Ώρες κοινής ανησυχίας της Μαίρης Κόντζογλου
Είναι κάτι ώρες: Σημείωμα για το βιβλίο «Ώρες κοινής ανησυχίας» της Μαίρης Κόντζογλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πάνε και αυτές, περάσανε. Και εμείς, πνιγμένοι μες στις υποχρεώσεις και τον χρόνο που κυλά, τις ξεχάσαμε. Καινούριοι κίνδυνοι μας περιμένουν, αδοκίμαστες αγωνίες θα σταθούν εμπόδια που θα σαρώσει τελικά η ζωή. Με απώλειες, με συντριβή θα προχωρούμε, με τρομερές ειδήσεις για τον κόσμο που τρέμει, για τη ζωή μας που τρέμει, για το εφήμερο όλων όσων λογαριάσαμε ως βεβαιότητες μας. Οι ώρες όμως της κοινής ανησυχίας θα στέκουν πάντα εκεί, όταν η απειλή μοιάζει αληθινή και όταν κινδυνεύουν να γκρεμιστούν όσα αγαπήσαμε. Κάτι ώρες τραγικές που δεν ζητούν τίποτε από εμάς και ξέρουν να μας επιβάλλονται. Τότε σε κάθε καρδιά ακούγεται ο ίδιος, ετοιμόρροπος χτύπος και οι ζωές μας μπλέκουν στην ίδια συχνότητα. Είναι κάτι ώρες που όλα τα ανατρέπουν, κάτι ώρες που όλα τα ζητούν από εμάς και όλα τα παίρνουν. Ώρες κοινής ανησυχίας δίχως το θεατρινίστικο το μακιγιάζ ετούτου του λογικού καιρού. Η θέση μας, τότε ταυτίζεται, πάει να πει τα πράγματα τ’αντικρίζουμε με έναν αδιαμφισβήτητο ρεαλισμό. Και οι ιστορίες μας, τότε αποκτούν μια προστιθέμενη αξία, επειδή είναι μπολιασμένες από την ατμόσφαιρα μιας εποχής.
Ιστορίες, σαν αυτές που φιλοξενεί μια από τις εκδόσεις του Μεταιχμίου, καμωμένη από μια σκοτεινή στιγμή αυτού εδώ του εφηβικού ακόμη αιώνα. Η Μαίρη Κόντζογλου καταθέτει τις «Ώρες κοινής ανησυχίας», βρίσκοντας την ευκαιρία με τρεις μόνο λέξεις και μια παράφραση της πραγματικότητας να βρει μια λεζάντα για την εποχή της πανδημίας. Για εκείνους τους εαυτούς μας κρυμμένους πίσω από τις μάσκες, τους τρομαγμένους, εκείνους τους εαυτούς που έπαψαν να έχουν σώμα. Για τους εαυτούς μας, τους καρφωμένους στους τηλεοπτικούς δέκτες, καθώς ειδικοί λοιμοξιωλόγοι ερμηνεύουν τα φοβερά μεγέθη. Θάνατοι, νοσηλείες, θάνατοι πάλι, ελπίδες που αφήνουν μόνο υπαινιγμούς για το τέλος αυτής της ιστορίας. Και ο κόσμος λουσμένος στο αντισηπτικό του να μετράει αντίστροφα για το τέλος της απειλής που φαντάζει ασύμμετρη και αμφισβητεί με ευθύτητα κάθε προοπτική.
Και εμείς μες στις ζωές μας στριμωγμένοι, στα αστικά μας τα διαμερίσματα που γκρεμίζονται με ένα φύσημα του ανέμου. Και εμείς, κλεισμένοι με τους φόβους και τους πανικούς μας, να στήνουμε από την αρχή έναν απομακρυσμένο βίο στα βάθη της κουζίνας. Τώρα έχουμε του κόσμου τον χρόνο για να γνωριστούμε από την αρχή, για να φοβηθούμε από την αρχή, να ερωτευτούμε, να χωρίσουμε και ίσως, αν είμαστε τυχεροί, έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου για να γεράσουμε. Το σαλόνι έγινε ο κόσμος μας, στους διαδρόμους τα λέμε από την αρχή με τους προγόνους και τους παλιούς τους πεθαμένους. Η θεία και ο θείος, η γιαγιά και ο παππούς, που έχουν πια χαθεί και δεν μπορούν να νιώσουν τον φόβο μες στις καρδιές μας, τα δεδομένα μας που με κάθε τρόπο αμφισβητούνται.
