Πας: Ειρήνη, του Caryl Férey
Γιατί αξίζει μιαν ανάγνωση – Φετινή κυκλοφορία που ολοκληρώνει την «τριλογία» της Λατινικής Αμερικής, και γνωρίζει στο αναγνωστικό κοινό, μέσα από τη φόρμα του καταιγιστικού αστυνομικού μυθιστορήματος, την πολύπαθη Κολομβία.
Ο Caryl Férey επανέρχεται με το καινούργιο του βιβλίο «Πας: Ειρήνη» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα στα ελληνικά) στο οικείο του αστυνομικό μυθιστόρημα και στον αγαπημένο του χώρο, τη Λατινική Αμερική, για να ολοκληρώσει μια «τριλογία» αφιερωμένη στην πολύπαθη ήπειρο: αφού ξεκίνησε πρώτα με την Αργεντινή του «Μαπούτσε» και συνέχισε στη Χιλή του «Κόνδωρα», καταλήγει τώρα στην Κολομβία. Με το γνώριμο ύφος του, ο Férey μας συστήνει το βίαιο κόσμο της Κολομβίας, μιας χώρας που αιμορραγεί διαρκώς, από τον καιρό της αποικιοκρατίας μέχρι και τα πιο πρόσφατα χρόνια του εμφυλίου και των καρτέλ ναρκωτικών, θέτοντας με όχημα την αστυνομική πλοκή το καίριο ερώτημα του κατά πόσον είναι δυνατόν, σε μια χώρα όπου βασιλεύει αδιανόητη βία, συμφέροντα και μίση, να επέλθει η πολυπόθητη ειρήνευση.
Η πλοκή του «Πας: Ειρήνη» αφορά την Κολομβία του 21ου αιώνα, όταν πλέον ο εμφύλιος μεταξύ κυβέρνησης και των ανταρτών του FARC –φυσικά με την εμπλοκή και των ναρκεμπόρων και των παραστρατιωτικών –έχει λήξει τυπικά με τις συμφωνίες ειρήνευσης. Στο κέντρο του μυθιστορήματος, όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Férey, βρίσκεται μια αστυνομική υπόθεση: ξαφνικά, σε όλη την κολομβιανή επικράτεια, εμφανίζονται ακρωτηριασμένα πτώματα που θυμίζουν τις πιο εφιαλτικές εποχές της ακραίας βίας που πέρασε η χώρα στον 20ό αιώνα. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνομικός Λαουτάρο Μπαγκαδέρ, υπό την επίβλεψη του πατέρα του, του Γενικού Εισαγγελέα της χώρας που έχει άμεσες πολιτικές σχέσεις με την κυβέρνηση και το δεξιό κατεστημένο της Κολομβίας. Σκοπός είναι να επιλυθεί γρήγορα το ζήτημα, ώστε να μη δυναμιτιστεί η διαδικασία ειρήνευσης που έχει ήδη ξεκινήσει. Από το σημείο αυτό ξεκινά η ιστορία, η οποία όμως αφορά και αναπτύσσεται τόσο γύρω από το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της διχασμένης Κολομβίας όσο και γύρω από τις περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις του Λαουτάρο με τον πατριάρχη και κυρίαρχο Πατέρα, τον Σαούλ, αλλά και με τον εκτοπισμένο –και μισητό– αδερφό του, και πάλαι ποτέ αντάρτη των FARC, Άνχελ.
