Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια, του Δημήτρη Ψαθά
Πεκ Αλιά και Αντιέ Παρί: Σημείωμα για την αυτοέκδοση του Δημήτρη Ψαθά «Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια» που κυκλοφόρησε το 1951 μα διαθέτει την στόφα ενός επίκαιρου έργου.
...Το κατάστημα ήταν κατάμεστο. Φοιτητές, εργαζόμενα κορίτσια, μοναχικοί πελάτες και θαμώνες που το ΄χουν συνήθειο να απολαμβάνουν το καφεδάκι τους στα τραπεζάκια του μαγαζιού. Βλέπετε βρισκόμαστε στην αφετηρία της άνοιξης και ο καιρός έχει βελτιωθεί κάπως, έτσι που να μην στέκει ολότελα παράλογο να σχεδιάσει κανείς, έστω πρόχειρα και δίχως αυστηρό πρόγραμμα τις θερινές διακοπές ή μια μικρή εξόρμηση, τίποτε σπουδαίο. Νησί ή ηπειρωτική χώρα, απόψεις και επισημάνσεις, συμβουλές προς ναυτιλλομένους που σε λίγο καιρό θα χρειαστούν σε όλους μας. Ένας μονότονος βόμβος, κάτι σαν μελίσσι ακούγεται απ΄άκρη σ΄άκρη στο μαγαζάκι του κέντρου που είναι μαζί ιστορικό και με πόστο εξαιρετικό.
«Σκεφτόμαστε μια μικρή εξόρμηση στα κοντινά νησιά. Τ΄απεχθάνομαι να μένω πολύ ώρα στα καταστρώματα των πλοίων, κοιτάζοντας όλο αγωνία μην τύχει και ξεχωρίσω τις αχνές γραμμές του προορισμού», «τα οικονομικά μας είναι χάλια, νομίζω πως μόνο η Αθήνα συνιστά έναν ρεαλιστικό προορισμό για την κατάστασή μου», «καλύτερα στην πόλη, τα καλοκαίρια είναι τόσο ανθρώπινη και ο κόσμος λιγοστός», «προτιμώ το εξωτερικό, οι περισσότεροι προορισμοί είναι εξόχως φθηνότεροι και άλλωστε, τι καλύτερο από το να επισκεφτεί κανείς μια σπουδαία, ευρωπαϊκή πόλη;»
Τέτοια πράγματα ακούγονται εδώ και εκεί στα τραπεζάκια του αναψυκτηρίου που αλλάζουν θαμώνες βιαστικά. Μόνο κάποιο περιτύλιγμα ή μια ιδέα από το άρωμα του κοριτσιού που βρέθηκε πριν λίγο εκεί, μόνον αυτά μαρτυρούν πως κάποτε εδώ μια ωραία παρέα από νεαρές ασκούμενες, ξόδεψε κεφάτα τις ώρες του απογεύματος. Τώρα θα έχουν φθάσει στα διαμερισματάκια τους και θα κάνουν σχέδια για μια καλύτερη ζωή, πλάι στο κύμα, σε κάποια πολίχνη γραφική στον δρόμο του ανέμου με βότσαλα τριγύρω και θάμνους και ομπρέλες σε αναρίθμητα χρώματα, σαν άνθρωποι ντυμένοι με χρώματα ως εκεί που βλέπει το μάτι σου. Και ίσως κάποιες να ετοιμάζουν τα απολύτως απαραίτητα για μια σύντομη εξόρμηση στην Λιουμπιάνα, το Παρίσι ή το Λονδίνο. Βλέπετε, οι αποστάσεις μίκρυναν και τώρα τα κορίτσια που κερδίζουν μονάχα την ζωή τους, το θεωρούν απολύτως
εφικτό να ταξιδέψουν για λίγες μέρες. Μια τέτοια φιλοδοξία φαντάζει απολύτως λογική και συνιστά μια ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα εξελίσσονται στην καινούρια Ελλάδα. Τώρα όλοι ξέρουν πώς πρέπει να οργανώσουν ένα τέτοιο ταξίδι. Οι νεαρές ασκούμενες θα συμβουλευτούν όλα τα διαθέσιμα, ενημερωτικά εργαλεία και έτσι θα κατορθώσουν να αποφύγουν τις κακοτοπιές και να γνωρίσουν τα πιο εμβληματικά σημεία του προορισμού τους...
