Ο Ταξιτζής, του Μάρτιν Σκορσέζε
To ημερολόγιο έγραφε 8 Φλεβέρη του 1976 όταν προσγειώθηκε στις αμερικάνικες αίθουσες μια ταινία που εξυψώθηκε σταδιακά σε πολιτισμικό σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη εποχή. «Ο Ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορσέζε μάς προσκαλεί σε ένα οδοιπορικό παράνοιας, όπου μια χαμένη ψυχή αναζητά ένα κάποιο αποκούμπι ομορφιάς, ηθικής και νοήματος. Πάνω απ’ όλα, όμως, αυτό που αναζητεί ο Travis Bickle είναι ο εξαγνισμός από τις προπατορικές αμαρτίες που τον βαραίνουν ερήμην του. Αν ανατρέξει κανείς, εξάλλου, στο έργο του Μάρτι, ο μπαμπούλας της αμαρτίας, ο φόβος της τιμωρίας, η απροσδιόριστη ενοχή ακόμη και κρίματα ξένα και δανεικά, είναι οι έννοιες που κυριαρχούν στο έργο του.
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο υποδύεται έναν αυτόκλητο τιμωρό, που αφήνει μια βουβή κραυγή αγωνίας, πασχίζοντας να αποδείξει στον εαυτό του πως υπάρχει λόγος και αιτία για να συνεχίσει να ζει. Η Νέα Υόρκη, ένας πολύβουος ναός της μοναξιάς και της αδιαφορίας, σε παρασέρνει σε μια άγρια νυχτερινή κατηφόρα χωρίς γυρισμό. Ας μην λησμονούμε πως βρισκόμαστε στην καρδιά των 70s, στη δεκαετία της απομάγευσης και των μαραμένων λουλουδιών. Η βία και η παράνοια καραδοκούν, φωλιάζουν στα αγριεμένα βλέμματα, στα υγρά πλακόστρωτα, στο βρόμικο και εξαθλιωμένο αστικό τοπίο.
Αυτός ο μοναχικός οδηγός, ένας βρικόλακας της μητρόπολης, με ψευδαισθήσεις μεγαλείου και σαλεμένα λογικά, γίνεται ο φορέας ενός εθνικού τραύματος (διόλου τυχαία είναι βετεράνος του Βιετνάμ) και μιας συλλογικής ματαίωσης. Και οχυρωμένος στο βασίλειό του, βουτά στο σκοτεινό υπογάστριο της πόλης, μακριά από τις καρτποσταλικές βιτρίνες, σε μια συνθήκη μόνιμου αντικατοπτρισμού, λες και η υπνοβασία έχει αντικαταστήσει μια για πάντα το όνειρο. “He’s a prophet and a pusher, partly truth, partly fiction—a walking contradiction“, όπως μας ενημερώνει και η ίδια η ταινία, εξάλλου. Αυτή ακριβώς η μεταχμιακή χροιά, που ακροβατεί ανάμεσα στην παραίσθηση και στην πραγματικότητα, είναι που χαρίζει στην ταινία ένα μεγαλοφυώς διφορούμενο φινάλε.
Η λύτρωση του Τράβις είναι αληθινή ή μήπως ένας επιθανάτιος ρόγχος, μια τελευταία αναλαμπή πριν το ατελείωτο σκοτάδι; Την ίδια στιγμή, η ηρωοποίησή του -είτε χειροπιαστή είτε αποκύημα μιας φαντασίωσης, δεν έχει σημασία- λειτουργεί ως ανελέητος σαρκασμός για μια κοινωνία που βασίζει τον ορισμό της περί ηθικής στην τυχαιότητα, χωρίς ποτέ να ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες. Την επόμενη φορά -διότι είναι κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι θα υπάρξει επόμενη φορά- ο Τράβις δεν θα είναι ο ουρανοκατέβατος ήρωας, αλλά ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός ολόκληρου τρόπου ζωής και μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας.
Τα γυρίσματα του “Taxi Driver” συνέπεσαν χρονικά με μια από τις μαύρες και άραχνες περιόδους στη σύγχρονη ιστορία της Νέας Υόρκης. Οι δημοτικές αρχές της πόλης, αλλά και η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, είχαν κηρύξει χρεοκοπία, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και μαγαζιά ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, η ανεργία και η εγκληματικότητα κάλπαζαν και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια παρατεταμμένη απεργία των σκουπιδιάρηδων και ένας εξοντωτικός καύσωνας είχαν μετατρέψει μεγάλο κομμάτι της πόλης σε δυστοπικό εφιάλτη.
Για να πετύχουν τη δέουσα ατμόσφαιρα στις σκηνές στο εσωτερικό του ταξί, ο Μάρτι και ο διευθυντής φωτογραφίας Μάικλ Τσάπμαν στριμώχνονταν στο πάτωμα του πίσω κάθισματος, την ίδια στιγμή που οι δύσμοιροι ηχολήπτες βρίσκονταν στο πορτ μπαγκάζ. Ο Σκορσέζε, φυσικά, δεν ήταν ο μόνος μανιακός με το κυνήγι της αυθεντικής ατμόσφαιρας. Ο Ντε Νίρο είχε ξεκινήσει την προετοιμασία του για τον ρόλο του Τράβις πολύ νωρίτερα, ενόσω γύριζε το 1900 του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Στα διαλείμματα των γυρισμάτων, πετούσε από τη Ρώμη στη Νέα Υόρκη (ακόμη και για ένα Σαββατοκύριακο!), έχοντας εν τω μεταξύ βγάλει άδεια οδήγησης ταξί, προκειμένου να περιπλανωθεί άσκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης και να μπει στο πετσί του ρόλου.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο σεναριογράφος της ταινίας Πολ Σρέιντερ άντλησε έμπνευση, μεταξύ άλλων, και από τις προσωπικές του εμπειρίες. Υποφέροντας από χρόνια αϋπνία, και λυγίζοντας από το βάρος ενός διαζυγίου, της οικονομικής ανέχειας και μιας καλπάζουσας κατάθλιψης, έπαιρνε τους δρόμους τις νύχτες για μήνες ολόκληρους, βρίσκοντας καταφύγιο μέχρι πρωίας στα πιο κακόφημα και βίαια καταγώγια της πόλης ή απλώς στο αμάξι του. .
Ο Ταξιτζής, του Μάρτιν Σκορσέζε
Διάρκεια: 113′
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine