Ομόνοια 1980, του Γιώργου Ιωάννου
Το 1985, απροσδόκητα ο Θεσσαλονικεύς Γιώργος Ιωάννου εγκαταλείπει κάθε του προσπάθεια. Ταξιδεύει προς την αχειροποίητη αρχιτεκτονική των αιωνίων μονών, έτσι απροσδόκητα, αφήνοντας ένα από τα μεγάλα κενά της λογοτεχνίας μας. Στην καρδιά του κοιμούνται οι αγαπημένες πολιτείες. Αθήνα και Θεσσαλονίκη, βωμοί και εστίες του Ιωάννου, συντεταγμένες μιας σχεδόν βιωματικής μελέτης και προσηλωμένης αφοσίωσης οι δυο πόλεις θα φιλοξενήσουν τον επιστημονικό και ερευνητικό του χαρακτήρα. Ένας διαβάτης γεμάτος ενδιαφέρον για την πραγματικότητα που ελίσσεται μες στα μεγάλα χωνευτήρια της νεοελληνικής εποποιίας, θέατρα της κακοπαιγμένης, μεταπολιτευτικής επιθεώρησης με τις ατέλειωτες σκηνές. Τον ερεθίζουν οι απουσίες, βαδίζει στα χνάρια τους, ανασηκώνει το πέπλο της λήθης κοιτάζοντας βαθύτερα μες στην ψυχή μας. Η ματιά του παραμένει ανθρωποκεντρική, δίχως να κρύβεται πίσω από την συγγραφική αμηχανία που προκαλείται όταν κανείς αντιπαραβάλλει την πραγματικότητα με το όνειρο της τέχνης του. Θυμίζει πλήρωμα από την αναπαράσταση μιας αδιέξοδης εκστρατείας, διά χειρός Εγγονόπουλου.
Σιωπηρός μαθητής του Χριστιανόπουλου, συνομιλητής των ερωτικότερων διηγηματογράφων, ρεαλιστής ως το ακρότατο όριο της εσωτερικής του ποίησης, στοχαστικός και περίκλειστος, σαν τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου συγγενεύει με τόσες λογοτεχνικές σημασίες και, όμως, ως σήμερα, κατορθώνει να κρατά την ταυτότητά του αναλλοίωτη. Ολόκληρο το έργο του καλά κρυμμένο μες στην σαρκοφάγο, γεμάτο με την χάρη της θάλασσας. Με σπλάχνα ηλεκτρισμένα που ποτέ δεν ησυχάζουν, ταξιδεύει όπως οι θαμπές μποτίλιες των ωκεανών φυλάσσοντας το απεγνωσμένο μήνυμα. Δεν θα ΄ταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως ο Ιωάννου αρθρώνει μια άλλη πτυχή της σύγχρονης μυθολογίας μας, συνδυάζοντας την γνώση και το αίσθημα ενός αριστοκράτη του πνεύματος, ενός ιδιότυπου Αργοναύτη, χαμένου πια στην λήθη της αθηναϊκής εποποιίας που ξεφυλλίζει το όνειρο εξαργυρώνοντας είκοσι αιώνες ακουμπισμένους πάνω στις πλάκες των πεζοδρομίων της. Αυτή που πληγωμένη σηματοδοτεί τώρα πια μονάχα ένα είδος ευλογημένης γενικότητας, ένα πλαίσιο στενότερο, λιγότερο ανθρώπινο, προορισμένο να πολεμήσει το αβέβαιο και το πεπλανημένο, εκείνο που παραστέκει τις βιογραφίες μας, τις μάταιες ελπίδες, τις κοσμικές μας φροντίδες. Το είδος του κρυφού μας πάθους προς το οποίο τείνουν όλες οι τέχνες της καρδιάς μας. Στις πολιτείες του Ιωάννου, ανάμεσα στα σπίτια που γκρεμίζονται και τις πλατείες που αλλάζουν θέση μαζί με τις ζωές, κατοικούν ακόμη νύμφες και πλάσματα οξύφωνα. Το δικό τους χρονικό τραγουδά ο Γ. Ιωάννου, σαν φεγγάρι τους συντρέχει.
Η «Ομόνοια 1980», έργο του 1988 που συνδυάζει τις λήψεις του φωτογράφου Ανδρέα Μπέλια και τα πυκνότατα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, συνιστά, για αυτό το σημείωμα, ένα εκ των πλέον αιρετικών, λογοτεχνικών έργων. Ο Borges λέει πως παρόμοιες αποκαλύψεις μπορούν να σταθούν ως αυτούσια, αισθητικά γεγονότα. Δίχως την αμηχανία της εποχής της, με την τέχνη του Ιωάννου που κινείται έξω και πέρα από τα ηθικά και λοιπά χρέη, η κινηματογραφική «Ομόνοια» εκπληρώνει ένα ακέραιο φαινόμενο, ποιητικότατο, γεμάτο υπαινιγμούς. Αποδίδει γλαφυρά με όρους πραγματικότητας αυτόν τον ομφαλό της μοντέρνας Ελλάδας. Στον πάτο αυτού του κέντρου που φιλοξένησε κοπάδια ολόκληρα μετοίκων αντικατοπτρίζεται για πάντα το αντιπροσωπευτικότερο κομμάτι της πολιτείας. Οι μικροί και οι μεγάλοι στα πέριξ δρόμοι, όλες οι κατευθύνσεις και τα αδιέξοδα που γίνονται τα μελλοντικά μας άφθαρτα, αφηγούνται με αλησμόνητη ευφράδεια την ολόχρυση αιωνιότητα του αγοραίου πνεύματος αυτής της ξεχωριστής πλατείας.
