Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Ο Νικόλαος Γύζης και η Σχολή του Μονάχου

feature_img__o-nikolaos-gizis-kai-i-sxoli-tou-monaxou
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί για την Ελλάδα και την ιστορία της κάτι παραπάνω από έναν σπουδαίο ζωγράφο, σχεδιαστή και χαράκτη. Είναι μία προσωπικότητα που συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και ένας από τους πνευματικούς ηγέτες της διεθνούς φήμης «Σχολής του Μονάχου».

Γεννήθηκε στην Τήνο την 1η Μαρτίου του 1842 και σύντομα, το 1850, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα όπου και είχε την πρώτη του επαφή με τις εικαστικές τέχνες. Στην Αθήνα, μέχρι την ηλικία των 22 ετών, θα παρακολουθεί μαθήματα στο «Σχολείο των Τεχνών» και το 1865 θα πάει στο Μόναχο για να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική, στην περίφημη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου.

«Το παιδομάζωμα», 1874, Λάδι σε καμβά, 72 x 50 εκ.

Ο Γύζης έμελλε όχι μόνο να σπουδάσει στο Μόναχο, αλλά να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως ζωγράφος αλλά και ως καθηγητής, μετέπειτα, στη Σχολή του Μονάχου. Πάντα νοσταλγούσε την Ελλάδα, κάτι εύκολα ορατό και από τη θεματολογία του, αλλά σπανίως επέστρεφε για μεγάλα χρονικά διαστήματα καθώς τον αποθάρρυναν οι συνθήκες της χώρας. Ήταν μία εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, που ακόμα προσπαθούσε να δημιουργήσει τις δομές της ως νέο κράτος και σίγουρα η τέχνη δεν αποτελούσε προτεραιότητα ούτε του κρατικού μηχανισμού ούτε της πλειοψηφίας του λαού. 

«Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών», 1875, Λάδι σε καμβά, 103 x 155 εκ.

Σημαντικότατο γνώρισμα της ζωγραφικής του Γύζη είναι η εξαιρετικά βιρτουόζικη προσέγγιση των θεμάτων του, με ιδιαίτερη αίσθηση της λεπτομέρειας και συνθέσεις αρτιότατα σχεδιασμένες με έντονη ευαισθησία στους χρωματισμούς. Είναι έργα που ακολουθούν πιστά τις διδαχές της σχολής του στο Μόναχο, που ήταν ιδιαίτερα συντηρητική, στόχευε στην ανάδειξη ρομαντικών και ιστορικών ιδεωδών και είχε μεγάλη απήχηση στη γερμανική και ευρωπαϊκή κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά κάποιον τρόπο πρόκειται για την τελευταία «αναλαμπή» των παραδοσιακών «αναπαραστατικών» τεχνικών στη ζωγραφική πριν από την ολοκληρωτική επικράτηση του Μοντερνισμού, 3-4 δεκαετίες αργότερα.

«Τα ορφανά», 1871, Λάδι σε καμβά, 90 x 66

Ο Γύζης, όμως, δεν ακολουθούσε τη Σχολή του Μονάχου μόνο σε τεχνικό επίπεδο αλλά ασπάστηκε και τη θεματολογία που προωθούσε, με έντονες επιρροές από τον Ρομαντισμό και τον Νατουραλισμό, τα δύο κυρίαρχα κινήματα στις αρχές του 19ου αιώνα. Παράλληλα, όμως, τα έργα του φέρουν στοιχεία και από το Μπαρόκ, παρουσιάζοντας συχνά το δραματικό σκότος του Rembrandt και του Caravaggio, με αποτέλεσμα μια συχνά πιο μυστικιστική και επιβλητική ατμόσφαιρα.

«Το Τάμα», 1874, Λάδι σε καμβά, 107 x 158 εκ.

