Περί σκότους και… ολίγα άλλα τινά περί ύπαρξης – κατά τον α-σύγχρονο λακωνικό λυρισμό: «έγινε», «τα λέμε», «φιλάκια»
Ομορφιά και σκότος
Οι άνδρες, οι όμορφοι: Marlon Brando ή Montgomery Wood (Giuliano Gemma). Οι γυναίκες, oι όμορφες: Liz Teylor ή Marilyn Monroe; Ομορφότερη η Gradiva, ή, ίσως, η λάγνα, ή το του ερωτισμού σύμβολο, Αφροδίτη της Κνίδου; Πραξιτέλης γαρ! Μα τι να πεις για την Avon, την «διάκονο» της ομορφιάς και τη νέα καμπάνια της “Watch Me Now”. Ο Umberto Eco θα μελαγχολήσει εκεί στον Ουρανό, διότι εάν ζούσε κάτι θα πρόσθετε επ΄ αυτού στην «Ιστορία της Ομορφιάς»! Αλλά «εμείς» έχομε τον Σολωμό: Μην είδατε την ομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει; (Ελύτης, Ο., Εν Λευκώ Αθήνα 2011, σελ. 233). Όμως, να, υπάρχει κάτι λίαν επίκαιρο: απεβίωσε πρόσφατα η Emma Peel (Diana Rigg 1938–2020), γνωστή πρωτίστως από το φιλμ “Mit Schirm, Charme und Melone” («Με ομπρέλα, γοητεία και πεπόνι»). Μια όμορφη, αεράτη ηθοποιός με λαγαρό πνεύμα. Σάρκωνε ρόλους -πρότυπα προσωπικότητας και ερωτισμού.
Απεβίωσε, επίσης, πρόσφατα η μεγάλη μούσα του υπαρξισμού, η κακοποιημένη από το Ναζισμό, η ιέρεια του γαλλικού chanson, Juliette Greco (1927-2020). Εκτυφλωτική ομορφιά, μαγική φωνή, πάθος επαναστατημένου ανθρώπου, αντισυμβατικού. Ενδεδυμένη ισοβίως με μαύρα, όχι εκείνα της θλίψης, αλλά της αυτοπεποίθησης, χαρακτηρίστηκε «ο μαύρος άγγελος». Σε μια ταινία το 1959 με τον O.W. Fischer ήταν η Μαύρη Lorelei. Oι περισσότεροι πάντως την γνώριζαν ως «τη μαύρη μούσα του Saint-Germain-des-Prés» (R. Köchl, Die Zeit, 25.09.2020). Ακόμα-ακόμα στην τότε DDR, σε πείσμα της προλεταριακής κουλτούρας που καταδίκαζε την ομοφυλοφιλία, συναντάμε το 1964 το έργο του Jürgen Wittdorfs “Unter der Dusche” («Κάτω από το ντουζ»), όπου εικονίζονται όμορφοι γκέϊ σέξι, σπόρτλιχ, κοινωνικοί λίαν (Die Welt 28.09.2020). Επίσης, μια αγωνίστρια ενάντια σε κάθε είδους κλισέ, η Meret Oppenheim, «φιλοξενείται» αυτή την εποχή στην Galerie Knöll στην Basel. Mε το όνομά της συνδέεται το έργο του Man Ray “Èrotique voilée” (1933), μια φωτογραφία που, συν τοις άλλοις, προβάλλει το υπερτροφικό Status των ωραίων γυναικών ως μοντέλων και μουσών (R.M.Gropp. FAZ, 26.09.2020).
Αλλά ό,τι ηχεί ωραία, δεν είναι πάντα αληθινό. Δηκτικά υπονοούμενα λοιπόν εδώ για μικροαστικά πλέγματα: Ας φωνάξουμε κοντά μας, για καλό και για κακό, εκείνο το παιδάκι που πλησίασε με τον καθρέφτη του τον Ζαρατούστρα. Για να κοιταζόμαστε κάπου-κάπου κι εμείς οι σοβαροφανείς και φαλιρισμένοι τηρώντας προσεκτικά ημερομηνία που θα βάφουμε μαύρα τα μαλλιά μας, για τον ίδιο σκοπό με εκείνον! Μα καλά οι ωραίοι και σφριγηλοί, αλλά όσοι σούφρωσαν; Σκέτη παραχάραξη. Τι θέλουν με το μαύρο μαλλί να αποδείξουν στον εαυτό τους; Εδώ βέβαια ψάχνουμε και ποια ομπρέλα μας ταιριάζει! (Röthig, S. Berliner Zeitung, 07.10.202).
Το μαύρο είναι διαχρονικό. Ναρκισσισμός, μαύρο και… «μαύρα μάτια στο ποτήρι». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Artemisia Gentileschi, ζωγράφου του μπαρόκ, έργα της οποίας εκτίθενται τώρα σε έκθεση στο Λονδίνο. Ζωγραφίζει, συν τοις άλλοις, μια «θανατηφόρα ομορφιά», αλλά έκδηλο είναι το πάθος της ίδιας να φτιάχνει πορτραίτα του γυμνού εαυτού της σε κάποιες ενδεδειγμένες περιπτώσεις (Rauterberg, H., Die Zeit, 03.10.2020). Ακολουθεί κατά πόδας ο Max Beckmann -έκθεση έργων του συναντάμε επίσης αυτή την εποχή στο αίθουσα τέχνης του Hamburg-, ο οποίος προδίδει ότι είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του ή στον ύψιστο βαθμό ανασφαλής και κραυγάζει συνεχώς «εγώ και εγώ» προς αυτοβεβαίωση της ύπαρξής του (Ι. Βazinger, FAZ, 02.10.2020). Ναρκισσισμός, εγωισμός, θανατηφόρο μαύρο.
