Ο Τσέχωφ και το ελληνικό σχολείο
Τα βιογραφικά στοιχεία του Τσέχωφ είναι λίγο πολύ γνωστά για όσους ενδιαφέρονται για το έργο και την προσωπικότητά του. Γεννήθηκε στο Ταγκανρόγκ στα Νότια της Ρωσίας το 1860. Γιος βιοπαλαιστή μικροπαντοπώλη, ο Αντόν ήταν υποχρεωμένος να βοηθάει στο μαγαζί του πατέρα του, ο οποίος ήταν άνθρωπος στενών αντιλήψεων, αρκετά θρησκόληπτος. Ο πληθυσμός της πόλης ήταν ένα κράμα Ρώσων, Ιταλών, Γερμανών, μερικών Βρετανών και Ελλήνων. Η ελληνική παρουσία ήταν αρκετά ισχυρή οικονομικά, καθώς εκπροσωπούνταν, ως επί το πλείστον, από πλούσιους εισαγωγείς και επιχειρηματίες που ασχολούνταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Εκεί δραστηριοποιούνταν οι μεγάλες εταιρείες του Βαλλιάνου, του Σκαραμαγκά, του Κοντογιαννάκη και άλλες. Οι «μαικήνες» αυτοί μπορεί να μην είχαν ιδιαίτερη μόρφωση αλλά απασχολούσαν πολύ προσωπικό. Το μόνο προσόν που έπρεπε να κατέχει κανείς για να εξασφαλίσει μια θέση στα γραφεία των παραπάνω εταιρειών ήταν να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. Ο πατέρας του Αντόν Τσέχωφ, λοιπόν, αποφάσισε να τον στείλει μαζί με τον αδερφό του στο ελληνικό σχολείο, παρά τις αντιρρήσεις της συζύγου του, Ευγενίας. Και εδώ ξεκινάει μια αρκετά αστεία ιστορία, όχι ιδιαιτέρως γνωστή στο κοινό, για τα παιδικά χρόνια του μικρού Αντόν στο ελληνικό σχολείο, τα ευτράπελα και τις δυσκολίες που συνάντησε. Ο αδερφός του, Αλεξέι, μας δίνει την παρακάτω περιγραφή:
Στην ελληνική οδό του Ταγκανρόγκ υπήρχε η ελληνική εκκλησία με τα οικήματα των ιερέων και ένα σχολείο που έφερε την ονομασία «Ενοριακό Σχολείο επί του Ναού του Βασιλέως Κωνσταντίνου». Στο σχολείο αυτό, που συντηρούνταν από τις χορηγίες των πλουσιοτέρων, φοιτούσαν αποκλειστικά παιδιά Ελλήνων. Αποτελούνταν από πέντε τάξεις και μία προπαρασκευαστική, όπου τα παιδιά έρχονταν σε μια πρώτη επαφή με το αλφάβητο. Οι τάξεις αυτές συνωστίζονταν σε μία και μόνο αίθουσα που διέθετε το σχολείο και διδάσκονταν από έναν και μόνο δάσκαλο, τον Κεφαλλονίτη Νικόλαο Βουτσινά. [...] Σε μια μεγάλη αίθουσα υπήρχαν πέντε σειρές θρανίων. Στην αρχή κάθε σειράς υψωνόταν ένα μαύρος στύλος που στην κορυφή του έφερε μια μαύρη πινακίδα με λατινικούς αριθμούς από το Ι έως το V. Αυτές ήταν οι τάξεις. Η διδασκαλία διεξαγόταν για κάθε τάξη χωριστά. Αν όμως, για οποιονδήποτε λόγο, σε κάποια τάξη υπήρχε έλλειψη χώρου, τότε ο δάσκαλος χωρίς δισταγμό μετέφερε τους μαθητές σε άλλες τάξεις που είχαν περισσότερο χώρο! Τα δύσκολα προβλήματα της διδασκαλίας τα έλυνε ο Βουτσινάς με τον πιο εύκολο τρόπο: μην κάνοντας τίποτα άλλο από το να τιμωρεί τους μαθητές. Σ’ αυτό συνοψιζόταν η διδακτική του μέθοδος. Σήμερα θα ήταν απολύτως αδιανόητη η ύπαρξη ενός τέτοιου ιδρύματος, τότε όμως όχι μόνον ήταν δυνατή, αλλά θεωρούνταν και πολύ φυσιολογική. Οι ναυτικοί έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο αυτό, όχι τόσο για να εμπλουτίσουν το μυαλό τους με γνώσεις, αλλά για να μην τους ενοχλούν στο σπίτι με τις αταξίες τους! Μονάχα άνθρωποι αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι το παιδί τους θα μάθαινε το παραμικρό εκεί! Στους αφελείς αυτούς συγκαταλεγόταν και ο Πάβελ Γιεγκόροβιτς, που μη γνωρίζοντας το παραμικρό για τη γλώσσα, το πρόγραμμα, τους κανονισμούς και την εσωτερική ασχήμια της ζωής του σχολείου αυτού, πίστευε ανοήτως ότι, αν ο γιος του μάθαινε την ελληνική γλώσσα –έστω αρκετά ώστε να παπαγαλίζει κάποια μυστηριώδη ελληνική σύνταξη-, θα άνοιγε διάπλατα ο δρόμος για το μαγικό γραφείο του Βαλλιάνου ή του Κοντογιαννάκη –σαν μια άλλη Γη της Επαγγελίας!
Οι μικροί Αντόν και Αλεξέι ήταν οι μόνοι μη ελληνικής καταγωγής μαθητές του σχολείου και όπως ήταν φυσικό αντιμετώπισαν τις περισσότερες δυσκολίες με τη γλώσσα, κυρίως όσον αφορά στην προφορά: «Βάλε τη γλώσσα σου πάνω στο δόντια σου και πες «θήτα»…, έλεγε στους μαθητές με τα σπαστά του ρωσικά ο Βουτσινάς».
