Πάνω από τα σύννεφα
Στο δωμάτιο επικρατούσε ένας μικρός πανικός. Η βαλίτσα ανοιχτή πάνω στο κρεβάτι, ρούχα, φορτιστές ,βιβλία και παπούτσια σε θέσεις διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Εκείνος κάθεται στον υπολογιστή, πίνοντας τον καφέ του χαρούμενος και ατάραχος. Σε δυόμιση ώρες θα πετούσε το αεροπλάνο του και το ταξίδι που είχε σχεδιάσει με τόσο κόπο και στερήσεις θα άρχιζε. Το μυαλό του με το ζόρι συγκεντρωνόταν στα μέιλ καθώς απαντούσε μηχανικά σε ένα φίλο του που ρωτούσε πόσο θα μείνει εκεί. Ήδη, δε βρισκόταν σπίτι του. Πετούσε. Έφτανε. Πάταγε το πόδι του στο ξένο έδαφος και ένιωθε μια έκσταση. Αυτό σε επανάληψη όλη τη μέρα. Η προετοιμασία μέχρι το αεροδρόμιο ήταν απλά ένα εμπόδιο που έπρεπε να φύγει από τη μέση.
Καθώς ο καφές είχε αρχίσει να λιγοστεύει αισθητά μέσα στη κούπα, κοίταξε το ρολόι.
«Σε μία ώρα πρέπει να έχω φύγει. Θέλω και μισή ώρα μέχρι να πάω στο αεροδρόμιο, θα φτάσω μια ώρα πριν πετάξει το αεροπλάνο. Σιγά σιγά πρέπει να αρχίσω να φτιάχνω την αναθεματισμένη βαλίτσα».
Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να κοιτάξει με αποστροφή το ανοικτό αντικείμενο που στεκόταν απαθές πάνω στο κρεβάτι, άλλα το ρολόι ήταν ανένδοτο. Συνέχιζε να μετράει την ώρα, συνέχιζε να λέει ότι ο χρόνος λιγοστεύει.
Έκλεισε τα πιο πολλά παράθυρα του υπολογιστή, άφησε μόνο το ράδιο να παίζει για να κάνει παρέα στη διάθεση του και ξεκίνησε τη βαρετή αποστολή. Ευτυχώς είχε προνοήσει να φτιάξει λίστες. Ήταν μια ριζοσπαστική καινοτομία που εφάρμοζε τα τελευταία χρόνια και ένιωθε περήφανος για τον εαυτό του. Όντως, τα περισσότερα από τα πράγματα τα οποία έμοιαζαν με τα αντικείμενα των αστροναυτών που κυκλοφορούν αδέσποτα στο διαστημόπλοιο, ήταν αυτά που είχαν απομείνει στη λίστα.
«Ορίστε, προλαβαίνω άνετα. Απλά πρέπει να τα βάλω μέσα».
Σιγά σιγά, με νωχελικές κινήσεις, ξεκίνησε τη προσπάθεια να τα βάλει στη νέα τους θέση. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να τα κάνει να χωρέσουν εύκολα. Θα τα δίπλωνε με τόση ακρίβεια, που το καλύτερο οριγκάμι θα μούσκευε τα πολύτιμο χαρτί του από τρόμο. Κάπου στα μισά, στάθηκε να επιθεωρήσει το κατόρθωμα του. Ήτανε άψογα.
«Θα χωρέσουν εύκολα. Θα μπουν και τα παπούτσια, και θα έχουν και χώρο κιόλας. Μετά το φερμουάρ θα κλείσει τόσο εύκολα, μόνο με μια κίνηση».
Λένε ότι κάθε μεγάλο σχέδιο ξεκινάει από μία σκέψη. Έτσι κι εδώ. Λίγα λεπτά μετά, η βαλίτσα έκλεισε όπως ακριβώς την οραματίστηκε. Άφησε έξω μόνο τα ρούχα που θα φορούσε στο ταξίδι.
«Ναι, σε λίγες ώρες θα πετάω, και θα πηγαίνω μακριά».
Δυνάμωσε πολύ το ράδιο και μπήκε στο μπάνιο σφυρίζοντας στο ρυθμό του τραγουδιού, “Hit the road Jack”. Το νερό τον έκανε να νιώσει ακόμα πιο ανάλαφρο και όπως είπε στον εαυτό του, έτοιμο να πετάξει. Χαμογέλασε με το πετυχημένο λογοπαίγνιο του και ντύθηκε. Το ξενέρωτο ρολόι όμως του την έσπασε και πάλι. Είχε αργήσει δέκα λεπτά σε σχέση με το αρχικό σχέδιο. «Καλύτερα», απάντησε στο ρολόι, δε θα περιμένω και πολύ στο αεροδρόμιο. Μια ώρα και πενήντα λεπτά πριν πετάξει το αεροπλάνο.