Πάντως κερδίζουν «πόντους» μυθιστορήματα, όπως αυτό του Amos Oz «Ιστορία αγάπης και σκότους». Επίσης «Τα πράσινα παιδιά» της βραβευμένης με Νόμπελ Olga Tokarczuk, όπου το σκότος καλά κρατεί. Ομοίως το μυθιστόρημα του νομπελίστα Patrick Modiano «L' Herbe des nuits» («Τα βότανα της νύχτας») (Krause, T., FAZ, 10.10.2020). Υπενθυμίζω με την ευκαιρία το «Μέρα/Νύχτα», του Paul Auster σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη (Μεταίχμιο). Γιατί όχι, όμως, και βιβλία όπως αυτό του Νικήτα Σινιόσογλου «Μαύρες διαθήκες – Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής», (εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2018), με το οποίο επανέρχεται το σκότος του Ναζισμού. Ας περάσουμε όμως σε γλαφυρά, αλλοπρόσαλλα υπονοούμενα: μαύρη μαγεία, μαύρη γάτα, μαύρη ψήφος, Μαυροσκούφηδες στρατιώτες. Θυμηθείτε επίσης εκείνους τους αλαφιασμένους Μαυροσκούφηδες του «μαύρου παρελθόντος» μας! Κακοδαιμονία!
Παραστρατήσαμε, όμως, πήραμε τα πράγματα πολύ ελαφριά! Οπισθοδρομικά, ποταπά, α-νόητα ίσως ακούγονται όλα τούτα, πολύ πίσω μας πηγαίνουν. Αμελητέος χυλός, «αερολυμάτων» το ανάγνωσμα, θα πείτε, ανατρέχοντας στον Rainald Goetz. Όχι δεν πρόκειται για πνευματώδες χιούμορ. Πέφτει εν τέλει το σκότος, η ομορφιά όντως σβήνει. Όλα τελειώνουν, ακόμα και «οι ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε», μας ειδοποιεί ο Κ.Βάρναλης («Σκλάβοι Πολιορκημένοι»). Δεν δεσπόζεις με το πέρασμα του χρόνου την ξεθωριασμένη σου ματιά. Ναι, αλλά τα αστέρια μόνο τη νύχτα λάμπουν. Και τα όνειρα δε γνωρίζουν ημέρα και νύχτα. Ω, ναι, οι πυγολαμπίδες ποτέ δεν θύμωσαν τη νύχτα για να κρυφτούν. Το μαύρο δεν αποκλείεται να είναι όμορφο, πολύ όμορφο.
Γιατί, σεβαστοί μου άγιοι, «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα»; Δεν είναι όλα «ποίημα των χειρών Του» εξ ου και όμορφα; Γιατί βαθύγνωμε Πίνδαρε «Σκιάς όναρ άνθρωπος»; Ακόμα και το μαραμένο χόρτο μυρίζει ωραία. Ερωτευμένοι με το Τίποτα θα ζούμε; «Μην πεις ποτέ σου δεν είν΄ όμορφη η ζωή» αναφωνεί ο ποιητής Τ.Βαρβιτσιώτης. Υπεράνω όλων η ζωή: «Μιαν αστραπή κοιμήθη ο Χάρος και τη ζωή νειρεύτη», η «διαπίστωση» του Καζαντζάκη στην Οδύσσεια.
Ενδεχομένως ολημερίς να ζεις αλλόφρονος στη στραβομάρα σου ή να «κοιμάσαι όρθιος» ανάμεσα σε τσούρμο, σε συρφετό μαλθακών ανθρώπων, ενώ ολονυχτίς να απολαμβάνεις την απόλυτη φεγγοβολή, ή να κινητοποιείς υπνώτουσες δυνάμεις και αστείρευτους πόθους σου. Η νύχτα δεν κρύβει το φως, το αιχμαλωτίζει. Εχεμύθειες στις συναντήσεις. Μήπως έρωτας στο σκοτάδι δεν ήταν ανέκαθεν ενδιαφέρον θέμα για τους υπαρξιστές; Δεν πεθαίνει βέβαια κανένας, εδώ που τα λέμε, με το να βογκάει, από αηδία, αλλά και μέρα-μεσημέρι, μπροστά στα μάτια μας; Τη νύχτα όλα επιτρέπονται, οι επιθυμίες φουντώνουν. Δεν υπάρχουν αναξιόπρεπα. Επίκληση στη Σαπφώ για βοήθεια:
Δέδυκε μεν α Σελάνα και Πληιάδες,
μέσαι δε νύκτες, παρά δ’ έρχεται ώρα,
εγώ δε μόνα καθεύδω.
Μαράζι, κι αυτό, κατάβαθα στην ποιήτρια. Δεν ξέρω βέβαια τι «τον έπιασε» τον Κ. Καστοριάδη που μεταφράζει το «παρά δ΄ έρχεται ώρα» περνάνε, εποχή, ώρα, νιότη. Θα είχαμε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων, αν ζούσε τόσο αυτός, όσο και ο Heidegger -με τη δαιδαλώδη δυστομία του, με τους γλωσσικούς και μεταφραστικούς του ακροβατισμούς-, αν θυμηθούμε την ανελέητη κριτική του Κορνήλιου στις μεταφραστικές «αυθαιρεσίες» του γερμανού φιλοσόφου στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η μοναξιά τα μεσάνυχτα είναι το θέμα της παραπάνω στροφής. Είναι κρίμα να περνάνε χωρίς σύντροφο. Η στροφή κοσμεί αμετάφραστη την Landesbibliothek στην Stuttgart, θυμίζοντας σε όσους συχνάζαμε εκεί μια μεγάλη ελληνική λυρική παρακαταθήκη, η οποία υπερβαίνει σύνορα, γίνεται οικουμενική: μια υπαρξιακή-οντολογική συνθήκη που συνυφαίνεται αποκλειστικά με το μέσον της νύχτας. Αχ αυτά τα μεσάνυχτα, τα τόσο ευεπίφορα σε ηδονικές υπεκφυγές! Τι μπορούν να μας σκαρώσουν! Το «κερασάκι τώρα στην τούρτα» από το Βιβλικό «Άσμα Ασμάτων» το γεμάτο με ενδιαφέρουσες ανελίξεις σκέψεων και φθογγολογική μεστότητα:
Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου·
Εν τέλει, η ομορφιά δεν κοσμεί μόνο τις ωραίες και τους ωραίους του Κινηματογράφου. Κοσμεί απίθανες γυναίκες όπως ήταν, ας πούμε, η Λέλα Καραγιάννη- αντιπαραβολή στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού κρίνεται αδόκιμη-, γυναίκες που αντιμάχονται το βαρβαρικό έρεβος με τίμημα βασανιστήρια ή ακόμα εκτέλεση. Που δονούνται σύγκορμες από ιδανικά. Φέρνουν στη ζωή μας πολύ φως, κομίζουν στη ζωή μεγάλη αλήθεια, η οποία κοσμεί φρόνιμη η ύπαρξη, οπότε η ομορφιά μεταγράφεται σε ωραιότητα. Τι δηλαδή, δεν έπαιζε ωραία κιθάρα ο Jimi Hendrix; «Ωραία Ελένη» ή «ωραία περάσαμε», ή «ωραίος άνθρωπος» αυτός ο Χ! Προσφυγή όμως εδώ στις «μεγάλες δυνάμεις»: Το αληθές ανταποκρίνεται στο ωραίο, το Είναι του ωραίου είναι εμφανέστατο (Heidegger, Μ., Τι είναι φιλοσοφία, μετ. Α.Βαγενά, Αθήνα αχρ.124). Και ο Hölderlin στο «Hyperion»: … το Πάνθεο κάθε Ωραίου ανατέλλει από την ελληνική γη» (Hölderlin, F., Hyperion hrsg. von J.Schmidt, Frankfurt a.M. 1979, 135). Γέφυρα στη Σαπφώ μας έριξε ο ποιητής: «Ο μεν γαρ κάλος όσσον ίδην πέλεται (κάλος)/ ο δε κάγαθος αυτίκα και κάλος έσσεται» («Αυτός που είναι ωραίος, είναι ωραίος στην όψη,/αυτός όμως που είναι και καλός, θα είναι αυτόματα και ωραίος») (Bowra, C.M., Αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, Α΄ τομ., μετ. Ι.Ν.Καζάζης, Αθήνα 1983, σελ.320).