Με αυτά τα κυρίαρχα εργαλεία δόμησε ο Γύζης την πολύπλευρη εικαστική του παραγωγή, που ακολούθησε τόσο τις λαϊκές παραδόσεις της Ελλάδας, όσο και τους πομπώδεις μύθους και δοξασίες της Βόρειας Ευρώπης. Ήταν ένας καλλιτέχνης που πατούσε σε δύο παραδόσεις και ήταν αγαπητός και στους δύο λαούς, καθώς μπορεί οι Έλληνες να εκτίμησαν ιδιαίτερα τα έργα του, αλλά και οι Γερμανοί των χαρακτήρισαν ως «Γερμανικότερο των Γερμανών».

«Ο Θρίαμβος της Βαυαρίας», 1895 – 1899, Λάδι σε καμβά (προσχέδιο), 73 x 125 εκ.

Οι μύθοι και οι παραδόσεις παρουσιάζονται στα έργα του με έναν γοητευτικό μυστικισμό, όπου ο θεατής γίνεται μάρτυρας σκηνών συγκίνησης, πνευματικότητας και συναισθήματος. Το κρυφό σχολειό, ίσως το πιο γνωστό του έργο στην Ελλάδα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεματολογίας του. Ουσιαστικό θέμα δεν είναι η απλή απεικόνιση του ιερέα και των μαθητών, αλλά η ιερότητα της γνώσης και η σημασία της διάδοσής της ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. 

«Το Κρυφό Σχολειό», 1885 – 1886, Λάδι σε Καμβά, 58 x 73 εκ.

Με παρόμοιο τρόπο ο Γύζης προσωποποιεί έννοιες στην πορεία της δουλειάς του, από τη Δόξα και την Ιστορία μέχρι την ίδια την Τέχνη, έχοντας ως κύριο άξονα την ανάδειξή τους μέσα στην κοινωνία. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που συχνά συνδυάζει τα χριστιανικά του πιστεύω με τις αρχαιοελληνικές αναφορές του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, όταν οι μορφές του πατάνε με το ένα πόδι στους αγγέλους και με το άλλο στις μούσες. Αυτές οι προσωποποιημένες ιδέες έχουν χαρακτηριστικά αποκομμένα από την πραγματικότητα, μια απαστράπτουσα ψυχρή σοφία που αρμόζει σε έννοιες τόσο διαχρονικές και σημαντικές, έννοιες αδύνατον να παραλληλιστούν με έναν κοινό θνητό. Ο θνητός άνθρωπος στο έργο του Γύζη είναι όμως παρών και συνδιαλέγεται με αυτές τις έννοιες. Υπάρχει ως γλυκός και χαρούμενος άνθρωπος, καθημερινός και «εμποτισμένος» με τη σοφία της εμπειρίας, όχι τη σοφία της τελειότητας. Αυτός ο διάλογος μεταξύ του θείου και του γήινου είναι που διατρέχει τα έργα του καλλιτέχνη, αναδεικνύοντας έτσι τις κύριες πτυχές του κόσμου μας, την αντιληπτή και τη φαντασιακή.

«Ιστορία», 1892, Λάδι σε πάνελ
«Η Ψυχή του Καλλιτέχνη», 1893, έγχρωμο σκίτσο, 31 x 23,5 εκ.

Εντέλει, ο Γύζης αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο των παραστατικών ζωγράφων της Ελλάδας για αυτήν ακριβώς τη θεματολογία που έχει ιδιαίτερο βάθος όσο κάποιος την ανακαλύπτει και τη βιώνει. Είναι ένας παραστατικός ζωγράφος που πασχίζει να ξεφύγει από την παράσταση θεματικά και να προβάλλει ιδεώδη, στο πρότυπο κάποιων μεγάλων Ευρωπαίων ζωγράφων του παρελθόντος. Η τέχνη του, πάνω από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του το 1901, εξακολουθεί να αγγίζει και να αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας παγκόσμιος εικαστικός που δεν γνωρίζει σύνορα στην ακτινοβολία του.

«Ο ζαχαροπλάστης», 1898, Λάδι σε Καμβά, 127 x 100 εκ.
«Ιδού ο Νυμφίος», 1899 – 1900, Λάδι σε Καμβά, 200 x 200 εκ.
«Ο Θρίαμβος της Θρησκείας», 1895 – 1899, Λάδι σε Καμβά (προσχέδιο), 145 x 73 εκ.
2
Μοιράσου το