Nymphomaniac, του Lars von Trier: Οντολογία των μηχανών και αναλυτική της επιθυμίας σε δύο μέρη
Η γενική υπόθεση, για όσους δεν είδαν το πρώτο μέρος, έχει ως εξής: μια γυναίκα περισυλλέγεται κακοποιημένη από τον δρόμο, από κάποιον ώριμο εργένη, ο οποίος στη συνέχεια τη φιλοξενεί. Η αυτοχαρακτηριζόμενη ως νυμφομανής Joe του αφηγείται την ιστορία της ζωής της, ενώ ο Εβραίος Seligman (ο καλός Σαμαρείτης) τη διακόπτει με ερωτήσεις που αφορούν όχι μόνο το περιεχόμενο της ιστορίας της, αλλά και άλλα, γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα που δίνουν την ευκαιρία στην αφήγηση να προχωρήσει. Πέντε κεφάλαια βλέπουμε στο πρώτο μέρος, όπου την πρωταγωνίστρια υποδύεται στα νεαρά της χρόνια η Stacy Martin, και τρία ακόμη στο δεύτερο. Από τις οθόνες μας παρελαύνουν γνωστά ονόματα, μεταξύ των οποίων ο Stellan Skarsgård, η Uma Thurman, o Christian Slater, ο Shia LaBeouf και ο Willem Dafoe. Ο Trier μας δίνει μια υπέροχη και βασανισμένη ηρωίδα σε μια ταινία όπου δεν απουσιάζουν οι αγαπημένες θεματικές του, αλλά και μια ορισμένη αίσθηση του χιούμορ. Σταχυολογώ ορισμένα θέματα.
Οντολογία των μηχανών
Υπάρχει μια μηχανική ποιότητα στις διαδικασίες τέλεσης της ερωτικής πράξης, οι οποίες είναι συχνές επαναληπτικές και ελάχιστα ερεθιστικές. Τα σώματα συναρθρώνονται ως γρανάζια, έμβολα και πιστόνια που «κάνουν τη δουλειά» με τον τρόπο που γνωρίζουν, ξανά και ξανά, από καταβολής κόσμου μέχρι της συντελείας του αιώνος. Εφαρμόζουν καλά ή λιγότερο καλά με άλλες μηχανές, συνδέονται μεταξύ τους παράγοντας απόλαυση, πόνο, ηδονή. Δίνοντάς μας το σεξ φάτσα φόρα στην οθόνη, η ταινία δεν μας το παρουσιάζει ως την κρυμμένη ουσία που θα αποτελούσε τον ερμηνευτικό μίτο των ανθρώπινων πραγμάτων, όπως το ήθελε ο φιλελευθεροποιημένος πουριτανισμός των απαρχών της ψυχανάλυσης. Αντιθέτως, γινόμαστε μάρτυρες μιας ακόμη υλικής συναρμογής μεταξύ πολλών άλλων, μιας μηχανής παραγωγής νοημάτων εντός μιας αχανούς παραγωγικής μονάδας, όπου καθένας επέχει ρόλο χρήσιμου εξαρτήματος και πολύτιμου ανταλλακτικού.
Η διαλεκτική μεταξύ νόμου και επιθυμίας, επιθυμίας και έλλειψης
Η Joe επιθυμεί το επιθυμείν, η επιθυμία της είναι επιθυμία της διαιώνισής της, αντί για πρόσδεση σε μια προϋπάρχουσα αξιωματική. Αναζητεί μανιωδώς την απόλαυση, επενδύοντας σε διαφορετικά αντικείμενα, σε ολοένα και πιο ακραίες πρακτικές, σε ολοένα βιαιότερες ηδονιστικές εμπειρίες, καθώς οι λιμπιντικές προσδέσεις και επενδύσεις διαδέχονται η μία την άλλη, συνοδευόμενες από αισθήματα άγχους και ενοχής, όσο η πολυπόθητη εμπειρία της απόλυτης jouissance αναβάλλεται. Όμως οι προσπάθειες της Joe δεν αφορούν μόνο τον επιτακτικό χαρακτήρα του υπερεγώ, καθώς μέσα από αυτές και σε ένταση μαζί τους αναδύεται η δική της λιμπιντική επένδυση. Εδώ δεσπόζει η λακανική ηθική της ψυχανάλυσης: ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται ένοχος μόνο για την υποχώρηση απέναντι στην επιθυμία του.