«Δυο νέοι που ψάχνουν μόνο την αγάπη, ένας τηγανισμένος – στην κυριολεξία όμως – σατράπης σύζυγος, μιας συνταξιούχος καθηγήτρια που δεν έχει τραγουδήσει ποτέ, ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα που δεν θα πάρουν ποτέ το δηλητήριο γιατί το πίνουν κάθε μέρα», γράφει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του Μεταιχμίου που ήρθε απόψε για να μου θυμίσει τόσα. Ανθρώπους που χάσαμε, φίλους που ξεχάσαμε, αγκαλιές που δεν κάναμε, φιλιά που δεν δώσαμε, όλα βρίσκουν μια θέση μες στις ιστορίες της Μαίρης Κόντζογλου. Με σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες, η συγγραφέας με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα από το 2008 καταθέτοντας με τις «Ώρες» της, κάτι «μικρές ιστορίες εγκλεισμού και άλλων δεινών». Και η πραγματικότητα που μας πλήγωσε βρίσκει μια διέξοδο στη λογοτεχνία που γράφεται με τη γλώσσα την καθημερινή. Ιστορίες σαν τα αναμμένα παράθυρα των πολυκατοικιών που δανείζουν κάτι από την αστική τους γοητεία κάτω από την καλλιτεχνική επιμέλεια του Φώτη Πεχλιβανίδη. Φέγγουν για λίγο μες στις σελίδες της έκδοσης και έπειτα σωπαίνουν παραμένοντας κλειδωμένες στον χρόνο που θα ανήκουν για πάντα. Αστείες και πικρές, ηρωικές ή πένθιμες δουλεμένες μες στο εργαστήρι της εποχής τους, λαϊκές δίχως τίποτε το ένδοξο, όμως ανθρώπινες βαθιά. Να καθρεφτίζουν μια εποχή, μια ζωή που ζήσαμε έστω και πρόσκαιρα, μια ατέλειωτη εποχή που εγκαταλείψαμε δίχως συζήτηση. Κάποτε θα επιστρέψουμε σε εκείνη για να βρούμε ξανά τη θέση από την οποία σταθήκαμε στο ύψος της ανάγκης μας. Κάποτε θα θυμηθούμε τη σιωπή των μητροπόλεων που αντίκρισαν μια απεριόριστη, αχαρτογράφητη έκταση κακού και όψη αλλάξανε. Και είναι αμέτρητη αυτή η απόσταση, ο κόπος και ο πόνος αμέτρητος, τα σημάδια και τα σχέδια που ματαιώθηκαν. Σαν κάτι να άλλαξε από τότε, σαν τάχα να φάνηκε ξανά ο παλιός εκείνος νόμος, ο κτηνώδης και ο αποτρόπαιος. Ένας νόμος που επιβαλλόταν, σαν θάνατος. Μια πατρίδα ξαναβρίσκαμε, κάτι γνώριμο και οικείο σε αυτόν τον θάνατο που μας διδάσκει από την αρχή για το παιχνίδι της ζωής, για το εφήμερο και το φευγαλέο μας που τρέμει. Μια κιτρινωπή σκοτεινιά πέφτει παντού στην πόλη και είναι οι ιστορίες που μας παρηγορούν και ησυχάζουν κάπως τη θλίψη μας σαν βρίσκουν μια στέγη κοινή μες στις σελίδες της έκδοσης του Μεταιχμίου και μπαίνουν στη σειρά για να τραγουδήσουν.
«Ώρες κοινής ανησυχίας», της Μαίρης Κόντζογλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ιστορίες που μας διδάσκουν διακριτικά από την αρχή ένα μάθημα κρυφής τιμής και ονείρου, αδελφοσύνης για εκείνο που δεν γνωρίζουμε, για την ομορφιά που θάλλει μες στα σκοτάδια. Και αν ξεχνούμε, υπάρχουν άνθρωποι που δεν λησμονούν, συγγραφείς και ποιητές, από εκείνους που κρατούν μες στην ντουλάπα τους το τσαλακωμένο ρούχο εκείνης της παλιάς μας ζωής. Για λίγο εκείνη η φοβερή εποχή ζητάει να ξαναζήσει και να μας τρομάξει με το άγριο το πρόσωπό της.
Ώρες κοινής ανησυχίας, της Μαίρης Κόντζογλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 216