Πήρε όλα τα πράγματα, τα πήγε κοντά στη πόρτα, έκλεισε τα παντζούρια, τον υπολογιστή και τελευταίο, τον κεντρικό διακόπτη του νερού. Λίγο πριν κλείσει και το γενικό του ρεύματος, λίγο πριν βυθιστεί το σπίτι στη σιωπή και στο σκοτάδι, ψάχνει μια τελευταία φορά τη μέσα τσέπη του μπουφάν του για να εντοπίσει με την αφή το εισιτήριο και το διαβατήριο. Τα δάχτυλά του αναγνώρισαν το τυπωμένο χαρτί με τα στοιχεία του εισιτηρίου και τώρα έψαχναν τεντωμένα και με αγωνία, κάθε πλευρά της τσέπης του. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας.
«Πουθενά το διαβατήριο. Όχι όχι, δε γίνεται. ΟΧΙ», έκανε φωνάζοντας.
Άνοιξε πάλι τα παντζούρια. Κοίταξε το αναθεματισμένο ρολόι. Μία ώρα και σαράντα λεπτά μέχρι να φύγει το αεροπλάνο. Έκατσε στον καναπέ με το μπουφάν στην αγκαλιά του. Το ωραίο του πουκάμισο ήταν πλέον μουσκεμένο με ιδρώτα, όπως και το μέτωπό του.
«Δε θα κοίταξα καλά. Να ξαναδώ. Φυσικά όμως, είναι πολύ δύσκολο να παραλείψεις ένα διαβατήριο σε μια τέτοια τσέπη. Ηλίθιε. Κάθε φορά τα ίδια».
Προσπάθησε να ηρεμήσει ανάβοντας ένα τσιγάρο. Να παραστήσει τον ήρεμο ήρωα όταν τα πάντα γύρω του καταρρέουν. Λοιπόν. Ψυχραιμία. Άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο.«Ωραία. Που μπορεί να το έχω βάλει αν δεν είναι στο μπουφάν μου; Δε το πήγαινα και βόλτες έτσι κι αλλιώς. Ας ξαναδώ στο κουτί με τα έγγραφα».
Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να νιώσει πως είχε ένα σχέδιο. Στα λίγα μέτρα μέχρι τη βιβλιοθήκη, ένιωσε το ηθικό του να ανεβαίνει. Ελπίδα. Ανοίγει το κουτί με ανυπομονησία, σκάβει στα υπόλοιπα βιβλιάρια, να, να ένα τετράγωνο, μοιάζει με μπορντό, το γυρνάει ανάποδα ελπίζοντας να δει τις χρυσές δάφνες με το εθνόσημο στη μέση, αλλά τίποτα. Ένα ηλίθιο βιβλιάριο σκύλου ήτανε, που είχε λίγο κόκκινο σε μια γωνία του.
Παράτησε το κουτί και έκατσε στο πάτωμα. Το ένιωθε, ήταν στη κόλαση τώρα. Δεν είχε ιδέα πού μπορεί να είναι. Τουλάχιστον, όχι καμία καλή.
«Μπας και το έχω βάλει σε κανένα παντελόνι κατά λάθος, για να μη το ξεχάσω; Ναι, λογικό φαίνεται κι αυτό. Θα ψάξω στο καλό παντελόνι μου. Ευτυχώς που τα έχω βάλει ωραία όλα μέσα και θα βγουν το ίδιο εύκολα.
Ανοίγει γρήγορα τη βαλίτσα, λίγο πιο ιδρωμένος τώρα απ’ ότι ήταν το προηγούμενο πεντάλεπτο, βγάζει με προσοχή μερικά ρούχα από μέσα, και τραβάει ένα μαύρο παντελόνι. Το τσαλακώνει βιαστικά στα χέρια του, ώστε να πιάσει το διαβατήριο γρήγορα. Το κάνει μια μικρή μπάλα.
«Όχι τίποτα και εδώ. Να ψάξω όλα τα ρούχα; μήπως έχει πέσει κάπου στο σπίτι; Σχεδόν παραληρούσε πλέον. Όλα αυτά του φαινόταν το ίδιο απίθανα. Θα έπρεπε να είναι σε ένα και μόνο μέρος αλλά δεν ήταν εκεί».
Το τσιγάρο έκαιγε μόνο του στο τασάκι και εκείνος στεκόταν όρθιος στο σαλόνι, ξύνοντας το κεφάλι του αμήχανα. Για άλλη μια φορά απευθύνθηκε στον εαυτό του.
«Τίποτα. Ας πιώ ένα ποτήρι νερό, να τελειώσω το τσιγάρο – δυο λεπτά θα μου πάρει- μήπως και μου έρθει από μόνο του, γιατί όσο ζορίζομαι δε γίνεται τίποτα.