Όσο και να προσπαθούσε ο Τσέχωφ να δαμάσει την ελληνική προφορά, δεν έβγαινε τίποτα. Οι αδελφοί Τσέχωφ πέρασαν αρκετούς μήνες ολότελα παρατημένοι από τον δάσκαλο, να τα βγάζουν πέρα όπως-όπως μόνοι τους. Στο σχολείο ήταν πάντα συνεπείς, αλλά ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου της χρονιάς δεν είχαν προχωρήσει πέρα από την ανάγνωση απλών συλλαβών. Στο διάστημα αυτό έτυχε να πάει μία φορά στο σχολείο ο πατέρας τους, για να ενημερωθεί για την πρόοδο των γιων του: «Ω οι γιοι σας καλό, πολύ καλό ματαίνουν! Τον διαβεβαίωσε ο δάσκαλος». Μη γνωρίζοντας γρυ ελληνικά, ο Πάβελ πίστεψε στα λόγια του δασκάλου και έφυγε για το σπίτι του απόλυτα ήσυχος και ικανοποιημένος!
Ας μεταφερθούμε τώρα αρκετά χρόνια αργότερα, στην τελευταία και άκρως χαρακτηριστική σκηνή μεταξύ των δύο αδερφών που μας αφηγείται ο Αλεξέι. Ο Αντόν Τσέχωφ ζει πλέον στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της φυματίωσης που είχε εκδηλωθεί χρόνια πριν, γεγονός που τον κρατά μακριά από την πνευματική ζωή της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης. Αφηγείται, λοιπόν, ο αδερφός του:
Λίγο πριν τον θάνατο του Αντόν, βρισκόμουν στη Γιάλτα και καθόμουν στο γραφείο του. Μιλούσαμε για πολλά πράγματα και παρεμπιπτόντως θυμηθήκαμε και τα παλιά. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, έφεραν την αλληλογραφία- ογκώδη δέσμη εφημερίδων, βιβλίων και επιστολών. Αφήνοντας κατά μέρος τις εφημερίδες, ο Αντόν άρχισε να επεξεργάζεται τα βιβλία που του είχαν στείλει και ανοίγοντας ένα από αυτά γέλασε με το χαρακτηριστικό και ήσυχο γέλιο του.
-Ιδού! Με μετέφρασαν και στα ελληνικά, ο εκδότης έστειλε το βιβλίο. Φαίνεται πως έβαλαν και τη βιογραφία μου. Για κοίταξε, τι γράφεται για μένα Αλεξέι... Εσύ ακόμη θυμάσαι τα ελληνικά.
Ήδη, διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές της βιογραφίας του, γέλασε ξανά. Ανέφεραν ότι ο Αντόν Τσέχωφ προέρχεται από μια εξέχουσα, πνευματική οικογένεια και ο πατέρας του διετέλεσε ψάλτης!
-Εσύ, ωστόσο, παρά τα χρόνια σου, θυμάσαι ακόμη την ελληνική γλώσσα, είπε αυτός.
- Αντιθέτως, εγώ καθόλου δεν την ξέρω, παρόλο που και εγώ κάποτε φοίτησα στο ελληνικό σχολείο. Δεν μ’ αρέσει να το θυμάμαι. Πολύ είχε χαλάσει τις χαρές της παιδικής μου ηλικίας. Άραγε να ζει ακόμη ο Βουτσινάς;
Η συζήτηση προχώρησε σιγά-σιγά στις αναμνήσεις μας… Και αυτή ήταν μία από τις τελευταίες συζητήσεις μας στη Γιάλτα.
Ο Αντόν Τσέχωφ ή «Αντόσα Τσεχοντέ» ή «Αδερφός του αδερφού μου» όπως συνήθιζε να υπογράφει τα πρώτα χρόνια, είναι, αναμφισβήτητα, ένας από τους κορυφαίους Ρώσους θεατρικούς συγγραφείς με έργα που έμειναν στην ιστορία, όπως «Ο γλάρος», «Οι τρεις αδερφές» και ο ύστερός του «Βυσσινόκηπος», αλλά και ο εξοχότερος από τους σύγχρονους διηγηματογράφους, εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μέσα από τα έργα του, που απεικονίζουν κυρίως τη θλίψη και τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων με τις αδυναμίες και τα πάθη τους, τους ανολοκλήρωτους πόθους και τον χρόνο που τα διαβρώνει όλα, μας δείχνει έναν κόσμο που ολοένα και χάνεται, πεθαίνει. Παρ’ όλα αυτά με το λεπτό του χιούμορ και τη συμπάθεια που δείχνει στους ήρωές του, διαβλέπει την ελπίδα, βλέπει ένα φως στο τέλος του τούνελ.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας αφηγείται στο φινάλε του πιο ρομαντικού, ίσως, διηγήματός του «Η κυρία με το σκυλάκι»:
Και φαινόταν, ότι ακόμα λίγο και η λύση θα βρεθεί, και τότε θα αρχίσει μια καινούρια, καταπληκτική ζωή. Και ήταν ολοφάνερο και για τους δυο ότι το τέλος ήταν ακόμη μακριά, πολύ μακριά, και ότι το πιο πολύπλοκο, το πιο δύσκολο μόλις άρχιζε…
Content Sources
Абрамова Н.С., Вебер Г.С., Тишина З.В. 'Из школьных лет Антона Чехова' – Москва: Детгиз, 1962 (http://apchekhov.ru/books/item/f00/s00/z0000014/st007.shtml)