Ασπίδα στο μαύρο! Κοσμεί η ομορφιά απόβλητους «μαύρους» διαπρεπείς ανά τον κόσμο (σε πείσμα της λαϊκής έκφρασης «θα σε φάει το μαύρο σκοτάδι»), για να μνημονεύσω έναν γνωστό-άγνωστο εν Ελλάδι, τον Anton Wilhelm Amo (1703-1753), ο οποίος από την Γκάνα βρέθηκε στη Γερμανία. Όσο κι αν διαφωνεί κανείς με την αφόρητη άποψή του περί δια-χωρισμού σώματος και ψυχής, γεγονός είναι ότι σε αποικιοκρατική εποχή, τουτέστι σε εποχή σκότους, νάσου η έκ-λαμψή του. Βέβαια, ο Johny Pitts στο βιβλίο του «Afropäisch: tourn durch die schwarze Welt Europas” («Aφροπαίος: Ένα ταξίδι στον μαύρο κόσμο της Ευρώπης» μετ. από τα Αγγλικά του H.Dierlamm, Suhrkamp, Βερολίνο 2020) θα μας προσγειώσει στο σήμερα με αυτό τον πρωτότυπο όρο “Afropäisch”. Δείτε όμως και το φιλμ της Philippa Lowthorpe “Die Misswahl – Der Beginn einer Revolution” («Η νοθευμένη εκλογή-Η αρχή μιας επανάστασης») που βασίζεται σε αληθινά, σκανδαλώδη συμβάντα το 1970, όταν η μαύρη καλλονή Jennifer Hosten από την Καραϊβική, αποικία τότε των Άγγλων, εκλέχτηκε Miss World (Wiesner, M., FAZ, 06.10.2020). Θυμίζω επίσης ότι “Becoming Black” είναι τώρα ένα Dokumentationsfilm της Ines Johnson-Spain, η οποία μεγάλωσε ως μαύρο παιδί λευκών γονέων στην τότε DDR. Διηγήσεις για επιβολή σιωπής και συστηματικό ρατσισμό πλεονάζουν (Dell,M., Die Zeit, 09.10.2020). Σημαντική ωσαύτως η τελευταία δημοσίευση του Tilman Krause “Erzählt mehr schwarze Leben!” («Μολόγα πιο πολύ μαύρη ζωή») (Die Welt, 10.10.2020).
Θα μιλάμε μόνο για ανθρώπινα δικαιώματα των απαυδισμένων μαύρων που η αποικιοκρατία έκανε το βίο τους αβίωτο και θα τους ξαποστείλουμε, ή και για την όποια πολιτιστική παρουσία τους στην Ευρώπη; (Eckert, A., Die Zeit, 06.09.2020). Στο Haus der Kunst του Μονάχου εκτίθενται σήμερα έργα του ζωγράφου Michael Armitage από την Κένυα. Κακοζωισμένοι, ναι, δυσειδείς κάποτε, αλλά άνθρωποι. Τροφή τους η τέχνη. Παραφράζοντας ό,τι είπε ο Heidegger για την Ελληνική συνείδηση: Ο βαθμός κάθε λαϊκής συνείδησης απανταχού της γης συνιστά «αναβαθμίδα ωραιότητας» (Heidegger ό.π.α.). Παράδειγμα; Κάθε που βραδιάζει κουβεντιάζουμε με το νερό της ακροποταμιάς στη Σεργούλα, μέχρι που αρχίζει η φεγγαρόφωτη νύχτα να φλερτάρει με την τρελή χαρά των παιδιών απ΄ όλες τις πατρίδες, όταν μεσάνυχτα παίζουν στην πλατεϊτσα, αυτοί οι υποβολείς της Αιωνιότητας. Μα ποια είναι ετούτη; Σίγουρα όχι μια μονότονη χρονική ροή, αλλά η αστραπή που λαμπικάρει στην πιο πυκνή νύχτα τη «φύση» της ύπαρξής μας.
Φωτιά στα μπατζάκια μας. Υπερβαίνεις, ανεπίδεχτος αναλύσεων, συνήθη κλισέ περί Μαύρου ακόμα και με μια απλή σκέψη, ότι δηλαδή, να, φοράμε μερικοί μαύρο κουστούμι ή μαύρο φόρεμα για την πιο επίσημη εκδήλωση. Από εκεί «στα άκρα», στο εισέτι Αναποκάλυπτο: … «στο γόνιμο σκοτάδι του κυττάρου» (Hall Calvin). Όχι στην πένθιμα μαυροντυμένη ύπαρξη- ναι στην σκοτεινή χώρα της κύησης, την φωτογόνο μήτρα, ναι στο «ποιητικό» σκότος. Λάμπει κάποτε το νυχτερινό μυστήριο, μοιράζει η νύχτα τ΄ ασημικά της. Χρειάζεται βέβαια αισθητήριο θάρρος να το διαπιστώσεις. Και δεν είναι μόνον «η ομιλία χρυσός» («ευτυχισμένο παιδί» του flix στο: FAZ 25.09.2020), αλλά και η νύχτα: πως θα είχαμε μαγική νυχτερινή πανσέληνο; Μόνο με το φως της; Μα, ξεχνάς ποτέ τον Σολωμό; «Αφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες. / Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!». Με όλα εκείνα που μένουν άρρητα. Γιομάτη παράπονα και «μικρόβια» πυρωμένων καημών.
