Ο μικρός Γκοντάρ, της Μαρίας Γαβαλά
Η ιστορία στο φακό: Ο μικρός Γκοντάρ
Η Μαρία Γαβαλά μας ταξιδεύει με το μυθιστόρημά της πίσω στο χρόνο, στη Γαλλία μετά το Μάη του ’68 και στην Ελλάδα της δικτατορίας. Μέσα από τη ματιά ενός προσώπου, της κεντρικής ηρωίδας, παρακολουθούμε την ίδια την Ιστορία και πώς αυτή συνδέεται με τις ζωές των νέων ανθρώπων. Πάνω σ’ αυτό το γενικό θέμα, η συγγραφέας αναπτύσσει τον προβληματισμό της σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης και απεικόνισης της ιστορίας, σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης και καταγραφής της ιστορικής μνήμης και των κοσμοϊστορικών συμβάντων από τα ίδια τα εμπλεκόμενα άτομα.
Το βιβλίο της Μαρίας Γαβαλά, «Ο μικρός Γκοντάρ», είναι ένα μυθιστόρημα πάνω στην ιστορική καταγραφή και μνήμη, και ταυτόχρονα μια δοκιμή-φόρος τιμής στην ίδια τη «φιλοσοφία» του κινηματογράφου και της τέχνης. Μεστό, συμβατικό ως προς τον τρόπο γραφής του, χωρίς ιδιαίτερους πειραματισμούς στο ύφος και τη γλώσσα, το μυθιστόρημα υιοθετεί μια προσιτή αισθητική και γραφή, χωρίς αφηγηματικές ακροβασίες, για να αφηγηθεί την ιστορία του. Ή μάλλον, να αφηγηθεί όχι τόσο μια συγκεκριμένη, συμβατική ιστορία (με αρχή-μέση-τέλος, πλοκή, κορυφώσεις και λύση), αλλά περισσότερο να αφηγηθεί ένα ολόκληρο τοπίο ζωής. Η Γαβαλά αποφασίζει να πει την «ιστορία» της με κέντρο την πρωταγωνίστριά της, μια Ελληνίδα, τη Λουκία, που σπουδάζει κινηματογράφο στο Παρίσι. Στην ουσία, το βιβλίο αποτελεί μια καταγραφή της ζωής της ηρωίδας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως αυτή τη ζει μεταξύ της δικτατορικής Ελλάδας και του -αναστατωμένου από το Μάη του ’68 και από τις πνευματικές ανησυχίες- Παρισιού. Μέσα στο μυθιστόρημα αποτυπώνεται, λοιπόν, όχι μια πλοκή αλλά διάφορα επεισόδια από την οικογενειακή, ερωτική και επαγγελματική ζωής της πρωταγωνίστριας. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί μάλλον και την ιδιαιτερότητα του βιβλίου: με όχημα τις προσωπικές εμπειρίες ενός υποκειμένου που κινείται στο χώρο και στο χρόνο μια συγκεκριμένης, μεστής σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά γεγονότα εποχής, η συγγραφέας παραδίδει και ένα μυθιστορηματικό πορτρέτο της εποχής.
Στο επίκεντρο λοιπόν του μυθιστορηματικού φακού της Γαβαλά βρίσκεται μια νεαρή γυναίκα. Μέσα από την πρωτο-πρόσωπη αφήγησή της, ακολουθούμε τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της καθόσον αυτή βιώνει τα διάφορα συμβάντα που τις συμβαίνουν, Παρακολουθούμε την ερωτική της σχέση με τον νεαρό κινηματογραφιστή Γκασπάρ στο Παρίσι, την προσπάθειά της να βρει τον κινηματογραφικό της προσανατολισμό/κλίση και να προσδιορίσει το χαρακτήρα της δικής της προσωπικής γλώσσας, τις σχέσεις της με την οικογένειά της και με το οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα της χούντας των συνταγματαρχών, την προσπάθειά της να «ισορροπήσει» την τέχνη της και το αποτύπωμα των ίδιων των ιστορικών γεγονότων… Υπό αυτό το πρίσμα, επομένως, νομίζω ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται καλύτερα όχι ως ιστορία αλλά ως μια προσωπική αφήγηση που ξεδιπλώνει τη συνείδηση, τα στρώματά της και τις ανησυχίες της. Είναι μια δοκιμή πάνω στην εξιστόρηση του ατόμου, όχι στην εξιστόρηση συμβάντων και πραγμάτων. Μέσα απ’ τη φωνή της Λουκίας οι αναγνώστες γνωρίζουν μια προσωπικότητα έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στα διάφορα κύματα της ζωής, στις διάφορες εμπειρίες. Η γραφή απομακρύνεται από την προσοχή στην πλοκή για να υπογραμμίσει αφηγηματικά το πρόσωπο. Και κάπως έτσι, διαπιστώνουμε ότι ο «Ο μικρός Γκοντάρ» αναπτύσσεται μάλλον ως απόπειρα να οριστεί ένας εαυτός, να εντοπιστούν και να επιλυθούν -ει δυνατόν- ζωτικά και υπαρξιακά ερωτήματα…