Εκείνο που καθιστά ιδιαίτερο το μυθιστόρημα του Férey –όπως συμβαίνει και με τα άλλα μυθιστορήματά του– είναι ότι προσφέρει στον αναγνώστη όχι τόσο μια αστυνομική ιστορία όσο ένα πανόραμα. Αυτό δε σημαίνει ότι η αστυνομική πλευρά του «Πας» είναι παραγκωνισμένη – κάθε άλλο. Ωστόσο, ιδίως στα μυθιστορήματα της λεγόμενης λατινοαμερικάνικης τριλογίας του, ο συγγραφέας καταφέρνει να μεταφέρει, συνοπτικά αλλά εύληπτα, την εικόνα μιας ολόκληρης χώρας. Νομίζω μάλιστα –και το επικροτώ δίχως κανένα δισταγμό–, πως η αστυνομική πλοκή λειτουργεί περισσότερο με αυτό το σκοπό, για να «ενσαρκώσει», να απεικονίσει γλαφυρά τη φυσιογνωμία ενός ξεχωριστού κόσμου (της Κολομβίας, εν προκειμένω)· όχι όπως σε άλλα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπου οι διάφορες υποθέσεις και τα αινίγματα υπάρχουν ως αυτοσκοποί, δηλαδή, για να αντληθεί η αναγνωστική τέρψη κυρίως από τη διαδικασία της επίλυσής τους. Πιο συγκεκριμένα, οι δύσκολες, γεμάτες βία και αίμα υποθέσεις του Férey, όπως αυτή του «Πας», που συνδέονται κατά κόρον με το σκοτεινό παρελθόν και τα σκοτεινά ιστορικά πρόσωπα κάθε χώρας, είναι σίγουρα ο καλύτερος τρόπος για να «εισαχθεί» ο αναγνώστης στους λαβυρίνθους του υποκόσμου, του πολιτικού προσκηνίου και παρασκηνίου, των ιστορικών παθών και πληγών. Άλλωστε, και αυτό τονίζεται ιδιαίτερα από τον Γάλλο συγγραφέα, τόσο η Κολομβία όσο και οι άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής για τις οποίες έχει γράψει, είναι χώρες τρομερά βασανισμένες, πληγείσες από τη δράση και τα εγκλήματα των ακροδεξιών και νεοφιλελεύθερων δικτατοριών, από την πολιτική των ξένων χωρών (ιδίως των ΗΠΑ, οι οποίες είναι γνωστό ότι στήριξαν δικτατορίες και παραστρατιωτικές οργανώσεις σε όλη τη Λατινική Αμερική), από το οργανωμένο έγκλημα (κυρίως τα καρτέλ ναρκωτικών), από τις πολυεθνικές, από τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, από εμφυλίους πολέμους … Με άλλα λόγια, οι αιματηρές υποθέσεις και τα σκηνικά βίας που στήνει ο Férey δεν είναι παράταιρα, αλλά εντελώς αντιπροσωπευτικά των κοινωνιών για τις οποίες μιλά.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι και το στυλ γραφής που επιλέγεται βοηθά σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό διότι, ο Férey δεν ενδιαφέρεται απλώς για την αφηγηματική διεκπεραίωση της αστυνομικής ιστορίας, αλλά ενσωματώνει στο κείμενό του και τρόπους γραφής που ταιριάζουν περισσότερο, θα έλεγε κανείς, σε κείμενα τεκμηρίωσης, ιστορικού, κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου: καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, τόσο στο «Πας» όσο και σε άλλα έργα του, ο συγγραφέας παρεμβάλλει κομμάτια στα οποία παρέχει συνοπτικά πληροφορίες και στοιχεία τα οποία συμπληρώνουν την εικόνα που έχει ο αναγνώστης για το υπόβαθρο της ιστορίας. Με αυτή τη «μέθοδο», ο Férey όχι μόνο παρουσιάζει, αλλά «σχολιάζει» την ίδια την ιστορία, μας καλεί να τοποθετηθούμε εμείς οι ίδιοι ως αναγνώστες στον τόπο και το πολύπλοκο περιβάλλον που εξελίσσονται όλα, να κατανοήσουμε όλους τους παράγοντες που συγκλίνουν και προκαλούν τις εξελίξεις, να αντιληφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες ανθεί η βία. Με λίγα λόγια, η αστυνομική πλοκή είναι κάτι σαν αφορμή να γνωρίσουμε τη Λατινική Αμερική και την ιστορία της.