Κοινωνία εναντίον φύσης, η επιθυμία ως φύση-δίχως-φύση
Η Joe αρνείται τον ετεροκαθορισμό, την κατάφαση της «ιδιαιτερότητάς» της μέσα από την οπτική των άλλων, ήτοι του Άλλου, δηλαδή του κοινωνικοσυμβολικού περιβάλλοντος. Επιμένει να αυτοχαρακτηρίζεται ως νυμφομανής παρά ως «εθισμένη στο σεξ», όπως της υποδεικνύεται στην oμάδα ψυχοθεραπείας που επισκέπτεται. Αυτό δε συμβαίνει χωρίς παλινωδίες και αμφιταλαντεύσεις, καθώς διαπιστώνουμε ότι η αφηγήτρια -η ώριμη εκδοχή της ηρωίδας- φέρει αρκετές ενοχές. Η ψυχή της είναι δέντρο που λυγίζει πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, αλλά υπομένει τις αντιξοότητες και δεν ξεριζώνεται. Μπορώ να πω ότι με συγκίνησε η από μέρους της επιμονή στην ανάληψη της ευθύνης της παρόρμησής της, που σε κάποια στιγμή φτάνει κοντά στο να έχει μοιραίο κόστος για τη ζωή του μικρού της παιδιού. Δεν πρόκειται τόσο για κάποιου είδους πρόταξη του εγωισμού απέναντι στις υποχρεώσεις και τις επιταγές που προϋποθέτει ο κοινωνικός ρόλος του γονέα, σε αντίθεση με ό,τι θα έσπευδαν να ψελλίσουν οι ανά τον κόσμο βλάκες ή ανυπόμονοι θεατές, αλλά για απόλυτη πράξη δέσμευσης και ανάληψης ευθύνης, δηλαδή για ενέργημα της υψίστης ηθικής τάξης. Το ότι ο μικρός Marcel τη γλυτώνει είναι ευτυχές, αφού θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεπεράσει κανείς την πένθιμη όψη της ιστορίας σε άλλη εκδοχή – ο von Trier εδώ έκλεισε το μάτι σε όσους θυμούνται την εναρκτήρια σκηνή του Αντιχρίστου, όπου όντως το μωρό πεθαίνει επειδή οι γονείς του αντί να το προσέχουν γαμιούνται. Όλα συμβαίνουν στο περιθώριο του υπερεγωτικού καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας που τον συνοδεύει. Ο φιλελεύθερος ορθολογισμός δεν έχει θέση εδώ, εφόσον απωθεί συμπεριφορές και πρακτικές σαν αυτές της ηρωίδας, ενώ ταυτόχρονα τις προϋποθέτει. Για να θυμηθούμε πάλι τον Lacan: ο Kant μαζί με τον de Sade. Και ο Trier αμείλικτος: épater les bourgeois! Συναφής προς αυτό το ζήτημα είναι και η αντίθεση, που επίσης παραπέμπει στον «Αντίχριστο», μεταξύ φύσης και κοινωνίας, δυτικού ορθολογισμού και μιας ανορθόλογης, άλογης ή παράλογης προσήλωσης στο ένστικτο, η οποία αποδίδεται στη θηλυκή συμπεριφορά. Ο Seligman είναι ο μοντέρνος, ανεκτικός διαφωτιστής, ο κοσμοπολίτης, ο φιλελεύθερος ανθρωπιστής, το τέκνο της σύζευξης Αθήνας-Ιερουσαλήμ, ο μορφωμένος Εβραίος πάνω στον οποίο χτίστηκε ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Η Joe, αυθόρμητη και διαχυτική, είναι η κατάφαση της ζωής και της δύναμής της και η χαρά που προκύπτει -ίσως όχι ανενδοίαστα- από αυτήν την κατάφαση. Ο Trier μας δίνει την ιστορία