Άνοιξε και το διακόπτη του νερού, γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι, και ξανάκατσε στον καναπέ. Τελείωσε το τσιγάρο του υποκρινόμενος ότι δεν έτρεχε τίποτα. Το σβήνει στο τασάκι, κοιτάει με τρόμο το ρολόι, καθώς περνούσαν από τα μάτια του εικόνες του αεροπλάνου να φεύγει με τη θέση του άδεια. Μια ώρα και τριάντα λεπτά. Η βαλίτσα ήταν ανοιχτή δίπλα στη πόρτα, με τα ρούχα αφημένα γύρω γύρω. Τικ τακ, τικ τακ.
Πέρασαν άλλα δέκα βασανιστικά λεπτά, που το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Σηκώθηκε και έκανε αναπαράσταση του εγκλήματος. Πού ήταν το μπουφάν του, πού το πήγε, τι κινήσεις έκανε για να βάλει τα πράγματα μέσα, όλα ξανά. Ήρεμα. Θα μπορούσε να είχε πέσει πίσω από τη πολυθρόνα σκέφτηκε και συνέχισε: Ναι, αυτό βγάζει νόημα. Εκεί είχα ακουμπήσει το μπουφάν, και μάλιστα με τις εσωτερικές τσέπες προς τα έξω. Σχεδόν βούτηξε πίσω από τη πολυθρόνα και το είδε. Εκεί. Το πήρε ίσως με την ίδια χαρά που παίρνει μια μητέρα το νεογέννητο μωρό της στα χέρια της. Χοροπηδούσε και φώναζε. Έτρεξε να τα ξανακλείσει όλα, διακόπτες, γενικούς και βαλίτσα.
Βγήκε τρέχοντας σχεδόν από το σπίτι, για να πάρει ταξί. Μία ώρα και είκοσι λεπτά. Ευτυχώς πλέον είχε πολλά ταξί. Άδεια.
– Ταξί!
Το άσπρο-μπλε αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα του και βιάστηκε να βάλει τις βαλίτσες στο πορτ παγκάζ και κάθισε γρήγορα στη θέση του συνοδηγού.
– Για πού φίλε; Ρώτησε ο οδηγός
– Αεροδρόμιο, είπε λαχανιασμένος. Έχει κίνηση;
– Ναι έχει, είναι Δευτέρα μεσημέρι. Αλλά τουλάχιστον ο περιφερειακός είναι κοντά. Σε πόση ώρα πετάς;
– Σε μία ώρα και κάτι. Προλαβαίνουμε λες; Κρεμόταν από τα χείλη του για ένα “ναι”.
– Ναι, λογικά θα το προλάβεις. Ίσως την τελευταία τη τελευταία στιγμή, αλλά ναι.
Μια μικρή ανακούφιση άρχισε να τον ζεσταίνει και ο ιδρώτας σταμάτησε σιγά σιγά. Λίγα μέτρα ακόμα μέχρι το φανάρι που βγάζει μέχρι τον περιφερειακό. Τώρα έβλεπε εικόνες με τον εαυτό του να τρέχει στο check in καθώς φώναζαν το όνομά του από τα μεγάφωνα. Ο ταξιτζής του έπιασε τη γνωστή κουβέντα για το που πάει, υπό τα σχόλια του εκφωνητή του Sport fm.
Κανά μισάωρο μετά, είχανε φτάσει στο αεροδρόμιο. Σαράντα λεπτά μέχρι να πετάξει το αναθεματισμένο αεροπλάνο. Στο τσάκ. Πλήρωσε τον οδηγό χωρίς να περιμένει ρέστα, πήγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα στο check in, αναρωτώμενος γιατί κάνουν τόσο μεγάλα αεροδρόμια. Το όνομά του ακουγόταν όντως στα μεγάφωνα, αλλά ήταν εκεί. Εκεί. Ωραία, ηρεμία τώρα. Μπήκε στο λεωφορειάκι που τον πηγαίνει στο -επιτέλους- αεροπλάνο. Να το, τον περιμένει, μεγαλόπρεπο, γρήγορο, όμορφο. Άντε γειά, τη κοπανάμε σκέφτηκε και έπιασε να σιγοτραγουδάει το “Hit the Road Jack”. Βρήκε τη θέση του, δίπλα στο παράθυρο και έδεσε τη ζώνη. Το αεροπλάνο αφού τσούλησε για λίγο νωχελικά στο διάδρομο, ευθυγραμμίσθηκε με τον διάδρομο απογείωσης και σταμάτησε. Αμέσως μετά, βρυχήθηκε, και επιτέθηκε στον αέρα που ήταν μπροστά του.
Στιγμές μετά, εκείνος πετούσε πάνω από τα σύννεφα. Άνοιξε το τραπεζάκι του, χαλάρωσε στη θέση του, κοίταξε λίγο τις αεροσυνοδούς, ήπιε μερικές γουλιές από το αναψυκτικό που του σέρβιραν. Επιτέλους, ταξίδευε. Μόνος του. Ωραία τα σύννεφα. Ακούμπησε τα χέρια του στο μπουφάν.
Οι εξωτερικές τσέπες ήταν ασυνήθιστα άδειες.
-Τα κλειδιά πού είναι;