Ο κλέφτης των ποδηλάτων, του Luigi Bartolini
Ένας ζωγράφος που, όπως αναφέρει, γοητεύεται από τσιγγάνες και ανθρώπους του υποκόσμου τους οποίους μετατρέπει σε μοντέλα για τους πίνακές του, πέφτει θύμα κλοπής του ποδηλάτου του: και τότε αρχίζει μια περιπλάνηση στην Ρώμη, ψάχνοντας τον κλέφτη. Καταλήγει σε μια διαδρομή μέσα στην ιστορία της Αιώνιας Πόλης και σε μια προσεκτική μελέτη της κατάστασής της. Μας παρουσιάζει την εικόνα της, την περίοδο που οι κλέφτες βρίσκονταν στο απόγειο της «καριέρας» τους, την περίοδο που ο κόσμος προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην με ό,τι μέσο διέθετε, τότε που οι καταστηματάρχες έκαναν τα στραβά μάτια σιγοντάροντάς τους μάλιστα στο να κλέβουν την ιδιοκτησία τους. Χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας «αυτοί οι ίδιοι οι έντιμοι μαγαζάτορες σε στέλνουν στους κλέφτες. Αυτοί οι ίδιοι είναι οι προμηθευτές τους.» Εκφράζει τα παράπονά του σχετικά με τη μικροψυχία των κλεφτών, που δεν λυπούνται ούτε τους καλλιτέχνες που προσπαθούν να βγάλουν το βιός τους κλέβοντάς τους το μοναδικό μεταφορικό μέσο της εποχής, το ποδήλατο.
Ο συγγραφέας, με απλές, λιτές εκφράσεις, και έξυπνο χιούμορ, περιγράφει την ατμόσφαιρα της εποχής και χαράσσει την διαδρομή του πρωταγωνιστή του από πλατεία σε πλατεία, από σοκάκι σε σοκάκι. Χρησιμοποιώντας αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, οι σκέψεις του ξετυλίγονται μπροστά μας και θίγει ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα αναφερόμενος στο δημόσιο χρέος και στην απάτη της κυβέρνησης προς τους πολίτες. Ταλαντεύεται ανάμεσα στο τίμιο και το παράνομο, το λάθος και το σωστό. Φιλοσοφεί σχετικά με τη φτώχια και τον πλούτο, την κοινωνική αδικία, την μαεστρία και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι κλέφτες, προκειμένου να πουλήσουν τα κλοπιμαία σε ανυποψίαστους πολίτες. Φιλοσοφεί όμως και για την ίδια τη ζωή. Καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται, κάνουμε μια αναδρομή στην ζωή του πρωταγωνιστή βουτώντας ταυτόχρονα σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, όπως το πραξικόπημα που έγινε στις 25 Ιουλίου 1943.
Ο συγγραφέας, όντας μεγάλος υπέρμαχος του αντιφασιστικού κινήματος, αναφέρεται στον φασισμό και στους αγώνες που έδωσε ο πρωταγωνιστής εναντίον του, ταυτίζοντάς τον ίσως λίγο και με τον εαυτό του. Και όταν η ιστορία φτάνει στο τέλος της, με το κλεμμένο ποδήλατο να έχει βρεθεί ή και όχι, ο Luigi Bartolini, μας διδάσκει σημαντικές αξίες, όπως η συγχώρεση, όταν πλέον κάποιος έχει τιμωρηθεί όσο αρκετά έπρεπε. Άλλωστε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «όλοι ευθυνόμαστε για το παραστράτημα ενός ατόμου.». Μας μιλάει για την δύναμη να παλεύεις μέχρι το τέλος για να πάρεις πίσω αυτά που σου ανήκουν και στα έκλεψαν με βία, χρησιμοποιώντας ό,τι έντιμα μέσα διαθέτεις. Μας δίνει να καταλάβουμε πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στη τιμιότητα και την παρανομία και πόση δύναμη χρειάζεται για να καταφέρει κάποιος να μείνει στην σωστή πλευρά. Την δύναμη που χρειάζεται να έχει κάποιος για να μη σκύψει το κεφάλι.
Καθώς η μία σελίδα διαδέχεται την άλλη, νιώθουμε ότι βιώνουμε σουρεαλιστικές καταστάσεις, καθώς παρατηρούμε τα άλλοτε αστεία κι άλλοτε δραματικά σκηνικά που συναντά ο πρωταγωνιστής και τις ιστορίες στις οποίες μπλέκει προκειμένου να βρει το ποδήλατό του. Οι σκηνές εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας σαν κινηματογραφική ταινία· και σαν να είμαστε και οι ίδιοι πρωταγωνιστές, αρχίζουμε να ζούμε μια μεγάλη περιπέτεια, περπατώντας στα σοκάκια της μεταπολεμικής Ρώμης, ψάχνοντας το κλεμμένο μας ποδήλατο, αντιμετωπίζοντας κάθε λογής μικροκακοποιούς, απατεώνες, αλλά κι έντιμους ανθρώπους και παίρνοντας σημαντικά μαθήματα ζωής, ιστορίας και κουλτούρας.
Ο κλέφτης των ποδηλάτων, του Luigi Bartolini
Μετάφραση: Κούλα Καφετζή
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
σελ. 192