Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ό,τι μου κάνει Κέφι, του George Orwell

cover-oti-mou-kanei-kefi-tou-george-orwell

Till truth obeyed his call*: Σημείωμα για την συλλογή δοκιμίων με τίτλο «Ό,τι μου κάνει Κέφι, Δοκίμια για την Λογοτεχνία και για την Πολιτική» του George Orwell σε μετάφραση Οδυσσέα Πάππου και επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ένας λονδρέζικος ουρανός, σκέτο μολύβι, ετοιμάζεται να σωριαστεί στους δρόμους της πόλης. Βαριεστημένος, ανυπόφορος, γεμάτος από την αστείρευτη συννεφένια του υγρασία, ετοιμάζεται να διαλυθεί πάνω από την βρετανική πρωτεύουσα. Οι εργαζόμενοι του City και οι ορδές των τουριστών χάνονται στους μικρούς και τους μεγάλους δρόμους της πόλης. Μαζί τους φοιτητές, πλανόδιοι έμποροι, στρατιωτικοί της βασιλικής φρουράς, εργαζόμενες μητέρες με ένα σωρό πράγματα στο νου τους. Ένα παράταιρο κοπάδι που κυλά στους δρόμους, που επιβιβάζεται, αναχωρεί, επιστρέφει, σπουδάζει, ερωτεύεται και μελαγχολεί. Σε λίγο το κέντρο θα ερημώσει. Μονάχα μερικοί οδοκαθαριστές με τα παράξενα σύνεργα τους θα τριγυρνούν στις λεωφόρους. Το Λονδίνο, σαν κάθε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, έρχεται μια κάποια ώρα που πεθαίνει. Το λένε οι βαριοί λεπτοδείκτες του δημοτικού ρολογιού σαν σημάνουν την δωδέκατη ώρα. Άλλη μια ιστορία, μια ανθρώπινη περιπέτεια θα ρίχνει τους τίτλους του τέλους της. Το πλήθος εξαφανίζεται, σαν να πρόκειται για το υλικό μιας παλίρροιας που επαναλαμβάνει την γνώριμη κίνησή της κάθε νύχτα. Μερικά από τα χνάρια τους δεν θα τα σβήσει καμία νύχτα. Οι οδοκαθαριστές έχουν καθήκον τους τον τακτικό καθαρισμό των δρόμων και του πνεύματος, ώσπου να λάμψουν σαν πάντα οι στοχαστικές δοκιμιογραφίες σπουδαίων δημιουργών που έριξαν το βλέμμα τους επάνω στην ζωή μας.

Στάθηκε στο βάθος του μαγαζιού. Τίναξε την βροχή από την καμπαρτίνα του που είχε μουσκέψει ως απάνω στον γιακά. Άφησε στο πλάι τους τουριστικούς οδηγούς που δεν αφήνουν τίποτε ανεξήγητο στο ολοκαίνουριο παλιό Λονδίνο. Σουλουπώθηκε κάπως και έγνεψε στον νεαρό που εκτελούσε χρέη σερβιτόρου με μια έκφραση κλειδωμένου σπιτιού στο πρόσωπό του.

«Παρακαλώ, κύριε, τι θα επιθυμούσατε;», τον ρωτά με όλη την χάρη του κόσμου. Είναι παράξενο μα δεν θα περίμενε κανείς από έναν νέο να στέκει με μια ιδέα παλιομοδίτικης και ίσως υπερβολικής πόζας, έτοιμος πάντα να ικανοποιήσει τις τόσο ταπεινές απαιτήσεις των θαμώνων. Μια μπύρα, ένα ουίσκι, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού ή μερικές πληροφορίες. Δεν υπάρχει τίποτε από την λονδρέζικη ύλη που να μην έχουν διδαχτεί οι σερβιτόροι των πιο θρυλικών αναψυκτηρίων στα πέριξ του Χρηματιστηρίου.

«Θα πάρω…», διστάζει, ρίχνει μια ματιά στον κατάλογο. Απέναντί του με άσπρη κιμωλία, αναγράφονται οι τιμές των πιο συνηθισμένων ειδών. 

«Ό,τι μου κάνει κέφι», απάντησε πιο σίγουρος από ποτέ. «Ακριβώς, αυτό, ό,τι μου κάνει κέφι».

Ο σερβιτόρος χαμογέλασε και αντί για κάποια από τις σπεσιαλιτέ του καταστήματος που μόνο τέτοιες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, έτρεξε ως το μπαρ. Γυρνώντας κρατούσε ένα βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο υπόλευκου χρώματος.

«Ορίστε κύριε, αυτό είναι για εσάς, δίχως αμφιβολία». Έβαλε τα γέλια και χάθηκε ανάμεσα στις παρέες που ξεδιψούν και θυμώνουν και πληρώνουν βιαστικές επειδή η ώρα σήμανε και η ζωή ενός κουστουμαρισμένου κυρίου έρχεται μια στιγμή που περνά στο σύμπαν της στενόχωρης κάμαρης. Αν συλλογιστεί κανείς το κόστος μιας τέτοιας ανάγκης, τότε μπορεί να καταλάβει για ποιον λόγο οι παρέες σκορπίζουν έτσι αναπάντεχα, σαν να έχει ακουστεί ένα εκκωφαντικός πυροβολισμός και τα πουλιά, σε σμάρια σκορπάνε στο στερέωμα. 

