζει. Αν έλειπε λοιπόν αυτή η τρομερή ηθοποιός που βρίσκεται εδώ στην καλύτερη στιγμή της, αναρωτιέμαι τι θα απέμενε στη μνήμη μας απ’ αυτήν την ταινία. Κι αν όχι τώρα που το πράγμα είναι ζεστό, τι θα απογίνει σε δέκα ή είκοσι χρόνια; Δύσκολα θα την έβαζα στα αριστουργήματα.
Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.
Nomadland, της Chloé Zhao
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 108’