Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

Ο αμφιλεγόμενος Roman Polanski

feature_img__o-amfilegomenos-roman-polanski
Γεννηθείς στο Παρίσι το 1937 από Πολωνοεβραίους γονείς, ο δεκαεπτάχρονος Roman βίωσε από πρώτο χέρι τη φρίκη του ναζιστικού ολέθρου. Ενώ οι γονείς του απήχθησαν από τους Γερμανούς, ο ίδιος πέρασε τα νεανικά του χρόνια κυνηγημένος από τους Ναζί, βρίσκοντας καταφύγιο σε αρκετές πολωνικές οικογένειες. Ο κινηματογράφος, ως μοναδική μορφή ψυχαγωγίας εκείνη την περίοδο, τράβηξε το ενδιαφέρον του μικρού Roman, καθώς έμπαινε κρυφά στις αίθουσες, σε μία εποχή που προβαλλόντουσαν κυρίως ταινίες ναζιστικής προπαγάνδας.

Όταν επανενώθηκε με τον πατέρα του στο τέλος του πολέμου, αποφάσισε να συνεχίσει το σχολείο, ενώ σύντομα (στα 14 του χρόνια) ανέπτυξε μία μικρή καριέρα ως ηθοποιός, πρώτα στο ράδιο και ύστερα στο θέατρο. Σπούδασε γραφιστική και ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Κρακοβία, ενώ αρκετά τυχαία, το 1953, κέρδισε ένα μικρό ρόλο στην ταινία “A Generation”, του Andrei Wajda, όπου υποδύθηκε ένα νεαρό επαναστάτη. Ο Wajda, εντυπωσιασμένος από την ευφυΐα και το σθένος του Polanski, συνέβαλε στο να φοιτήσει στην σπουδαιότερη πολωνική σχολή κινηματογράφου, αυτή του Lodz, όπου πέρασε πέντε χρόνια της ζωής του σπουδάζοντας, ενώ εργαζόταν παράλληλα ως βοηθός του σκηνοθέτη Andrzej Munk.

Ο Polanski δεν άργησε να διακριθεί ως ένας από τους πιο προικισμένους σπουδαστές του πανεπιστημίου, όταν το 1958, σκηνοθέτησε το “The Men and a Wardrobe”, μία ταινία μικρού μήκους που του χάρισε διεθνή επιτυχία και φήμη. Δύο άντρες, ερχόμενοι από τη θάλασσα και κουβαλώντας μία ντουλάπα, βιώνουν την περιφρόνηση αλλά και την κακομεταχείριση από τους κατοίκους μίας πόλης, με αποτέλεσμα να επιστρέψουν πίσω στην θάλασσα, για να συνεχίσουν το παράδοξο ταξίδι τους. Το 1959, ο Polanski γυρίζει την πρώτη ταινία όπου πειραματίζεται με το χρώμα, το “When Angels Fall”, με κεντρικό θέμα τα όνειρα μίας ηλικιωμένης γυναίκας στα αποχωρητήρια. 

Το 1962, τελειώνοντας τη μικρού μήκους ταινία “Mammals”, έψαχνε την ευκαιρία να γυρίσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το “Knife In The Water”. Η ταινία δεν είχε θερμή υποδοχή στην Πολωνία, καθώς θεωρήθηκε «τέχνη για την τέχνη», εφόσον δεν ασχολήθηκε με θέματα που αφορούν τον πόλεμο και την κοινωνία, εξ ου και ο λόγος που καταδικάστηκε από τις πολωνικές αρχές. Στη διάρκεια της παραμονής τους σε ένα γιοτ, ένας αθλητικός δημοσιογράφος και η σύζυγός του συναντούν ένα νεαρό περιπλανώμενο. Η ταινία εξερευνά διάφορες συμπλοκές μεταξύ των τριών χαρακτήρων, αναδεικνύοντας τις πτυχές του καθενός με υποδόριο χιούμορ και αισθητική ευρηματικότητα, με συνοδεία το απολαυστικό τζαζ σάουντρακ από τον Krzystof Komeda, συνθέτη και φίλο του Polanski.

Παρότι ήταν ένας από τους πολλά υποσχόμενους σκηνοθέτες του πολωνικού κινηματογράφου, αποφασίζει στα 32 του να συνεχίσει την καριέρα του στη Δύση, ξεκινώντας με το “Repulsion”, τη σκοτεινή ιστορία μίας γυναίκας που βυθίζεται στο παράλογο, βλέποντας τους χειρότερους εφιάλτες της να αποκτούν σάρκα και οστά μέσα στο σπίτι της. Το “Repulsion” μπορεί να θεωρηθεί και ως φόρος τιμής ή μάλλον ως ένας πειραματισμός πάνω στο ψυχολογικό θρίλερ, μία απόπειρα αναδιαμόρφωσης του χιτσκοκικού τρόμου. Η Catherine Deneuve εξέπληξε τους κριτικούς με την ερμηνεία της μελαγχολικής και βυθισμένης σε ένα καθεστώς ψυχολογικής πολυπλοκότητας Carol. Η εξαιρετική φωτογραφία του Gilbert Taylor καταφέρνει να χαρίσει στην ταινία ένα έντονα εξπρεσιονιστικό τόνο, δίνοντας φωνή στα αντικείμενα μέσω του φωτός και της σκιάς, μετατρέποντας το σπίτι της πρωταγωνίστριας σε μία αναπαράσταση του ψυχικού της κόσμου.

