Πατρίδα, του Fernando Aramburu
Το μυθιστόρημα ξεκινά στη σύγχρονη Ισπανία, όταν η ΕΤΑ, η ένοπλη βασκική αυτονομιστική οργάνωση, ανακοινώνει ότι σταματά τον ένοπλο αγώνα. Αυτό το ιστορικής σημασίας γεγονός γίνεται η αφορμή για μια γυναίκα, την Bittori, να επιστρέψει από το San Sebastian, όπου και έμενε, στο χωριό της, με σκοπό να κλείσει το δύσκολο και επώδυνο κεφάλαιο της ζωής της που άνοιξε με τη δολοφονία του άντρα της Txato από τους αυτονομιστές. Αυτή είναι η αφορμή του Aramburu να ξεκινήσει να «απλώνει» την ιστορία του στο χώρο και στο χρόνο. Έτσι η Bittori, ψάχνοντας να βρει ποιος είναι εκείνος που σκότωσε το σύζυγό της, θα αναστατώσει τη φαινομενικά ήρεμη ζωή του χωριού, ανακινώντας το «δύσκολο» παρελθόν. Και περισσότερο, θα αναστατώσει τη ζωή της άλλοτε φίλη της, Miren, της οποίας ο γιος είχε ενταχθεί στην ΕΤΑ και εν τέλει οδηγήθηκε στη φυλακή ως τρομοκράτης. Ο Aramburu εξερευνά τις διαπλεκόμενες ιστορίες των δύο αυτών οικογενειών, οι οποίες στο παρελθόν συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς, αλλά τελικά οι ιστορικοκοινωνικές εξελίξεις και οι διαφορετικές επιλογές τις χώρισαν με βίαιο τρόπο. Σταδιακά, ξεδιπλώνεται στο μυθιστόρημα, κυρίως μέσω αναδρομών στο παρελθόν, ένα μεγάλο κάδρο, αποτελούμενο από πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, τα περισσότερα μέλη των δύο οικογενειών, με αποτέλεσμα να σκιαγραφείται μια πλούσια, ενδιαφέρουσα και συγκινητική ενίοτε ανθρωπογεωγραφία.
Κύριο μέλημα του Aramburu είναι να εστιάσει στα προσωπικά κόστη που πληρώνουν οι απλοί άνθρωποι στην Ιστορία. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει τους λόγους που μπορεί να τροφοδότησαν τη δράση της ΕΤΑ ούτε και να εξετάσει τις περίπλοκες και πολυποίκιλες σχέσεις της βασκικής κοινότητας και της βασκικής ταυτότητας με τον ισπανικό χώρο –κι αυτό είναι κάτι που, κατά τη γνώμη μου, έλειψε από το μυθιστόρημα. Εκείνο που αναδεικνύεται ως το «διακύβευμα» του έργου είναι η προσωπική οπτική, η προσωπική, ψυχολογική και μη, περιπέτεια του κάθε ενός χαρακτήρα, είτε αυτή είναι η χήρα που αναζητά απαντήσεις είτε ο Βάσκος αυτονομιστής μαχητής. Αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία της «Πατρίδας»: να φωτιστούν οι πληγές των ανθρώπων της Χώρας των Βάσκων, σ’ όποια πλευρά κι αν ανήκουν. Το μυθιστόρημα είναι ένα βαθιά ανθρώπινο έργο τέχνης. Τα πρόσωπά του περνούν από μια δύσκολη περίοδο, από άποψη ιστορικών και πολιτικών συνθηκών, και αυτό δεν είναι κάτι που τα αφήνει αλώβητα. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε σύμμαχους και εχθρούς, σε «δικούς μας» και «δικούς τους». Ραγίζουν τις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις. Εξωθούν σε ακραίες συμπεριφορές και συγκρούσεις, σε επιθετικότητα και περιθωριοποίηση. Και μέσα σε τέτοιες συνθήκες, όπως είναι φυσικό, οι άνθρωποι σκληραίνουν, χάνουν τον εαυτό τους, ξεχνούν ό,τι είχαν μάθει ως φυσιολογικό, αναθεωρούν τις προτεραιότητές τους, πληγώνουν τους άλλους και πληγώνονται. Και αυτές οι πληγές είναι, συχνά, ανεπούλωτες.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται ότι υποστηρίζει ο Aramburu είναι πως, μέσα σε ένα τέτοιο ανθρώπινο περιβάλλον που η Ιστορία το έχει σημαδέψει με τέτοιο τρόπο, υπάρχει η δυνατότητα μερικής ίασης, κι αυτή μπορεί να πηγάσει μόνο με τη μνήμη. Η μνήμη είναι μια δύναμη που αντιμάχεται τον κίνδυνο της λήθης και ωθεί το κάθε άτομο να αναζητήσει κάποια επανόρθωση ή συγχώρεση, να επιδιώξει να διορθώσει ό,τι πήγε στραβά, ό,τι κατέστρεψε την ευτυχία του παρελθόντος, ό,τι είχε ως αποτέλεσμα να μολύνει και να διαστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό το μοτίβο του αγώνα της μνήμης κυριαρχεί. Τα περισσότερα πρόσωπα της «Πατρίδας», και κυρίως η Bittori, είναι προσηλωμένα στο στόχο να μην αφήσουν τη λήθη να σκεπάσει τα πάθη τους (πχ. η συνθηκολόγηση της ΕΤΑ δεν πρέπει να είναι κατά την Bittori πρόφαση να «κουκουλωθεί» το παρελθόν για χάρη της συμφιλίωσης). Κάθε πρόσωπο έχει τις δικές του πληγές και προσπαθεί να συμφιλιωθεί μαζί τους και να τις θεραπεύσει είτε μερικά είτε ολικά. Κάθε πρόσωπο έχει τη δική του μικρή ιστορία, τη δική του πορεία στο χρόνο, και προσπαθεί να χτίσει πάνω της το μέλλον του. Και, όπως δείχνει ο Aramburu, αυτό γίνεται μονάχα αν υπάρξει το «κλείσιμο» του κύκλου που δε θα αφήνει ανοιχτά τραύματα, ενοχές, απωθημένα. Εκείνο που προσπαθεί να τονίσει ο συγγραφέας είναι η ανάγκη των ατόμων για εξέλιξη, η οποία ωστόσο δεν συνεπάγεται διαγραφή του παρελθόντος, αλλά μάλλον την επώδυνη αξιοποίησή του.