Θέλει τέχνη η αποκωδικοποίηση της νύχτας, μεγαλύτερη προσοχή από εκείνους τους «καταδικασμένους» στο φως που την αποστέργουν. Αναμένεται όπου νάναι από τη Δήμητρα Κωτούλα και τον Χάρη Βλαβιανό και η μετάφραση της συλλογής «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (2014) της τιμημένης εφέτος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Αμερικανίδας ποιήτριας Louise Glück (εκδόσεις Στερέωμα). Μα τι λέμε; Ξεχνιέται ποτέ η Σερενάτα του F.G.Lorka; «Στου ποταμού τις όχθες/βρέχεται η νύχτα/…………/ η νύχτα τραγουδάει γυμνή../Η νύχτα η καμωμένη από γλυκάνισο κι ασήμι». Ομοίως στο «Τραγούδι στην ξεραμένη πορτοκαλιά»: «Κ΄ η νύχτα με αντιγράφει/ σε όλα της τ΄ άστρα». Δεν απευθύνεται αυτή η ποίηση σε ανθρώπους-νιάνιαρα με πνευματική αποστείρωση, μα σ΄ εκείνους που και να φέξει δεν παύουν να ονειρεύονται.
Δε μάθαμε από βιβλία, όσοι καταγόμαστε από τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, τα χρώματα της νύχτας, αλλά αναπνέοντάς την καθώς η αφή μας απλωνόταν στο κορμί της. Γι΄ αυτό, χωρίς ποτέ να παραθεωρήσουμε τον νατουραλισμό που, πικρή η αλήθεια, «μας άφησε χρόνια», από την άλλη δεν μας αιφνιδίασε η λεγόμενη αφηρημένη τέχνη κορυφαίων καλλιτεχνών όπως οι Wassily Kandinsky και Pαul Klee. Αναφορικά με το θέμα μας από τα έργα του Kandinsky θυμίζουμε ιδιαίτερα δύο στα οποία κυριαρχεί το μαύρο, «Διάφοροι κύκλοι» και «Μαύρες γραμμές». Αλλά και ποιος να φανταστεί τον Pαul Klee να ζωγραφίζει «μαύρο» ήλιο στο έργο του «Φωτιά στην πανσέληνο». Πέραν αυτού, με το μαύρο στον πυρήνα τους και τα έργα του «Νυχτερινά λουλούδια», «Μαύρος πρίγκιπας», «Παλαιός χτύπος, αφηρημένο στο μαύρο», καθώς και το «Χρυσόψαρο» που αναλαμβάνει στον σκοτεινό βυθό ρόλο φωτοδότη. Όμως το κορυφαίο του έργο «Η πανσέληνος» (1919), όπου φύση, άνθρωποι και το εγώ του καλλιτέχνη συμφύρονται σε μια μεθυστική συμπαράθεση γεωμετρικών σχημάτων και χρωμάτων χωρίς αρχή και τέλος, σε κάνει να αναφωνείς: η νύχτα πέθανε, ζήτω η νύχτα. Ο πίνακας είναι πανόραμα νοημάτων για όσους αναζητούν μιαν νεοφανή πραγματικότητα πέραν της φύσης. Το καίριο δεν είναι μια κάποια φεγγαράδα- η σελήνη ασφαλώς δεσπόζει στο όλο έργο τοποθετημένη επάνω ψηλά-,αλλά το γεγονός ότι εκεί που τα ανυποψίαστα μάτια υπέθεταν ότι υπάρχει σκότος, εκεί λούζονται με το φως πάνω σε ένα «σώμα» ένα σωρό αλληλένδετες βαθύτερες αλήθειες. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται χάρη στην μαεστρία του ασυνειδήτου από την εξοχή σε έναν αποσπασμένο, σε ένα αδιάφορο για τη θρησκεία και απρόσιτο από την ψυχολογία, υπερκείμενο και λίαν πολύπλοκο τόπο, μόνο και μόνο με μια κίνηση αθωότητας, η οποία προήλθε τόσο από την αιμομιξία μυθοποίησης και ονείρου, όσο και από εκείνη την καλλιτεχνική λαθροχειρία που δεν δημιουργεί αντικείμενα, αλλά «έργα», για να θυμηθούμε του Heidegger το πάθος να καταφεύγει στην ελληνική α-λήθεια. Είδες, λοιπόν, το σκότος! Είδες η πανσέληνος; Λαμπικάρει έναν ολόκληρο «κόσμο», μια εξοχή, από την οποία λείπουν οι άνθρωποι, όμως οσφραίνεσαι ότι σπιτώθηκαν. Και το λίαν ενδιαφέρον είναι ότι μας παραπέμπει στη “Mondscheinsonate” («Σονάτα της ανατολής της σελήνης») του Beethoven (Grohmann, W., Der Maler Klee,Köln 1977,78)
Το διπλό πρόσωπο του σκότους
Ω ψυχή μου, κάθε ήλιο έχυσα πάνω σου και κάθε νύχτα και κάθε σιωπή και κάθε επιθυμία: και μου μεγάλωσες ως κλήμα αμπέλου
Παραβλέπουμε εδώ εκείνο το συμβολικό νόημα του μαύρου και του σκότους που κατά κανόνα ζει και βασιλεύει διαχρονικά παραπέμποντας σε άλαμπη νύχτα, σε σκοταδισμό, παράλογο ριζικό και βαρβαρότητα. Μας θυμίζει «τυφλές κηλίδες» (“blinden flecken”) Ναζισμού, το μουντό ανάγνωσμα, μάλιστα με αναφορά στην Hannah Arendt, το κείμενο της Priya Basil (FAZ 06.10.2020). Το έρεβος που λέγεται Dachau και «φούρνοι» παραμένει σύμβολο μαύρου Ναζισμού και «μάρτυς» μου σήμερα η Christian Lüth, τέως εκπρόσωπος του κόμματος του ακροδεξιού ΑFD. Σήκωσε μπαντιγέρα και μαύρα φουσάτα η μακελάρισσα- μαύρο φίδι-, δεν διστάζει να προτείνει για τους πρόσφυγες «εξαέρωση» ή «πυροβολισμό» (FAZ 29.09.2020). Κολυμπάνε πολλοί στα κάτουρα. Στερεοτύπων η συνέχεια και «μαύρο πρόβατο» στο παχνί ο διαφορετικός. Αναφερόμαστε όμως εδώ στην έννοια του σκότους με το βλέμμα στην κυριολεκτική, όσο και στη θετική συμβολική του πτυχή. Κανένας δεν του ζήτησε να υπάρχει κι όλοι το μισούμε.