μιας βασανισμένης ηρωίδας μέσα από την οποία προκύπτει για μια ακόμη φορά ο θαυμασμός, ο φόβος και η αγάπη του για τις γυναίκες. Δεν ενστερνίζομαι, λοιπόν, όχι εξ ολοκλήρου τουλάχιστον, την άποψη της Ευαγγελίας Λεδάκη, όταν γράφει πως «ο Τρίερ μέσα σε σύντομο διάστημα κάνει το «Nymphomaniac», όπου πρωτοφανώς απενεχοποιεί τη γυναίκα ηρωίδα, μετά από χρόνιες επιθέσεις, διασυρμούς και ταπεινώσεις στις οποίες είχε υποβάλει τους γυναικείους χαρακτήρες του, αρχής γενομένης με το «Δαμάζοντας τα κύματα» (1996). Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ήδη στον «Αντίχριστο» (2009) είχε προσφέρει κάποια ελάχιστη διέξοδο στο γυναικείο αρχέτυπο που επεξεργάζεται -έστω κι αν αυτή ήταν η τρέλα- το “Nymphomaniac” είναι η πρώτη ταινία του που στέκεται στο πλευρό των γυναικών αντί απέναντί τους».
Οι θρησκευτικοί επιτονισμοί είναι σαφείς...
…και συνεχίζουν όσα είδαμε στην προαναφερθείσα ταινία. Η Joe είναι η νέα Εύα όπως ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ και όπως ο Χριστός έχει στη διάρκεια της ταινίας τη δική της Mεταμόρφωση. Η πορεία προς τη θέωση περνά μέσα από αμφισβήτηση, βασανιστήρια, ενοχές, συγχώρεση, κατάποση του περιεχομένου του «ποτηρίου τούτου» ως εάν να το διάλεξε η ίδια, και, ασφαλώς, αγάπη.
Αλλάζει ο άνθρωπος;
Ένα θέμα που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι η δίχως βολονταριστικές αυταπάτες κατάφαση της δυνατότητας των ανθρώπων να αλλάζουν, μέσω μιας δύσκολης, προσεκτικής και διαρκούς ασκητικής της επιθυμίας. Η πρωταγωνίστρια προσπαθεί ανεπιτυχώς να αλλάξει τρόπο ζωής, αλλά δεν το βάζει κάτω, σε πείσμα των αποτυχιών. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν εύκολα, αλλά αυτό και μόνο αρκεί ώστε να το επιχειρούν αδιάκοπα.
Η αγάπη, καίτοι σπάνια, υπάρχει και επέρχεται ως συμβάν
Η πρωταγωνίστρια περνά ξυστά από μια τέτοια συνάντηση με έναν από τους εραστές της, τον Jerôme, ο οποίος επανέρχεται στη ζωή της αρκετές φορές, παίζοντας ρόλο πυξίδας και σημείου αναφοράς. Παραδέχεται ότι αισθάνεται διαφορετικά μαζί του, αλλά η συνύπαρξή τους παραμένει εύθραυστη στην καθημερινότητα και τις ανάγκες που έχει – άλλωστε, η συγκρότηση αυτού του Δύο που είναι ο έρωτας είναι μονοπάτι δύσβατο, γέφυρα που ούτε ίχνη της δε θα μείνουν στο πέρασμα του χρόνου, μολονότι, σε πείσμα όλων αυτών, αναφέρεται στην Αιωνιότητα.
Content Sources
- Γιώργος Νικολαϊδης, «Απόλαυσε!». Για το «Nymphomaniac», του Λαρς Φον Τρίερ, Red NoteBook, 18 Φλεβάρη 2014.
- Ευαγγελία Λεδάκη, «Το Nymphomaniac διαμέσου του Shame: το σώμα σε ταραχή και το κινηματογραφικό σύμπτωμα», «Αναγνώσεις» της Αυγής, 29 Μαρτίου 2014.