Old Records Never Die: Ένα δισκοπότηρο φτιαγμένο από βινύλιο
Σε μια πρόσφατη βόλτα στα στενάκια της κακόφημης Helvetiaplatz στο κέντρο της Ζυρίχης (αλήθεια, έχουν και οι Ελβετοί τέτοιες γειτονιές), η αναζήτηση για βινύλια έφερε μαζί και ένα βιβλιοδεμένο παραμύθι. Αν εξαιρέσουμε ότι κυκλοφόρησε το 2016, και ότι αντικείμενο του πόθου δεν είναι μια λυγερόκορμη, φυλακισμένη πριγκίπισσα, αυτό που έγραψε ο Eric Spitznagel δεν διαφέρει σε τίποτα από κάτι που θα μας διάβαζε η γιαγιά μας.
Το “Old Records Never Die” έχει το ασχημότερο εξώφυλλο που έχω δει στη ζωή μου. Γνωρίζοντας όμως μέσα από τις σελίδες του τον συγγραφέα, γίνεται κατανοητό ότι υπάρχει μια συνάφεια στην αισθητική. Οι πολυκαιρισμένοι δίσκοι, με τα ατελείωτα γδαρσίματα, γρατζουνιές και σκόνες, είναι το Ιερό Δισκοπότηρο σε αυτή την επική αναζήτηση.
Όταν ο νεαρός Eric αποφάσισε να ξεφορτωθεί τα βινύλια και το πικάπ που τον συντρόφευαν στην εφηβεία, ήταν μια συνειδητή απόφαση ενήλικης ζωής. Οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει, και όπως κάθε υπεύθυνος σύντροφος και γονιός είχε σημαντικότερα πράγματα να φροντίσει. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ξεπούλησε λοιπόν τη συλλογή του σε διάφορα μαγαζιά του Σικάγο και άφησε πίσω το παρελθόν. Όχι φυσικά την αγάπη για τη μουσική· είχε τα CD και το iPod του να τον συντροφεύουν. Τα ογκώδη και φθαρμένα βινύλια, όμως, έπρεπε να φύγουν.
Αλλά ύστερα η μοίρα έφερε τον Questlove στον δρόμο του. Ο Spitznagel, στην καριέρα του ως δημοσιογράφος της ποπ κουλτούρας σε περιοδικά όπως τα: Rolling Stone, Vanity Fair, Men's Health και Esquire, έχει πάρει εκατοντάδες συνεντεύξεις. Αυτή όμως με τον drummer των The Roots του άλλαξε τη ζωή. Βλέπεις, ο Questlove έχει κρατήσει όλους τους δίσκους του. Από το πρώτο 45άρι που αγόρασε πιτσιρικάς μέχρι τον τελευταίο που προστέθηκε στη συλλογή των (για την ώρα) 70,000 βινυλίων, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να αποχωριστεί ούτε έναν από αυτούς. Διότι, όταν πρόκειται για βινύλιο, δεν έχει σημασία μόνο η μουσική που παίζει, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο.
Εδώ ήταν το σημείο που έγινε το κλικ για τον Eric, και άλλαξαν τα πάντα. Συνειδητοποίησε ότι αυτό που έκανε τη σχέση του με τη μουσική ξεχωριστή δεν ήταν απλώς οι νότες, αλλά και εκείνο το κομμάτι από πλαστικό πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένες. Μαζί με κάθε του σημάδι, κάθε γρατζουνιά στην οποία αναπηδούσε η βελόνα, εκείνο το τηλέφωνο που του είχε γράψει η πρώτη του αγάπη πάνω στο εξώφυλλο του “Slippery When Wet” των Bon Jovi, το σκισμένο αυτοκόλλητο στο “Transformer” του Lou Reed και όλα εκείνα τα μικροπράγματα που έκαναν τους δικούς του δίσκους να ξεχωρίζουν.
Αυτός ήταν ο δρόμος που είδε να ανοίγεται μπροστά του. Κι έβαλε σκοπό να αναζητήσει και να αγοράσει ξανά όλα τα albums που άφησε να φύγουν. Όχι απλώς τους ίδιους τίτλους σε κάποια επανέκδοση, αλλά τους δικούς του δίσκους, αυτούς που είχε κάποτε πουλήσει. Η αποστολή του τον φέρνει σε αμέτρητα δισκάδικα της ευρύτερης περιοχής, να ψάχνει χιλιάδες ράφια στα τμήματα μεταχειρισμένων και, όπως ήταν αναμενόμενο, σε μια βαθιά, ενδοσκοπική επαφή με το παρελθόν.
Η ματιά του ώριμου πια Eric στα γεγονότα της νιότης του είναι απολαυστική. Καθώς ο άλλοτε δυνατός δεσμός με πρόσωπα και τα συναισθήματα παραμένουν αναλλοίωτα, η σύγκρουση με το παρόν είναι αναπόφευκτη.
Καταφέρνει άραγε να τα συγκεντρώσει όλα; Δεν ξέρω, δεν το έχω τελειώσει ακόμα. Ίσως όμως να μην έχει και τόση σημασία. Επειδή, για μένα, αυτό το ταξίδι άγγιξε πολλές χορδές. Για εκείνα που στο παρελθόν επιτρέψαμε να χαθούν, για τις κινήσεις που θα καθορίσουν το μέλλον, για την άνιση μάχη να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ενήλικη οικογενειακή ζωή και το πάθος για την τέχνη και την ελευθερία, για τις αγάπες που ψάχνουν να βρουν τη θέση τους σε μια ψυχοσύνθεση ακόμα ρευστή.
Υποθέτω πως κάτι ανάλογο θα βιώσει ο καθένας που θα περιηγηθεί στις σελίδες του “Old Records Never Die”. Ή ανάμεσα στα αυλάκια του αγαπημένου του δίσκου. Αφού, εντέλει, δεν έχει και τόση διαφορά.