Τι, διάολε, είναι εν τέλει σκότος; Είναι ένας τόπος ατμόσφαιρας μυστικής, στην οποία αναδύονται όλα τα κορυφαία αρχέτυπα και υπο-νοούμενα του κόσμου. Στο σύμπαν και στην ανθρώπινη ύπαρξη εμφιλοχωρεί απροσδιόριστη, αγαθοποιός όμως σκοτεινή ύλη. Είναι, άραγε, ο πρίγκιπας του σκότους, καθώς τον θέλει ο Σαίξπηρ («Βασιλιάς Ληρ»), ένας τζέντλεμαν; Έχει δίκιο ο ίδιος, όταν λέγει ότι «δεν υπάρχει σκότος, αλλά άγνοια»; Ή, πάλι, όταν διατείνεται ότι η κόλαση είναι άδεια, όλοι οι διάβολοι είναι εδώ; Όλα είναι δυνατά στο σκότος. Ακόμα και μια χώρα, όπου «τραγουδούν οι νεκροί». Ακόμα-ακόμα και ο έρωτας ενός καταδύτη με το χταπόδι στο σκοτεινό θαλάσσιο βυθό! (Lüdemann, D., Die Zeit 29.09.2020). Και κάθε φαντασμαγορία.
Πάντως, αυτό που ονομάζουμε σκότος, με οποιοδήποτε άλλο όνομα πάλι θα μας παρέπεμπε στην έλλειψη φωτός. Όμως δεν είναι ικανή η έλλειψη φωτός να αντιστοιχηθεί με την επώδυνη παράσταση που έχουμε περί σκότους. Στο σκότος ίσως κρύβεται ένας θησαυρός που μέλει να μας εκπλήξει. Αξίζει να τον διαφεντέψουμε. Ψαχουλεύεις εκεί. Πρέπει να μαντεύεις συνεχώς τι κρύβει το σκότος. Ο ήλιος μόνο προσωρινά το διώχνει, χέρι-χέρι πηγαίνουν. Όντας καθένας εξ ημών συνοδοιπόρος ανάμεσά τους κρατάει με το ένα χέρι του κι από ένα. Άλλος «κοιμάται όρθιος» μέρα-μεσημέρι, παρακούζουλος, κι άλλος τα μεσάνυχτα καταστρώνει τα μιλημένα- τιμημένα.
Με τυφλώνει ο ήλιος, μόνο και μόνο γιατί το μάτι μου είναι ηλιοειδές. Τη νύχτα όμως τα μάτια μου κολλάνε στην ομορφιά που λέγεται σελήνη. Θέλω να χαθώ μέσα στο σεληνόφως που πασπαλίζει τα δένδρα του δάσους, για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου στο σκότος. Εγώ κι αυτό έχουμε κοινή μιαν ανεξερεύνητη πλευρά που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Αλλάζουμε συνεχώς τόπο, καραδοκώντας για την καίρια χειρονομία του χρόνου, τον καιρό, το εξαίφνης. Το χρυσόνειρο. Με εξάπτουν οι αντιφάσεις, να, ότι το σκότος είναι αυτό που κρύβει ολωσδιόλου τον ήλιο. Μα εκείνο είναι που βγάζει νυχτοφύλακες τ΄ αστέρια. Όχι και πάλι όχι, δεν ανήκω στο φωτοφοβούμενο είδος. Με νυχτοφύλακα βέβαια την συνείδησή μου τα βγάζω και εγώ πέρα στους διακανονισμούς μου με τσαρλατάνους και μπεκρολόγους «ευγενείς φωτοδότες». Ακολουθώ τον κύκλο που διέπεται από την αλληλουχία σκότος-φως-σκότος-φως. Μόνον έτσι ψιθυρίζεις κάτι για το Αιώνιο, αφήνοντας τις κοπριές των πουλιών σε μεθυσμένους κατάμαυρους ψύλλους. Ακολουθώ μεσάνυχτα τ΄ αηδόνια, το πετιμέζι της γιαγιάς καταμεσήμερο. Ανορθολόγιστα, σπασμωδικά τα πάντα, όχι πάντως αισχροκερδή.
Διπλό το πρόσωπο του σκότους. Μαύρο το επίσημο ανδρικό κουστούμι, ομοίως το νυχτερινό γυναικείο φόρεμα. Μαύρο όμως φορούν οι Κρητικοί, αλλά και οι κληρικοί, γεγονός που σε κάνει να απορείς για τις ιδιάζουσες διαβαθμίσεις του πένθους.
Στον Novalis o N.Δήμου, και σε αντιστοίχιση με τον Ελύτη, καταγράφει τις απολαβές του σκότους. Θα μας πει ο νεαρός Γερμανός ποιητής:
Πιο ουράνια από εκείνα τα απαστράπτοντα αστέρια μας φαίνονται τα άπειρα μάτια
Που ανοίγει μέσα μας η Νύχτα.