Οι ίδιοι νέοι και οι νέες πρωταγωνιστούν στην εποχή που φέρνει από το παρελθόν της το διήγημα του Δημήτρη Ψαθά και το χαριτωμένο, όσο και πικρό κάπως, «Παρίσι, Σταμπούλ». Περισσότερο πρόκειται για σύντομες μαρτυρίες της συλλογικής μας εφηβείας, τότε που απαντούσαμε όλο κατάφαση για την θέση μας στον κόσμο, λέγοντας χίλιες φορές με ένα στόμα, μια φωνή ναι στα απομεινάρια του διαφωτισμού. Παρίσι, Πόλη και στο βάθος το θαύμα αυτού το κόσμου, πολύβουη Νέα Υόρκη, τόπος θαυμάτων, πρωτεύουσα μιας καινούριας ζωής που μετά την αναστολή της ξεχύνεται πέρα από κάθε σύνορο εθνικό για να σαρώσει τα χρόνια που θα ‘ρθουν.
Βρισκόμαστε στο έτος 1951, ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος έχει πια τελειώσει και όλα τα έθνη πασχίζουν να ξαναβάλουν την ζωή σε ράγες. Η ειρήνη καλά κρατεί σε ολόκληρη την Γηραιά Ήπειρο, αυτήν που τόσο σκληρά δοκιμάστηκε την δεκαετία του 1940. Χωρισμένη σε προηγμένες χώρες με αφάνταστες δυνατότητες αλλά και σε απομονωμένα έθνη που γυρεύουν από τα ανατολικά τους περιθώρια να προλάβουν τις καταιγιστικές εξελίξεις που ετοιμάζονται να σαρώσουν την γνώριμη , ως τότε ζωή. Παρίσι, Σταμπούλ, σαν δυο κέντρα, εκ διαμέτρου αντίθετα που σηματοδοτούν μια ανίκητη επιθυμία των νεοελλήνων να βρουν την θέση τους στον κόσμο. Η Κωνσταντινούπολη των χιλίων και ένα προσώπων αλλά και το Παρίσι του πρωτοπόρου Άιφελ και των ρομαντικών προαστίων που συγκεντρώνει στις τάξεις του τις πιο ενδιαφέρουσες πρωτοπορίες της εποχής. Δυο πόλοι για την Ανατολή και την Δύση όταν ακόμη ο κόσμος χάραζε τα σύνορά του από την αρχή.
Δρόμοι, γαστρονομικές συνήθειες, αξιοθέατα, χώροι εστίασης, όλα μεταβάλλονται στην απαραίτητη σκηνογραφία. Για να συνοψίσουν διά χειρός ενός σπουδαίου λογοτέχνη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την τόσο ξένη εκείνα τα χρόνια για τον σύγχρονο Έλληνα. Η Ελλάς που μέχρι πριν από μερικά χρόνια παρακολουθούσε τις εξελίξεις από απόσταση, τώρα φορά το ευρωπαϊκό της ρούχο. Θα το βρει στα παριζιάνικα βουλεβάρτα, στα περικλεή μουσεία και τα πρώτης τάξεως εστιατόρια. Θα το βρει στις γυναικείες φιγούρες που με μπόλικο αέρα και την τελευταία λέξη της μόδας κάνουν το Παρίσι να τρεμοπαίζει από έρωτα και επιθυμία. Με το ανεπανάληπτο πνεύμα του που επιτρέπει στον αναγνώστη του εικοστού πρώτου αιώνα να συμμεριστεί ένα μερίδιο της νεότερης ιστορίας μας και ίσως να συλλάβει κάτι από την ηθική λιτότητα και το πνευματικό που σαρώθηκαν από πράγματα υλικότερα, από φωτισμένες, αμερικάνικες μεγαλουπόλεις. Τα χρόνια της εθνικής μας αθωότητας και την ίδια στιγμή μια ευθεία άρνηση του κόσμου που φτιάχνεται από χάλυβα και θλίψη. Ο Ψαθάς μας προσφέρει ένα βιβλίο γεμάτο από λεπτή ειρωνεία και ειλικρίνεια και κάτι από την βαθύτερη αίσθηση των πραγμάτων. Και δίχως διδακτισμό κατορθώνει να ανανεώσει την ελληνική ταυτότητα και με θαυμάσια αφαίρεση να μιλήσει για την πατρίδα μας που ετοιμάζεται να σαλπάρει για την εσπερία αναζητώντας τον καινούριο εαυτό