Βρήκε το ευφυολόγημα του σερβιτόρου άκρως γοητευτικό. Θα μπορούσε να αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως εισαγωγή για το καινούριο βιβλίο του George Orwell που ξεμύτισε στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Εκδόσεις Μεταίχμιο και είναι ακριβώς αυτή εδώ η λέξη που μπορεί και περιγράφει όσο τίποτε την αίσθηση της στιγμής. Ο φλεγματικός Eric Arthur Blair κατά κόσμον George Orwell υπογράφει αυτό το έξυπνο εγχειρίδιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ο τίτλος μοιάζει γραμμένος με το χέρι, κάπως βιαστικά, σαν τις σημειώσεις που διακοσμούν τα αγαπημένα μας βιβλία. Μερικές λέξεις στο περιθώριο των παραγράφων. Αυτό και τίποτε άλλο. Για όλα τα υπόλοιπα ο Βρετανός συγγραφέας εμπιστεύεται το σπάνιο ταλέντο του. Εκείνο το ίδιο που του επιτρέπει να μεταφέρει στο χαρτί μια σειρά από παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και προβληματισμούς  που παραμένουν στην αιχμή της επικαιρότητας. Ή πάλι αφορούν κάτι αντίστοιχο με την συλλογική, εθνική ταυτότητα, την συνείδηση που λέμε. Μια αχαρτογράφητη περιοχή που την συνθέτουν πράγματα αληθινά και την ίδια στιγμή λαϊκά στο ύφος και την ανταπόκρισή τους. Ξεφυλλίζει το βιβλίο, σαν να πρόκειται για ένα όνειρο. Ίσως έτσι μονάχα μπορεί να αποτιμηθεί η επιμελημένη έκδοση των δραστήριων εκδόσεων, σε μετάφραση Οδυσσέα Πάππου και επίμετρο Σταύρου Ζουμπουλάκη. Ο τελευταίος έχει επιφορτιστεί με την επιλογή και την σταχυολόγηση του αχανούς υλικού που διαμορφώνει η συνεχής τριβή με το μεγάλο και διαχρονικό έργο. Αυτό που δικαιώνει τον τίτλο του κλασικού, όχι επειδή ανταποκρίνεται σε παλιές φόρμες και γνώριμες πλοκές, αλλά κυρίως επειδή καταπιάνεται με την ύπαρξη, ερμηνεύοντας, στηλιτεύοντας, διακωμωδώντας, ιχνηλατώντας τις τάσεις της επικαιρότητας. Ίσως για αυτό ο George Orwell δεν συνιστά έναν συγγραφέα με μερικές σπάνιες ιστορίες και ατέλειωτες βραβεύσεις. Το έργο του που το συνθέτουν όλων των ειδών τα κείμενα διαμορφώνεται όχι από τα είδη που επιλέγει να υπηρετεί, μα από την συνέπεια με την οποία παραμένει στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής και πολιτικής παρατήρησης. Ο Βρετανός συγγραφέας που σήμερα εντάσσεται στους κόλπους των προφητών που με πάθος προεξοφλούν μια εποχή, φαντάζει ένας μοναδικός συνδαιτυμόνας. Μαζεύει στο τραπέζι γύρω του ένα σωρό ιδέες και επισημάνσεις και διαπιστώσεις, περνώντας την ίδια στιγμή από την λογοτεχνία στην δημοσιογραφία. Το επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη που συντροφεύει υποδειγματικά και κατατοπιστικά την καλαίσθητη έκδοση του Μεταιχμίου μεταφέρει μερικές από τις πτυχές του έργου και του πνεύματος του Orwell. Με επιχείρημα τις φροντισμένες εκδόσεις του Κόντογλου αλλά και αυτήν που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του σημειώματος, ο Σ. Ζουμπουλάκης συνοψίζει μια άλλη βιογραφία. Καθώς ανοίγει τις κρύπτες που έχει επιβάλλει η ιστορία στα ανθρώπινα, κατορθώνει πέρα από την επιμέλεια των αφηγημάτων του να μας κατατοπίσει για τις ιδιαιτερότητες του αγγλικού λαού, υπηρετώντας τα λογοτεχνικά θέλγητρα των Dickens και Yeats. Διαλέγοντας τίτλους για τα χρονογραφήματα του, όπως «Η στενή», «Προφητείες του Φασισμού», «Λογοτεχνία και ολοκληρωτισμός» ο Orwell θα συνεχίσει να μεταφέρει στο χαρτί τις εντυπώσεις από έναν χαρισματικό, εν προόδω έργο, εντυπώσεις που μπορούν να δείξουν τον δρόμο που παίρνει ο κόσμος όσο οι δροσερές χειρονομίες της νιότης και του πνεύματος παραχωρούν την θέση τους σε αυστηρές διατυπώσεις και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Ρίχνει το γάντι στην αριστερά, όπως θα συνήθιζε, φωτίζει την Αγγλία του με τον παροιμιώδη ναρκισσισμό της, προβαίνοντας σε μαρτυρίες που αποκαλύπτουν με την ιδιότητα ενός ψυχογραφήματος την ψυχή του έθνους. Την ίδια στιγμή αναδεικνύεται σε μάρτυρα της εποχής του. Είναι στιγμές που οι επισημάνσεις του Orwell κάνουν τον χαρακτηριστικό John Bull να φαντάζει ένα γραφικό ισοδύναμο του Αμερικάνου θείου Σαμ όταν κάνει λόγο για την σπουδαία του χώρα και τα φθαρμένα της ιδεώδη. Ο συγγραφέας του βιβλίου και ίσως και εκείνο το γκαρσόνι που έστησε άθελά του τους όρους μιας ιστορίας και τώρα γαντζώνεται από τους λεπτοδείκτες της ελισαβετιανής νυχτωδίας πιστεύουν ακράδαντα στον σοσιαλισμό μα καταδικάζουν εκείνες τις ελπίδες που ανάβλυζαν μέσα από τα απολυταρχικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα. Κάνει κουρέλια τις προπαγάνδες, στην θέση τους υπομνηματίζει το αβάσταχτο γήρας του έθνους και το ανελέητο κυνήγι των διανοούμενων που είτε πασχίζουν να επιβιώσουν ή πάλι απουσιάζουν οριστικά από την βρετανική, πολιτική σκηνή και τον αγώνα ενάντια στον φασισμό. Αυτά είναι τα γεγονότα σταθμοί που καθορίζουν την ματιά του Orwell. Στο μείγμα αυτό θα πρέπει να προστεθεί η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα που αναγνωρίζει στον παλιό αιώνα έναν ανάπηρο εαυτό. Πολιτική και αισθητική και κοινωνική θεώρηση βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αρθρογραφίας του Βρετανού λογοτέχνη, ενός στοχαστικού και στοχαζόμενου ανθρώπου.