Τι μας λέγει ο ίδιος ποιητής περί σκότους και νύχτας; «Τότε νοιώθω αιώνια αμετάβλητη πίστη στον ουρανό της νύχτας και στο φως του». Το φως της ημέρας είναι «βασιλέας της γήϊνης φύσης», τον κερδίζει η «βασίλισσα του κόσμου», εκείνου «του άγιου κόσμου» που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις σαν αυτές της γήϊνης ύπαρξης. Ο «άγιος ύπνος», επίσης, είναι για τον ποιητή το μέσον της προσέγγισης του σκότους. Μόνο που εδώ εννοεί εκείνον του οίνου και των «ουσιών, του έρωτα και του θανάτου. Έγραψε ο ίδιος και τους «Ύμνους στην Νύχτα», στους οποίους η νεκρή Βεατρίκη είναι ο «ήλιος της νύχτας» που λυτρώνει από τα δεσμά του φωτός.
Μια πρώτη γεύση εδώ από τον Hölderlin που μ΄ ενθουσιάζει: «Νιότη, νιότη, αναφώνησε, μετά θέλω να πιω από την πηγή σου, μετά θέλω να ζω και ν΄ αγαπώ. Είμαι πολύ της αγάπης, Ουρανέ της Νύχτας- συνέχισε σαν μεθυσμένος με το που στάθηκε κάτω από το παράθυρο- όπως η κληματαριά ζάλη μου φέρνεις και τ΄ αστέρια σου σαν τα σταφύλια κρέμονται» (Hölderlin,F.,Yperion ό.π.α.,135). Μαργιόλα νύχτα και νυχτοπερπατήματα. Σκότος, καθώς και φαεινότητα της νύχτας είναι και του Heidegger επιλογή.
Ιδού τώρα και κάτι επίκαιρο, λίαν επίκαιρο: Μιλάμε πολύ για μαύρες τρύπες και ομορφιά στο σκοτάδι, για ιδιότητες της «σκοτεινής ύλης». Όλα τούτα δεν είναι πλέον φαντασίας αποκυήματα, αλλά ερευνητικό αριστουργηματικό αποτέλεσμα συνεργασίας Επιστήμης και Τεχνολογίας κατά τον Σ. Κατσανέβα, καθηγητή στο Paris-Université και διευθυντής του European Gravitational Observatory (EGO) (συνεντ. στη Λίνα Γιάνναρου, εφ.Καθημερινή 15.09.2020). Η συνέχεια γνωστή με το εφετινό Νόμπελ Φυσικής.
Ο Π.Μπουκάλας παρουσιάζει με μια σύντομη πινελιά το βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη «Φυσική ιστορία του θανάτου». Μότο του βιβλίου είναι, η φράση «Λάμπει ανελέητο το σκότος». Δύο «εκ φύσεως» διεστώτα, το σκότος και η λάμψη, συμπορεύονται. Ο αρθρογράφος ανατρέχει σε προδρόμους ποιητικές ιδέες. Στο «αγγελικό και μαύρο φως» της «Κίχλης» του Γιώργου Σεφέρη και στο «μαύρο άστρο» του Μίλτου Σαχτούρη (εφ. Καθημερινή 31.01.2006). Φως, λοιπόν, το σκοτάδι και φαεινότατο το έρεβος, ολόλαμπρο. Και μια μικρή γεύση από Παπαδιαμάντη όταν το σκότος είναι «στίλβον» και «υπόφαιον». Μόνο συσκότιση και σκοταδισμό θα διατυμπανίζουμε;
Καταφεύγω εδώ σε κάποιους στίχους του ποιητή Heinrich Heine: «Η ευτυχία είναι μια ελαφριά πόρνη», δεν παραμένει στον ίδιο τόπο για πολύ, σε αντίθεση προς την «κυρά δυστυχία» (“Frau Unglück”), που δηλώνει πως δεν βιάζεται, κάθεται κοντά στο κρεβάτι σου και πλέκει (Mayer,M., “Das Glück ist eine leichte Dirne”, FAZ 11.09.2020). Ας παραφράσουμε: Είναι το κατά Novali σκότος, ήτοι η «βασίλισσα του κόσμου», η «κυρά νύχτα», μόνιμη συνοδός μας – βαριά η νύχτα και βαρύ το πένθος!- η αντίθεση, προς το βιαστικό και ασύλληπτο λόγω της πολυθρύλητης ταχύτητάς του, φως που είναι τόσο ελαφρύ και δεν ζυγίζεται με τίποτα; «Έχουμε μεσάνυχτα» όσον αφορά στην αλήθεια του κόσμου και της ύπαρξής μας! Έχουμε όμως αναντίρρητα έναστρο ουρανό, τι απόλαυση κι αυτή. Αντί να παιδιαρίζεις και να χαμοσέρνεσαι ολημερίς σε ευτελή, φανταχτερά και παρδαλά υποκατάστατα της νύχτας, απόλαυσέ τον!
Το πιο μεγάλο σκοτάδι έχει το δικό του φως, θα μας πει ο Αμερικανός ποιητής Theodore Roethke (1908-1963). Παραπλήσια και η ακόλουθη άποψη της Ελβετο-αμερικανίδας ψυχολόγου Elisabeth Kübler-Ross (1926-2004) : «Οι άνθρωποι είναι σαν τα παράθυρα βιτρώ. Γυαλίζουν και αστράφτουν όσο ο ήλιος φέγγει απ’ έξω, αλλά όταν πέσει το σκοτάδι, η πραγματική τους ομορφιά αποκαλύπτεται μόνο από ένα εσωτερικό φως». Ησυχασμός εν όψει! Οι ασκητές έχουν τη νύχτα ιδανικό σκηνικό κοινοβιακής συν-ύπαρξης. Κάθε άλλη «λάμψη», πλην αυτή της νύχτας και της αγρυπνίας ψεύδεται. Εξαιρουμένου του τυφλού Τειρεσία, που έβλεπε τα πάντα, τα απροσπέλαστα με το φως. Φως και σκότος αποτελούν,από την άλλη, ένα γαμήλιο ζευγάρωμα. Την ημέρα βλέπουμε άμεσα, τη νύχτα διαθλαστικά.
Στο ποίημα «Ενεργειακόν οκτάριον (Ύλη- Αντιύλη)» του Κ. Μπούρα καταφεύγω τώρα:
Να χαίρεσαι τη γειτνίαση με το Σκότος
Γιατί γεννάει ΦωςΔες τε και κάτι εισέτι από το έργο του «Σκοτεινό κι ερεβώδες»:
Το σκοτεινό κι ερεβώδες
Μην φοβήσθαι, αγαπητοί μου.