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κάποιες ενστάσεις για τις επιλογές του συγγραφέα. Η πιο βασική, νομίζω, είναι αυτή που σχετίζεται με τη χρήση της βίας. Σε όλη την έκταση του «Πας», ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με περιστατικά, σκηνικά και εικόνες όπου είναι κυρίαρχη η πιο ακραία βία, με χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τα αιματηρά και σαδιστικά εκτελεσμένα και «σκηνοθετημένα» εγκλήματα. Ο συγγραφέας στις σημειώσεις και τις συνεντεύξεις του φρόντισε να πει προς υπεράσπισή του πως η βία που απεικονίζεται στο μυθιστόρημα είναι ακριβώς, αν όχι και κάπως υποβαθμισμένη, η βία που ενδημεί σε μια χώρα όπως η Κολομβία, η οποία πέρασε και περνά ακόμα από στάδια τα οποία στιγματίστηκαν από τη δράση των πιο άγριων δυνάμεων (πόλεμοι, οργανωμένο έγκλημα, παραστρατιωτική δράση). Ως προς αυτό, δεν έχω να αμφισβητήσω τίποτα, καθώς είναι γνωστά αυτά από τις διάφορες καταγραφές που έχουν γίνει κατά καιρούς. Η προσωπική μου ένσταση έγκειται περισσότερο στην αξιοποίηση της βίας ως εκφραστικού τρόπου σε ένα αισθητικό μέσο, ένα έργο τέχνης, όπως το βιβλίο, το οποίο απευθύνεται και θέλει να μιλήσει και να επιδράσει σε ένα κοινό. Συγκεκριμένα, διατηρώ έναν προβληματισμό και μια επιφύλαξη ως προς το σε ποιο βαθμό η ωμή χρήση βίας σε μια πλοκή εξυπηρετεί την ιστορία χωρίς να γίνεται «αυτοσκοπός» κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να χάσει δηλαδή το νόημά της και απλώς να περνά σαν ένα ακόμη ουδέτερο στοιχείο του σκηνικού, το οποίο ο αναγνώστης παύει να το προσέχει και τελικά αποστρέφει το βλέμμα του από εκεί… Ακόμη, βέβαια, και εγώ ο ίδιος δεν έχω καταλήξει ως προς το πώς τελικά αξιοποιείται η βία στο «Πας», αλλά διατηρώ σε κάποιο βαθμό τις ενστάσεις μου…
Παρ’ όλα αυτά, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να έχει κανείς, πιστεύω ότι το «Πας:Ειρήνη» παραμένει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, το οποίο διατηρεί τα καλύτερα στοιχεία του αστυνομικού είδους, συνδυάζοντάς τα με μια συγγραφική διάθεση για ιστορική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική «περιήγηση» σε έναν κόσμο άγνωστο εν πολλοίς για τον αναγνώστη. Όπως και τα λοιπά έργα του Férey για τη Λατινική Αμερική, έτσι και αυτό θέτει ως στόχο του να μας βυθίσει σε μια χώρα που πληγώθηκε και πληγώνεται ασταμάτητα, με την επιδίωξη να μας προβληματίσει και να μας ευαισθητοποιήσει για όλα εκείνα τα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος των απλών ανθρώπων για κάποια –οποιαδήποτε– συμφέροντα, εμποδίζοντας την επιθυμητή ειρήνη. Ο Férey μας διδάσκει πως το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι απλώς ένα είδος με κέντρο του κάποια αινίγματα, μα περισσότερο ένα όχημα να ανακαλύπτει ο αναγνώστης, μέσα από τη βία και τον περίπλοκο κόσμο του εγκλήματος, εκείνο το κομμάτι των κοινωνιών το οποίο μπορεί να παραμένει στο σκοτάδι αλλά συχνά διαμορφώνει –κυρίως με τρόπο σκληρό και τραγικό– την καθημερινότητα και τη μοίρα ακόμη και των πιο απλών και αθώων ανθρώπων.
Πας: Ειρήνη, του Caryl Férey
Mετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσις Άγρα
σελ. 588