Έγνεψε στο γκαρσόνι που είχε αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγαζιού. Εκείνο πλησίασε αράθυμο, βαλμένο βαθιά μες στο όνειρο. Κράτησε το βιβλίο στα χέρια του και χαμογέλασε πονηρά στον καλοβαλμένο πελάτη. Αυτός ο τελευταίος πλήρωσε δίχως να περιμένει ρέστα και άναψε το τελευταίο του αγγλικό τσιγάρο. Το γκαρσόνι ψιθύρισε κάτι, όπως , «έγραψε σπουδαία δοκίμια για την πολιτική και την τέχνη, μα όλα αυτά ξέφτισαν πια. Ετούτη εδώ η εποχή φαντάζει αλλιώτικη. Ας είναι όμως, για αυτά εδώ τον αγαπάμε. Να με συμπαθάτε για το καλαμπούρι». Ο άλλος τον κοίταξε διερευνητικά. Εμπρός του πέρασαν όλα εκείνα τα ακατόρθωτα χρόνια που διαμόρφωσαν την γραφή του Orwell. Έπειτα έλαμψαν σαν πάντα τα πρότυπα της παλιάς Αγγλίας που κοντράρουν την εποχή. Ύστερα ο κόσμος ξεπρόβαλε νέος μέσα από τους στίχους του Kipling και η νυχτιά πήρε τέλος. Μα στην έκδοση του Μεταιχμίου μπορεί κανείς να πάρει μια γεύση της λογοτεχνίας που παραμένει ακίνητη και ολοζώντανη στα χέρια των μεγάλων του είδους. Όπως ο George Orwell που έρχεται στο προσκήνιο στην καινούρια έκδοση σε μετάφραση Οδυσσέα Πάππου και επίμετρο Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Μα οι ιστορίες τελειώνουν πάντα με ευφυΐα. Και έτσι ο πελάτης έριξε μια ματιά στον λογαριασμό, χαμογέλασε στο γκαρσόνι και είπε, «θα πληρώσω Ό,τι μου Κάνει Κέφι». Και είχε στο βλέμμα του εκείνο το «εκ περιουσίας» που υπομνημάτισε ο Γιώργος Σεφέρης υπογραμμίζοντας έτσι στιγμιαία και εύστοχα την σπουδαία λογοτεχνία που μας κληροδοτεί ο Βρετανός George Orwell θέτοντας σε λειτουργία το σπάνιο και γεμάτο επίκαιρες εμβαθύνσεις, πνεύμα του.

*William Butler Yeats

Ό,τι μου κάνει Κέφι - Δοκίμια για την Λογοτεχνία και για την Πολιτική, του George Orwell

Μετάφραση: Οδυσσέας Πάππος
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 592

7
Μοιράσου το