Στην συνέχεια, το 1967, ο Polanski γύρισε την ταινία “The Fearless Vampire Killers”, όπου ένας καθηγητής με τον βοηθό του ταξιδεύουν στην καρδιά της Τρανσυλβανίας για να εντοπίσουν και να εξολοθρεύσουν αιμοδιψείς βρικόλακες. Ο Polanski έπαιξε τον κωμικό ρόλο του άτσαλου βοηθού, δίπλα στην γοητευτική Sharon Tate, η οποία έμελλε να γίνει γυναίκα του. Η ταινία είχε μικρή αναγνώριση και ένα περιορισμένο cult following, γεγονός που απογοήτευσε τον Polanski, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγός εταιρία MGM είχε τον απόλυτο έλεγχο της ταινίας, κόβοντας χωρίς δισταγμό μισή ώρα από τη διάρκειά της.

Το 1968, σκηνοθετεί την πρώτη του μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή, με πρωταγωνίστρια τη Mia Farrow, το ατμοσφαιρικό “Rosemary’s Baby”, τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του μέχρι τότε. Πρόκειται για την ιστορία μίας εγκυμονούσας στη Νέα Υόρκη, η οποία χρησιμοποιείται από μία σέκτα σατανιστών, προκειμένου να φέρει στον κόσμο τον γιο του Σατανά. 

Ένα χρόνο αργότερα, το 1969, η τραγωδία χτύπησε εκ νέου τον Polanski. Η τότε γυναίκα του Sharon Tate, στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, δολοφονήθηκε βάναυσα από την αίρεση του Charles Manson, μαζί με τέσσερις φίλους της, ενώ ο Polanski βρισκόταν σε γυρίσματα στην Ευρώπη. Η δολοφονία έγινε υπό τις διαταγές του Manson, ο οποίος διέταξε τους ακόλουθούς του «να εξοντώσουν όποιον βρίσκεται στο σπίτι, όσο πιο αποτρόπαια γίνεται». Ο Polanski έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του είναι πως δεν βρισκόταν εκεί τη μοιραία νύχτα της δολοφονίας. Τα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να διογκώσουν τα γεγονότα, έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στην αντισυμβατική ζωή των θυμάτων, αλλά και στον ίδιο τον Polanski και τον έντονο γαμήλιο βιό του με την Tate.

Με τη γυναίκα του Sharon Tate

Μετά το τραγικό αυτό συμβάν, ακολούθησε μία σειρά επαγγελματικών αποτυχιών για τον Polanski, αρχής γενομένης από το 1972-73. Η μεταφορά του “Macbeth”, το 1972, δέχτηκε πλήθος αρνητικών σχολίων εξαιτίας των αποτρόπαιων αιματηρών σκηνών, αλλά και των φτωχών ερμηνειών από τους πρωταγωνιστές. Έπειτα, ακολούθησε η αποτυχία του “What?”, μίας ιταλικής κωμωδίας με πρωταγωνιστή τον Marcelo Mastroianni, στην οποία εξιστορούνται οι κωμικές συναναστροφές μίας γυναίκας με αγνώστους σε μία βίλα, στην οποία κατέφυγε μετά από μία απόπειρα βιασμού.

Μετά από τις δύο αποτυχίες, επανήλθε δυναμικά το 1974 με το “Chinatown”, που έμελλε να σημαδέψει τόσο τη δεκαετία του ‘70 όσο και το είδος του νουάρ εν γένει. Ο πρωταγωνιστής εδώ δεν είναι ένας αλάνθαστος και ατσίδας Bogart, αλλά ένας «θνητός» ντετέκτιβ που κάνει λάθη, αποτυγχάνει και συντρίβεται. Ο Polanski αποδεικνύει πως η τελειομανία του μπορεί να παράξει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ενώ η αποτύπωση της Καλιφόρνια του ’30, με τις θαυματουργές ερμηνείες της Dunaway και του Nicholson, καθιέρωσαν την ταινία ως ένα από τα αριστουργήματα της δεκαετίας.

Έπειτα, ολοκληρώνοντας την «Tριλογία του σπιτιού», το 1977, με τον «Ένοικο», γνώρισε ξανά την αποτυχία, παίζοντας ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός Πολωνού ο οποίος νοικιάζει ένα διαμέρισμα, στο οποίο είχε πρόσφατα αυτοκτονήσει μία γυναίκα. Καθώς αποκτά εμμονή με την αποθανούσα, ο πρωταγωνιστής βυθίζεται στην παράνοια, πεπεισμένος ότι οι κακεντρεχείς γείτονες θέλουν να τον σκοτώσουν. Την ίδια χρονιά, ο Polanski καταδικάζεται στην Καλιφόρνια για τον βιασμό μίας ανήλικης και αναγκάζεται να διαφύγει στην Ευρώπη. Στο Παρίσι, το 1978, γύρισε το εντυπωσιακό “Tess”, κερδίζοντας τα Όσκαρ Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τότε ερωμένη του Nastassja Kinski, και καταφέρνοντας να διεκδικήσει και πάλι την φήμη ενός αξιότιμου σκηνοθέτη.

Μετά από απουσία χρόνων, επιστρέφει το 1986 με το “Pirates” και δύο χρόνια αργότερα με το “Frantic”, με τον Harrison Ford. Ακολουθούν τα “Bitter Moon” (1992), “Death And The Maiden” (1994) και “9th Gate”, με τον Johnny Depp, το 1999. Η σπουδαιότερη ίσως ταινία του μετά το “Tess” είναι το “The Pianist”, που κυκλοφόρησε το 2002, μία προσωπική αναδρομή στην αποτρόπαια εμπειρία της ναζιστικής φρίκης. Φέτος, ο Polanski εμφανίστηκε στις Κάννες εκτός συναγωνισμού, με το “Based On A True Story”, την πρώτη ταινία του μετά το “Venus in Furs” του 2013, με την Eva Green στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

1
Μοιράσου το