Είναι το λίπασμα το σκαιόν
Για να αναπτυχθεί
Η πασιφανής αχειροποίητος
Λευκότης.
Και «πάει λέγοντας» για την αναγκαιότητα του σκότους. Στο «Φως το Αληθινόν» διαβάζουμε:
Όταν ξαναγίνω τυφλός
Θ’ αναβλέψω
Το Φως το Αληθινόν.
Όψεις ζωής περίεργης όλα αυτά. Μας οδηγούν στην άλλη πλευρά της αλήθειας που εντοπίζει στο ανελέητο σκότος αντί της δυσφορίας ένα σαϊτοβόλο φως κατά πάσης μυωπίας και καταστατικά στοιχεία της κοσμικής πραγματικότητας, συμπεριλαμβανόμενης και εκείνης του ανθρώπινου Dasein. Δεν νοούνται αυτά τα δύο χωρίς το σκότος τους. Όπως το βουνό αποθέτει τον ίσκιο του, ο ήλιος αποθέτει το σκότος, κι εκείνο με τη σειρά του εκτοξεύει κάθε πρωί τον ήλιο. Εν αρχή ην το σκότος, μα και εν εντέλει το αυτό κατά τη Βίβλο και τους Αστροφυσικούς. Μήπως και η κατά Heidegger α-λήθεια – ανάδυση από τη λήθη – δεν είναι εκπόρευση εκ του σκότους; Ιδού μια γεύση επ΄ αυτού από το ποίημα του Τάσου Ρήτου «Mέσα στο σκοτάδι κρύβεται το φως»:
Το σκοτάδι πρέπει να είναι απόλυτο
... ... ...
Να υπερνικάει όλα τα χρώματα
και όλες τις εικόνες
Να υπάρχει η απόλυτη έλλειψη φωτός
Να μπορείς να ονειρευτείς τα πάντα
Να μπορείς να δεις τα πάντα
Να ζωντανεύει τους πιο κρυφούς σου φόβους
Τους πιο φριχτούς σου εφιάλτες
αλλά και τις πιο ενδόμυχές σου σκέψεις.Τη ζωή
να την εξισώνει με το θάνατο
στον ίδιο πάντα τόνο
Μαύρο
Σκοτεινό
Και τώρα μια στάση στον Μεφιστοφελή του Φάουστ:
εγώ είμαι μέρος εκείνου του μέρους που στην αρχή ήταν το παν,
είμαι μέρος του σκότους που γέννησε το φως,
το αλαζονικό φως το οποίο τώρα από την μητέρα νύχτα
διεκδικεί την εξουσία,
κι όμως δεν κατάφερε τίποτε, όσο κι αν προσπάθησε,
…
Να ξαναπιάσουμε την αρνητική πλευρά; Στίχος Σολωμού: «ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος και έρμο». Αυτό το μέγα σκότος είναι δεδομένο λοιπόν, αλλά ο κίνδυνος ελλοχεύει: σκότος του φωτός ή φως του σκότους; Υπάρχει βέβαια και το «Γελοίο σκότος» του Wolfram Lotz που παραπέμπει στο «Καρδιά του Σκότους» του Joseph Conrad και στο «Αποκάλυψη Τώρα» του Francis Ford Coppola. Και να, επίσης, η απαισιόδοξη φωνή ενός ποιητή: «…φωνές κρυμμένες μες στο σκότος σαν τις στάχτες μου…» (Κοντάκης, Θ.: Αντρέα Τζαντζότο, Πίσω από το τοπίο (Τρία ποιήματα), Μετάφραση-Επίμετρο. Στο Periou. Αλλά, προσοχή, τη νύχτα βγαίνουν πολλές μαρμάγκες στην πιάτσα! Μουσκίδι ο κήπος, αλλά δεν έχει ξεπεζέψει το φως, χρυσοσταλίδες παντού.
Σταχυολογώ και κάτι από τον Δάντη: Το σκοτάδι δεν φεύγει με το άνοιγμα των ματιών, το σκοτάδι, στην κόλαση, «καταπίνει» το φως και το επιστρέφει καυτό στο δέρμα και στο μυαλό των νεκρών. Επίσης, αναφορά ας κάνω και στο έργο του Leo Tolstoy « Η δύναμη του σκότους» (1886), με το οποίο μας μεταφέρει σε ένα έρεβος κοινωνικό, σε ένα σκοτάδι όμοιο του οποίου συναντάς στην «Κόλαση» του Δάντη ή στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Ιδού, όμως, και από τα καθ΄ ημάς, μια ποιητική αναφορά σε μορφή κοινωνικού ερέβους που ζέχνει κυριολεκτικά, χειραγωγημένο από κάποιος αχαϊρευτους που μας τουρλώνονται για το εξουσιαστικό ανεμογκάστρι τους και τους έχει υποστεί ο λαός μας. Με την πέννα του Κ.Παλαμά:
Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,κομματάρχηδες και κοτσαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
– Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου! –
Βυζαντινοί, Γασμούλοι, Λεβαντίνοι.Ρωμαίικο να! Με γεια σου, με χαρά σου.
Ας κλείσουμε εδώ τα ποιητικά καθέκαστα κάνοντας όπισθεν ολοταχώς στον Σοφοκλή για μια αναφορά στο «έλεος» του σκότους:
Ω συ, σκοτάδι, φως δικό μου, ω έρεβος λαμπρό,
πάρτε με σύνοικό σας, πάρτε με· αφού δεν είμαι
άξιος το βλέμμα μου να στρέψω μήτε στο γένος των θεών
μήτε και στων εφήμερων ανθρώπων, προσμένοντας
κάποια βοήθεια
Υπάρχει η τέχνη που πολεμάει το σκότος, αλλά και η τέχνη που το αναπαράγει, υπάρχει «μαύρη» προπαγάνδα αράθυμων που κρύβει την αλήθεια πίσω από μάσκες- μας φέρνει την υπόθεση στην επικαιρότητα ο κορωνοϊός -, υπάρχει και ο σκοταδισμός που βασιλεύει μέρα-μεσημέρι. Ωρύονταν ανέκαθεν στους πιο αποκρουστικούς παράλληλους διαλόγους θεσμισμένων φορέων.