της, μια μεγάλη ιδέα. Η Πόλη φαντάζει απομεινάρι της Ελλάδας που σώνεται, ενός κόσμου παλιού που δεν θα μπορούσε ούτε κατ΄ελάχιστον να συμμεριστεί την αγωνία του νεοέλληνα που φθάσει σε ξένο τόπο. Το Παρίσι και η Νέα Υόρκη δείχνουν τον δρόμο μα στα ανατολικά παραμένει το αιώνιο μυστήριο. Η Πόλη που πλένει την ντροπή της με ροδόνερο, συνιστά το σολωμικό υψηλό, πάντα γειωμένο, δεμένο με την ρίζα με έναν τρόπο ακλόνητο και αδιάσειστο. Ο Ψαθάς γράφει. «Ενώ ο τουρκικός αμανές, γνήσιος και απαλλαγμένος από χιουμοριστικές παρεμβάσεις ακολουθεί την γραμμή του πάθους και της σοβαρότητας, σαν ένα είδος παραστρατημένου και εξισλαμισμένου αδελφού του βυζαντινού χερουβικού». Κάπως έτσι το «Παρίσι, Σταμπούλ» αποκτά τον σπάνιο χαρακτήρα ενός χαριτωμένου οδοιπορικού. Η αναπαλαιωμένη, μεταπολεμική Ευρώπη και από την άλλη η αναγέννηση των Παλαιολόγων του Γιώργου Σεφέρη. Ο Δ. Ψαθάς επιστρατεύει το σπάνιο αισθητήριο της κωμωδίας για να σχηματίσει με αδρές γραμμές την ολοκληρωτική μας αναπαράσταση.
«Ξύπνα Βασίλη», «Ζητείται ψεύτης», «Η χαρτοπαίχτρα», «Μαίηντ ιν Αμέρικα», μερικοί μόνο από τους τίτλους των σεναρίων που επινόησε και επιμελήθηκε ο γεννημένος το 1907 στην Τραπεζούντα Ψαθάς. Ελέυθερο Βήμα και η εφημερίδα των Νέων με την οποία θα διαμορφώσει μια σχέση ζωής για σαράντα, σχεδόν χρόνια καθορίζουν τα δημοσιογραφικά βήματα του σπουδαίου λογοτέχνη. Η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων και η Ένωση Συντακτών θα σταθούν θεσμοί που αναδεικνύονται από την παρουσία του.
Μια αλάνθαστη και μεστή ψυχογραφία είναι το «Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια», αυτοέκδοση του Δ. Ψαθά. Που την ίδια στιγμή, δεν παύει να καταστρώνει σελίδα την σελίδα, ένα οδοιπορικό σε τόπους και μνημεία, υπηρετώντας μοναδικά την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Με μια σειρά από χρωματιστές λιθογραφίες ο συγγραφέας αρνείται την μυθολογία. Υιοθετεί την κουλτούρα του ημερολογίου και διαφωνεί με τον γέρο Τσαρλς. Όχι, οι πόλεις δεν είναι φτιαγμένες για να σκοτώνουν. Είναι σταθμοί της ζωής μας, παράθυρα στον κόσμο και νέες, αδοκίμαστες εμπειρίες. Και εμείς με μια ταυτότητα εθνική στα δόντια, με σακάκι london cut και φουστανέλα, αυτόν τον κόσμο ζητούμε. Αρκεί ο ξεχωριστός, ο προφορικός τρόπος του Δημήτρη Ψαθά και μια εποχή ανοίγεται, με το ήθος και τις φιλοδοξίες της, με τους ανθρώπους και με τα ιδεώδη της.
Ο Δημήτρης Ψαθάς καταπιάνεται με ένα υλικό που πλέον ανήκει στην σφαίρα του μύθου. Ο χρόνος με την απόστασή του καθιστά πια το 1951 τόσο μακρινό. Μα η γοητεία του που φθάνει ως τις μέρες μας, μας συγκινεί επειδή διαθέτει κάτι από την εθνική μας εφηβεία, τα πρώτα βήματα μιας κοινωνίας που αλλάζει, που βυθίζεται, που αναγεννιέται και έπειτα σφραγίζει το πέρασμά της στο αιώνια ανεκπλήρωτο. Η Ελλάς του Ψαθά περνάει εμπρός από τα μάτια μας και μας αποχαιρετά, όλο νοσταλγία.
Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια, του Δημήτρη Ψαθά
σελ. 159