Ανάμεσα στις αρετές της «Πατρίδας» είναι και η συμφωνία του ύφους και της τεχνικής με τον προσωπικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ο Aramburu επιλέγει σοφά ένα ρεαλιστικό τρόπο γραφής, που δίνει έμφαση τόσο στην αληθοφανή σκιαγράφηση του «σκηνικού» του, είτε αυτό είναι ο τόπος είτε οι διάφορες «σκηνές» στις οποίες εμπλέκονται οι χαρακτήρες [για παράδειγμα, οι ιατρικές περιπέτειες ή περιστατικά ένοπλης ekinxa (δράση στα βασκικά)], όσο και στην πειστική και συναισθηματικά επιδραστική μεταχείριση των προσωπικοτήτων. Έτσι καταφέρνει να καταστήσει την αφήγησή του άμεση και προσιτή στον αναγνώστη, λες και πρόκειται για γεγονότα που καταγράφονται πειστικά, σάμπως να αντανακλώνται σε καθρέπτη. Επιπλέον, άλλα δύο στοιχεία που ενισχύουν εξαιρετικά καλά το αντίκτυπο του έργου είναι ο «ρυθμός» που έχει δοθεί στην αφήγηση, και η επιλογή και διαχείριση των διαφορετικών φωνών και οπτικών που εισάγονται στο κείμενο. Ο Aramburu αποφασίζει να χωρίσει το κείμενό του σε μικρής έκτασης κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους εξιστορούνται από την οπτική διαφορετικών κάθε φορά χαρακτήρων. Μια τέτοια αφηγηματική επιλογή έχει ως αποτέλεσμα η ιστορία να ξετυλίγεται γοργά, χωρίς να προκαλεί την κόπωση ή την απώλεια ενδιαφέροντος του αναγνώστη, ενώ, ταυτόχρονα, ο τρόπος που προσλαμβάνονται τα συμβάντα δεν είναι ούτε κατά διάνοια μονομερής αλλά, αντιθέτως, προσφέρεται μια ευρεία ποικιλία εντυπώσεων και προοπτικών που επιτρέπει στον αναγνώστη να ερμηνεύσει και να εκτιμήσει τα πράγματα πολύπλευρα και σε βάθος.
Η «Πατρίδα» είναι στην ουσία της ένα έργο με μεγάλη συναισθηματική δύναμη, η οποία οφείλεται κυρίως στην επιλογή του συγγραφέα να επενδύσει στα πρόσωπα και στην εξέλιξή τους, στις χαρές και στις απογοητεύσεις τους, στον αγώνα τους να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που αντιστέκεται και προκαλεί. Και είναι πρωτίστως ένα έργο για τους Βάσκους. Έχει χαρακτηριστεί από κριτικούς ως το μεγάλο βασκικό μυθιστόρημα. Αν και δεν είμαι σίγουρος για το magnus opus των Βάσκων, αν και δεν έχω πειστεί ότι ο Aramburu εξάντλησε τον πλούτο και εξερεύνησε σ’ όλο το εύρος της την προβληματικότητα και την πολυπλοκότητα αυτού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εμπειρία της Χώρας των Βάσκων, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως πρόκειται για ένα παράδειγμα λογοτεχνίας που τηρεί μια ευαίσθητη στάση στα πάθη των Βάσκων, σ’ όποια «παράταξη» κι αν ανήκουν, και επιχειρεί να προσεγγίσει με γενναιότητα κάτι που θα το ονομάζαμε πορεία κάθαρσης των κάθε λογής πληγωμένων.
Πατρίδα, του Fernando Aramburu
Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 720