Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά, του Stuart Turton
«Ο διάβολος είναι εδώ» είπε χτυπώντας το στήθος του «επωάζεται μέσα μας. Είναι αυτό που είμαστε, άμα μας απογυμνώσεις από τις στολές, τους βαθμούς και τους τίτλους».
Βρισκόμαστε στο 1634. Το πλοίο Σάαρνταμ και οι επιβαίνοντές του ετοιμάζονται για ένα αβέβαιο και επικίνδυνο ταξίδι από τη Μπατάβια (σημερινή Ινδονησία) προς το Άμστερνταμ. Το Σάαρνταμ μεταφέρει τον Σάμιουελ Πιπς, τον σπουδαιότερο ντετέκτιβ της εποχής, ο οποίος είναι κατηγορούμενος για ένα έγκλημα που δεν είναι σίγουρο ότι διέπραξε. Παράλληλα, μαζί του ταξιδεύει και ο έμπιστος σωματοφύλακάς του, Άρεντ Χέις αλλά και πολλοί ευγενείς, μεταξύ των οποίων η μυστηριώδης Σάρα Βίσελ. Από την αρχή θα λάβουν χώρα δυσοίωνα γεγονότα: θα εμφανιστεί ένας λεπρός με μία προειδοποίηση, ένα παράξενο σύμβολο, ψίθυροι από άλλο κόσμο, μία μυστηριώδης λέξη της οποίας τη σημασία δεν φαίνεται να γνωρίζει κανείς. Για το πλήρωμα και τους επιβάτες του Σάαρνταμ αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο ταξίδι…
Μετά τους «Επτά θανάτους της Έβελιν Χαρντκάστλ», ο Stuart Turton ξαναχτυπά. Η πρωτοτυπία του νέου του βιβλίου είναι αδιαμφισβήτητη, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά ιστορικού, ναυτικού, αστυνομικού μυθιστορήματος, ακόμα και λογοτεχνίας τρόμου σε ορισμένα σημεία. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν συναντάμε κάθε μέρα.
Ο δυνατός είναι δυνατός και ο αδύναμος, αδύναμος, άσχετα με το αν φοράει φουφούλες ή φούστες. Κι αν είσαι αδύναμος, η ζωή θα σε γονατίσει.
Παρόλο που το «Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά» εμπεριέχει πολλά ιστορικά στοιχεία, πρέπει να πούμε ότι δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Ξέρουμε ότι η δράση εκτυλίσσεται κάπου στο 1600, ενώ γίνονται πολλές αναφορές στο κυνήγι μαγισσών, στην τότε αριστοκρατία και στις συνθήκες ζωής. Ωστόσο, οι διάλογοι φαντάζουν ανέλπιστα νεωτερικοί, όπως και πολλές από τις αντιλήψεις των πρωταγωνιστών, ενώ υπάρχουν ακόμα και αναφορές στην τεχνολογία, γεγονός που μας «ξενίζει» σε ορισμένα σημεία. Ο ίδιος ο Turton στο τέλος του βιβλίου αναφέρει ότι «αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο η Ιστορία είναι μυθιστορηματική» και ότι αυτές οι «ασυμφωνίες» δεν ήταν παρά εσκεμμένες . Ίσως, όμως, αυτό το “heads up” να ήταν χρησιμότερο στην αρχή του μυθιστορήματος, παρά στο τέλος.
Η δράση εκτυλίσσεται στο Σάαρνταμ και είναι προφανές ότι ο συγγραφέας έκανε αρκετή έρευνα σχετικά με την κατασκευή του πλοίου. Μάλιστα, στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένα χρησιμότατο σχεδιάγραμμα του Σάαρνταμ, καθώς και μία μικρή κατάσταση των επιβατών του. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι μοναδική, αφού το γεγονός του ότι η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν χώρο τόσο περιορισμένο εντείνει το αίσθημα κλειστοφοβίας και αγωνίας. Στη μέση του ωκεανού κανείς δεν μπορεί να αποφύγει όποια μοίρα τον περιμένει, ενώ το ενδεχόμενο της ύπαρξης υπερφυσικού στοιχείου προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα για το τι θα επακολουθήσει τελικά. Τα πάντα είναι πιθανά, όλοι είναι ύποπτοι και παράλληλα κανείς.
Ωστόσο, η ατμοσφαιρική υπεροχή του βιβλίου καθώς και η πρωτοτυπία της θεματολογίας του μοιάζουν να «επισκιάζονται» ανά διαστήματα από το πόσο αργά εξελίσσεται η πλοκή. Πρόκειται για ένα βιβλίο «βραδείας καύσης», το οποίο σε συνδυασμό με τις μακροσκελείς περιγραφές, τα πολλά πρόσωπα αλλά και τους ναυτικούς ιδιωματισμούς, τολμώ να πω ότι με κούρασε σχετικά γρήγορα. Σε διάφορα σημεία, δυστυχώς, ένιωθα ότι παρά τις σελίδες που περνούσαν, η ιστορία παράμενε στάσιμη. Ευτυχώς, πολλά σημεία του βιβλίου «φωτίστηκαν» μέσω των διαλόγων, που σίγουρα μπορούμε να παρακολουθήσουμε με μεγαλύτερη ευκολία αλλά και ενδιαφέρον.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στο πλήρωμα του Σάαρνταμ, που αποτελείται ως επί το πλείστον από άξεστους εγκληματίες, και στους ευγενείς, αριστοκράτες επιβάτες, οι οποίοι όμως δεν έχουν τίποτα το ευγενές πάνω τους πέραν της καταγωγής τους και «ντύνουν» την εσωτερική σαπίλα τους με ακριβά υφάσματα. Οι ήρωες του Turton, πλην λίγων εξαιρέσεων, είναι αυτό ακριβώς που φαίνονται: είτε κακοί και δολοπλόκοι είτε φιλεύσπλαχνοι και καλοπροαίρετοι.
To εγχείρημα του Turton είναι σίγουρα μεγαλεπήβολο. Μπορούμε, σε γενικές γραμμές, να πούμε ότι το τελικό αποτέλεσμα παραπέμπει μάλλον σε ένα “who dunn it”, κάτι μεταξύ της Agatha Christie και «Πειρατών της Καραϊβικής» (ειδικά αν λάβουμε υπόψη το υπερφυσικό ενδεχόμενο). Παρόλο που ο ρυθμός του συγκεκριμένου βιβλίου δεν με ικανοποίησε, το συγγραφικό ταλέντο του Turton καθώς και η φαντασία του ήταν προφανή από την αρχή έως το τέλος. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε με ανυπομονησία και τα επόμενά του έργα.
Ο διάβολος και τα σκοτεινά νερά, του Stuart Turton
Μετάφραση: Θοδωρής Τσαπακίδης ΕΕκδόσεις Μεταίχμιοσελ. 640