Όμως –και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου– η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί ο εαυτός και το τοπίο μιας ζωής επεκτείνεται και στην πραγμάτευση της τέχνης. Γιατί είναι σαφές ότι η Γαβαλά έχει γράψει ένα μυθιστόρημα που αφορά ξεκάθαρα και την ίδια την ουσία της τέχνης, η οποία δεν είναι παρά ένας τρόπος οργάνωσης και απάντησης στην εμπειρία της ζωής. Οι βασικοί ήρωες της Γαβαλά, τόσο η πρωταγωνίστρια Λουκία όσο και ο Γκασπάρ που αποτελεί φωτεινή και κυρίαρχη φιγούρα στην ιστορία, είναι ήρωες «βουτηγμένοι» στην τέχνη, καθορισμένοι από την τέχνη. Και συγκεκριμένα από την τέχνη του κινηματογράφου. Και κάπως έτσι, η συγγραφέας καταφέρνει να εισαγάγει στο έργο της τους καλλιτεχνικούς προβληματισμούς της (κάτι που δεν είναι τυχαίο, αφού η Γαβαλά ενδιαφέρεται έντονα για τη θεωρητική πλευρά της τέχνης), που δίνουν και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στο μυθιστόρημά της. Τα δύο κεντρικά πρόσωπα, όπως και άλλα πιο περιφερειακά, μοιάζουν αφοσιωμένα και διαρκώς προβληματισμένα για την ουσία και την υφή του κινηματογράφου: τους ενδιαφέρει η φιλοσοφία και η στόχευσή του, ο τρόπος εφαρμογής της τέχνης, το αποτέλεσμα και το πώς συνδέεται με τη ζωή τελικά… Εντός των βασικών ερωτημάτων που διατρέχουν το έργο είναι και η ίδια η φύση της κινηματογράφησης και του καλλιτέχνη: Μπορεί η τέχνη αυτή να είναι αντικειμενική αναπαράσταση της ζωής; Μπορεί να μένει αποστασιοποιημένη από τη ζωή; Μπορεί να προσφέρει κάτι στη ζωή; Νομίζω πως η συγγραφέας, πάντα μέσα από το πρωτοπρόσωπο φίλτρο της Λουκίας, δίνει μια συγκεκριμένη απάντηση: η τέχνη ανήκει στη ζωή και απαντά σε αυτή. Όπως και ο «Μικρός Γκοντάρ», στο σύνολό του ως έργο, σκιαγραφεί ένα πορτρέτο ζωής και Ιστορίας, έτσι και ο κινηματογράφος ή –αν θέλετε– η τέχνη γενικότερα αποτελούν όπλα για τη συνείδηση και το πώς αυτή στέκεται απέναντι στη ζωή. Μέσα στο έργο, και ειδικά προς το τέλος, καθίσταται σαφές πως η τέχνη είναι ένα μέσο που πρέπει να πηγαίνει και να «πιάνει» κατευθείαν το ανθρώπινο, το καθημερινό, τις εμπειρίες και τις εντάσεις των ατόμων, τη ροή της ζωής τους, τα συναισθήματα και τις πράξεις και τα ενδιαφέροντά τους. Η τέχνη είναι ανθρώπινο δημιούργημα που βυθίζεται στους ανθρώπους και τους κόσμους που φτιάχνουν, και έτσι υπερασπίζεται καλύτερα την αξία και τα δικαιώματά τους. Και όσο κι αν όντως υπάρχουν προβληματισμοί σχετικά με το πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι μια καλλιτεχνική αναπαράσταση, αυτό δεν έχει τόσο σημασία. Σημασία έχει η τέχνη να μπορεί να εμπλέκεται στη ζωή, να δίνει μια τάξη, να εντοπίζει την Ιστορία, να καταπιάνεται με την πολιτική και κοινωνική πλευρά των ανθρώπων, να ανακαλύπτει το ιδιαίτερο αλλά και -κυρίως- το φοβερό και τρομερό, την αλήθεια των πραγμάτων (όσο σκληρή κι αν είναι) και να τη δείχνει στους υπολοίπους για να συμβάλλει στη διαμόρφωση των συνειδήσεών τους…
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, όσο κι αν δεν ανήκει σε εκείνα τα μυθιστορήματα που πειραματίζονται μορφικά ή που εκπλήσσουν με την πρωτοτυπία ή την ιδιαιτερότητα της ιστορίας που αφηγούνται, έχει μια δυναμική που πηγάζει, νομίζω, περισσότερο από αυτή την έμφαση που δίνεται στην προσωπική χροιά της ιστορίας του αλλά και στην ένταση του καλλιτεχνικού προβληματισμού του.
Ο μικρός Γκοντάρ, της Μαρίας Γαβαλά
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 336