Η «Ομόνοια 1980» καδράρει μορφές ονειροπαρμένες, αφοσιωμένες ποιος ξέρει σε τι έρωτες, σε τι τέλματα. Δεν διαθέτει περιτύλιγμα και ύφος περιποιητικό παρά μόνο το βαρύτατο αίσθημα της νιότης που λερώνεται και φθείρεται και υποκλίνεται στο επίκαιρο, κοινωνικό δράμα. Σε αυτό το αθηναϊκό εγχειρίδιο, σε αυτήν την σαρκοφάγο που κλείνει μέσα της μνήμες προσωπικές αλλά και την μαρτυρία της συλλογικής ψυχής, το κυρίαρχο στυλ δεν είναι άλλο έξω από τον άνθρωπο. Οι συνοικίες παράγουν τους ανθρώπους και η «Ομόνοια» διαθέτει το δικό της σπάνιο είδος που απέχει πολύ από όσα ποτέ μας υποσχέθηκαν οι μαρτυρίες. Εδώ δεν ευδοκιμούν οι θεωρίες, εδώ το κράτος και η βία του Αισχύλου και ακόμη η βρώμικη πράξη. Αυτή είναι η «Ομόνοια» του Γιώργου Ιωάννου, μια γενναία αντανάκλαση της αχρύσωτης πραγματικότητας. Πιο πέρα η ιδέα ψυχορραγεί καθώς το κράμα του κόσμου μεταποιείται, ανελίσσεται, εκπνέει και συντρίβεται και ξανανιώνει, κάτω από τα χνάρια ενός τρελού και ανώνυμου στρατού.
Ο Νίκος Καρούζος έγραψε κάποτε πως ο ταπεινός μοιράζεται τον ήλιο και δεν θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει πληρέστερα, εκφραστικότερα αυτό το είδος της ενδημικής θλίψης που υδατογραφεί την «Ομόνοια», σαράντα χρόνια τώρα, μια φίνα μελαγχολία. «Και αν είναι ο χρόνος χιόνι αγαπητέ ποιητή» (Νίκος Καρούζος, «Χριστούγεννα του Σταλαγμίτη»), συνεχίζει ο Καρούζος, η «Ομόνοια» υπόκειται διαρκώς στις μεταβολές της ιστορίας που ισοπεδώνει το λειτούργημα της τέχνης, αφήνοντας ραγισματιές ώχρας για τους ταλαντούχους, για εκείνους που κρατούν προσηλωμένο το βλέμμα τους στην τραγωδία που πάντα φτάνει. Η «Ομόνοια» του Γιώργου Ιωάννου που κυκλοφόρησε πριν από χρόνια από τις εκδόσεις του Κέδρου παραμένει υποκείμενη στο καθαρό ένστικτο του δημιουργού. Λόγος και συναίσθημα και προσωπογραφίες στα πρότυπα του Φαγιούμ. Και η μυστική πρόθεση του έρωτα που δεν είναι τίποτε λιγότερο από ανταρσία και πόθος για την ελευθερία.
Ξημέρωνε στα Χαυτεία. Ξυπνούσαν τα αδέσποτα και μες στα εργαστήρια δούλευαν οι βραδινές βάρδιες τις τελευταίες λεπτομέρειες της παραγωγής. Κάθε τόσο κάποιος περαστικός, με την βαθιά συλλογή της ψυχής του χανόταν στις στοές της οδού Αθηνάς. Σε λίγη ώρα το πλήθος θα έχει κατακλύσει τους δρόμους και την αγορά, γυρεύοντας, πουλώντας, πεθαίνοντας. Μες στους κόλπους αυτή της οργιαστική θρησκείας, της δίχως θεό και πίστη, καμιά γέφυρα δεν αντέχει και όλα τρέμουν πίσω από τα πέταλα της βροχής που πέφτει ραγδαία και ξαφνική. Ένας ανάμεσα στο ωραίο και ανυπόφορο σύνολο, μια βιογραφία που τώρα πια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις πέτρες, τα πουλιά και τα σονέτα και τις κινητές γεωγραφίες μιας πολιτείας σε ατέλειωτη μαρμαρυγή, περνά από την οδό Αιόλου και χάνεται.
Θέλεις από έρωτα, θέλεις από ανάγκη για το μοίρασμα, ο Γιώργος Ιωάννου ζει κάτω από ντροπιασμένους φωτισμούς και όρους αιωνιότητας δίχως άλλα δεκανίκια έξω από το συγγραφικό του ταλέντο. Είναι αυτό ο άνθρωπος που χάθηκε πρωτύτερα. Η δική του Ομόνοια ίσως να μην υπάρχει πια. Ωστόσο όλοι εκείνοι οι καθεδρικοί που γυρεύουν τον έρωτα, που κρύβουν με επιμέλεια κάποιο μυστικό, αυτοί οι άνθρωποι του χθες που ξαναζούν στον άνθρωπο του σήμερα, στέκουν και μας χαιρετούν ποζάρουν δίχως μεταφυσική, αδιάκοπα γυρεύοντας το μερίδιο της ευτυχίας που δίχως αμφιβολία, τους αναλογεί. Οι μορφές του Α. Μπέλια που περιλαμβάνονται στην έκδοση του Κέδρου δεν έχουν ανάγκη την επιδοκιμασία του αναγνώστη ή του κριτικού. Μας αφοπλίζουν πολύ πριν συμβούν όλα αυτά. Ο χρόνος και το ταλέντο του Γιώργου Ιωάννου αρκεί για να τους αναδείξει με την λαμπρή τους αθωότητα ακόμη εκεί, παρούσα, ενεργή, σχεδόν κλασσική πια.
Ομόνοια 1980, του Γιώργου Ιωάννου
Εκδόσεις Κέδρος
σελ. 144