Tη νύχτα «βλέπω αυτό που δεν βλέπω», να και η φράση δεν αφορά αποκλειστικά το σκότος, αλλά τον τυφλό (Setz, C.J., FAZ 10.10.2020). Το σκοτάδι είναι «σκιά» του φωτός. Δεν έχει οντότητα αυτόνομη. «Γλυκιά», λοιπόν, η αλήθεια, μερικές φορές είναι ωφελιμότερο το σκοτάδι της νύχτας, παρά το φως της ημέρας. Δεν εννοώ ότι το προτιμούν οι του «Σπηλαίου» ένοικοι και όσοι λιάζονται άεργοι από το πρωί μέχρι το βράδυ ή ξημεροβραδιάζουν στα χαμώγια και στην καταχνιά καφενειακών αντεγκλήσεων και το χαραμίζουν. Η ιστορία τους εξέμεσε. Ας κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά προέχει από την πλευρά μου να είμαι διατεθειμένος να μπω ακόμα και στο σκοτάδι της ύπαρξής των Άλλων. Ακόμα και στο ακμαίο σκότος του βασιλιά Ληρ, όχι τόσο στην τύφλωση καθαυτή, όσο την απεγνωσμένη ώρα της ανείπωτης φρίκης όταν πεθαίνει δίπλα στη νεκρή Κορδηλία του.
Να μπω στην τετραπέρατη ομορφιά που εκκολάπτεται ακόμα και μέσα στον τρόμο που προκαλείται από ανδρείκελα. Τούτο βέβαια είναι – ιδού πάλι ένα ερεβοκτόνο Existenzialium- και θέμα «ποιοτικής διαθέσεως», όπως θα έλεγε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Και για ορισμένους αμφισβητίες του διπλού προσώπου του σκότους και της ερεβοκτόνου τέχνης ιδού μια απάντηση: «Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων/ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ» (Καροῦζος , Ν., Ἡ Ὀρθοδοξία). Έργο για σπινθηροβόλα πνεύματα, ακατάλληλο για ανεπανόρθωτα βαρύκοους.
Αλλά το πιο προκλητικό ερώτημα είναι τι είδους «σκότος» θα χρεώσουμε στο Θεό, εξαιτίας του γεγονότος ότι αδυνατούν ανθρώπινη γλώσσα και φαντασία να τον συλλάβουν και καταφεύγουμε, αιώνες τώρα, σε αλληγορικά μέσα και πρωτίστως στην τέχνη. Το έργο, για παράδειγμα, του Beethoven “Missa solemnis” («Πανηγυρική Λειτουργία») απασχολεί και σήμερα, που γιορτάζονται τα 250 χρόνια από τη γέννηση του μουσουργού, την βιβλιογραφία. Εδώ όμως μας ενδιαφέρει και για το γεγονός ότι ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας με την Βιβλική εκφραστική, στην οποία βλέπουμε ότι υπήρχε ένα «περιφερόμενο σκότος» («ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου…», Γεν.1,2)- ποιος το δημιούργησε; – έναντι του οποίου αναδύετα το φως. Με το έργο του αυτό, ήτοι με μια νέα Λειτουργία-προσευχή, θέλησε ο Beethoven να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Ροδόλφο. Θα ακουγόταν πρώτη φορά, αλλά στο μεταξύ δεν ολοκληρώθηκε, κατά την τελετή αναγόρευσής του Ροδόλφου σε Αρχιεπίσκοπο Μοραβίας.
Φιλιώνει εδώ ο Beethoven τον Ιησού των φιλοσόφων με τον Ιησού του Δόγματος, τον εκοσμικευμένο χρόνο με τον φιλοσοφικό και χριστιανικό «καιρό», το δε γεγονός ότι ο μεγάλος συνθέτης ήταν «οπαδός» του Kant, κατά το ευρύτερο πνεύμα των Illuminaten της εποχής εκείνης, δεν αποσβαίνει τις όποιες «εκλεκτές συγγένειες» του έργου του με εκείνο του Bach και τη θρησκευτική παράδοση (Δες: Assmann, J., “Kult und Kunst”. Beethovens Missa Solemnis als Gottesdienst, München 2020, Verlag C.H. Beck, παρουσίαση από τον Jan Brachmann στην FΑΖ 11.09.2020). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Helmuth Rilling, μεγάλος συνθέτης της εκκλησιαστικής μουσικής στην πόλη Stuttgart και λαμπρός γνώστης της μουσικής του Bach, διηύθυνε παλιότερα και στο Ηρώδειο την Missa Solemnis.
Αναπλάσεις και απηχήσεις θρησκευτικής κοπής. Κάθε μεγάλη Λειτουργία καταπιάνεται και με το σκότος, έργο και αυτό του Δημιουργού. Εν προκειμένω ας δούμε την Missa Solemnis, σε αντιστοίχιση προς την Δημιουργία, ως εκ σκότους ανάδυση, γεγονός διαχρονικό στη μεγάλη «ποιητική» της τέχνης, αλλά και στην τέχνη της ποίησης. Τούτη τη φορά με την ανεπανάληπτη δραματουργική λάμψη του μουσικού μεγαλείου.
Η τέχνη συνεπώς δεν εξαντλείται σε πολεμική κατά του «συστήματος» ή σε εξορκισμούς που θα κομίσουν ευτυχία, κάτι που σήμερα είναι προφανές στην Biennale του Βερολίνου, όπου εκτίθενται έργα τέχνης από τη Νότια Αμερική. «Παίζει» η τέχνη – συμπληρώνοντας το θεϊκό ποιητικό έργο- ανιδιοτελώς με το έρεβος, τόχει συχνά ως βάση της, επάνω στην οποία χτίζει μιαν μοναδική όψη της ζωής, που κινδυνεύει να καταποντιστεί λόγω του πανικού που προκαλεί η λέξη σκότος. Βέβαια αυτό το έρεβος είναι τόσο πυρακτωμένο που κάποτε καταπίνει πεισιθάνατους συμπαίχτες του. Ακατέργαστο φως ή «έχουμε μεσάνυχτα»; Μας ξάφρισε το άγχος. Αλλά το πουρνό δεν θ΄ αργήσει.
facete: torso τα ανωτέρω και γι΄ αυτό αντί επιλόγου καταφεύγω σε «ακριβές αντίγραφο» του τίτλου: έγινε, τα λέμε, φιλάκια!
**Εικόνα εξωφύλλου: P.Klee “Der Vollmond”