Περιπλανήσεις Ενηλίκων, του Πάνου Γουργουλέτη
Το υπόψη βιβλίο, κοσμημένο με εξαιρετικές ιδέες και γλώσσα περίτεχνη, είναι μια επιμελημένη συλλογή τριάντα τριών ποιημάτων. «Κοινός παρονομαστής» τους είναι μια σειρά προκλητικών, αλλά ανώδυνων και διόλου αμελητέων αντιφάσεων. Από τη μια έκδηλη είναι η απογοήτευση για την απομάγευση του κόσμου («Πως μίκρυνε ο κόσμος..», σελ.8, και «Όλα τώρα φαντάζουν δύσκαμπτα, αρνούνται να χωρέσουν στην ψυχή μου, σελ.9.) και για τα ζιζάνια που έχει ενσπείρει η εξέλιξη. Από την άλλη όμως η ποιητική συλλογή ανατέμνει τη μαγεία της φύσης, της θάλασσας και της ζωής. Και παρόλο που «..ο Άνθρωπος πέθανε» (σελ.24) – Nietzsche εν όψει!- μας παρέχεται η βεβαιότητα ότι τίποτα δεν έχει χαθεί, όλα είναι στο χέρι μας: «Ψάξε για όλα αυτά που νομίζεις πως έχουν χαθεί/ και θα δεις ότι υπάρχουν» (σελ.68).
Κινούμενος ο ποιητής μεταξύ νόστου και ελπίδας, με την ενδοχώρα της ύπαρξής του γεμάτη με διαστρωματώσεις από θνησιμαία υλικά και «αποκαΐδια», μα και ελπίδες («Μπροστά είναι το μέλλον», σελ.44), καθώς και προτροπές («…να ονειρεύεσαι μια καλύτερη μέρα», σελ.66), δεν χάνει τον προσανατολισμό του, τον έσχατο στόχο, συμβολοποιημένο με τη Ροδιά, η οποία ανθεί γονιμότητα και ευτυχία, χαρά και ευημερία. Συνιστά έτι περεταίρω σύμβολο τρυφεράδας και φρόνιμης συνείδησης και σωφροσύνης σε αντιπαραβολή προς τον αλάστορα θνητό.
Και έπεται συνέχεια: Από τη μια σκιαγραφείται η αλλοτρίωση των κοινωνικών σχέσεων, καταγράφεται η απώλεια της Παραδείσιας ζωής της Παιδικότητας, καθώς και η έκπτωση στην απανθρωπία, κάτι παραπέμποντάς μας ευθέως στην Unmeschlichkeit του H. Plessner, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι αναδίδει η ζωή σπιρτάδα που οδηγεί σε αυτοκριτική – σπάνιο είδος!- («Να πεις έκανα λάθη», σελ.64). Εν τέλει μας βγάζει σε ξέφωτο και σε λυκαυγές: «Όσο η πληγή είναι ανοιχτή,/υπάρχει ελπίδα» (σελ.44). Με την αμεσότητα που επιδαψιλεύει το δεύτερο πρόσωπο «σου προτείνει» ο ποιητής συνάντηση σε στιγμές ουτοπίας. Τι άλλο υποφώσκει εδώ από μια, θα έλεγα, αθεράπευτη ποιητική ανάγκη να συναντήσουμε αυτό που όλο μας πλησιάζει, να ακούμε τα ποδοβολητά του, μα και όλο μας υπερβαίνει; Αδύνατον να αντιληφθείς αυτή την ουτοπία του Γουργουλέτη, εάν πρωτύτερα δεν εξαλείψεις το διάστημα που χωρίζει τη μυρουδιά φρεσκοκομμένου τριφυλλιού από τις τσουκνίδες και εν συνεχεία από την νοημοσύνη της Παιδικότητας. Καλύτερη εισαγωγή στο όνειρο και στο αίνιγμα δεν υπάρχει. Το Αυθαίρετο κάνει καλά τη δουλειά του, υπόκωφα βλέπεις!
Στην ποίηση του Πάνου Γουργουλέτη, σ΄ αυτή την κλήση για άλμα στην ουτοπία, σχεδόν σε όλα τα ποιήματα, καταφάσκει η αυταξία κάποιων ωραίων στιγμών στο χωριό του, εν γένει η ανθρώπινη χρονικότητα («Κλείδωσα τις αναμνήσεις μου», σελ.38). Συνάμα ακούγονται αυστηρά υπονοούμενα: «Τι την έκανες τη ζωή σου;/Που τη χάρισες;/Πώς την ξόδεψες; (σελ.46). Ακόμα και όταν αναμοχλεύει την παλαιά και πολυζήτητη Ενότητα και την άσβεστη επιθυμία αποκατάστασης του χαμένου δεσμού («Να ξανασμίξουν οι άνθρωποι…», σελ.32) η χρονικότητα λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Προτάσσεται δηλαδή και εκεί ένας διαχρονικός στόχος ποιητικός και θεολογικός («ίνα ώσι Εν»). Μοίρα κάθε ποιητή είναι να βγάζει στεναγμούς πάνω από ερείπια και από ριγματώσεις, να ελέγχει τη ζωή, να μη διστάζει να ταρακουνάει ακόμα και τον εαυτό του. Να προσαρτά, πάντα για λογαριασμό της Ενότητας, όλες εκείνες τις δονήσεις που τον εμπνέουν. Ο Πάνος Γουργουλέτης το κατορθώνει.
Εάν ποιητής, κατά πρώτο και τελευταίο λόγο, είναι αυτός που πασχίζει, έστω και αδέξια, να υπερβεί την εποχή του, και κάθε τι που τον θέλει «παιδί της» και εάν, εισέτι, είναι αυτός που ανακατεύει την τράπουλα του χρόνου, ονειρευόμενος ένα «περασμένο μέλλον» (R. Koselleck) και, αδημονώντας να συλλάβει τον περιούσιο σπειροειδή αχρηστεύει την ευθύγραμμη πορεία του, τότε από τα τριάντα τρία ποιήματα πιστοποιείται ότι ο Πάνος Γουργουλέτης διαθέτει εξάρτυση ποιητή. Με άλλα λόγια, δεν είναι ποιητής, επειδή γράφει στίχους, αλλά επειδή με όρους του Ελύτη, είναι οπλισμένος με μιαν «ορθή αίσθηση του ποιητικού». Συνάμα, όμως αυτές οι αρετές του τον κρατούν δέσμιο των αντιφατικοτήτων του: είναι ένα «αύταρκες παιδί» που ενώ εορτάζει την απογαλάκτισή του από το χρόνο, δεν παύει η ίδια να τον εμποτίζει με αφιλοκερδή στοιχεία χρονικών ποιητικών παιγνίων («Σ΄αυτούς που νίκησαν/μα έχασαν τα πάντα», σελ.40). Αυτά τον καθιστούν καλό αγωγό μιας ερωτηματοθεσίας, η οποία μας παραπέμπει στην «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου» του Μ.Proust. Τον δικό του, πάντως, αυτόν των αντιφάσεων, θα τον συνόψιζα ως εξής: Χρόνος ανεπίκαιρος και χρόνος καίριος. Το πρώτο επίθετο συγκαταλέγεται στις «φιλοφρονήσεις» της ιστορικότητας, τις βγαλμένες από τα μη ιερά κόκκαλα του Νietzsche, όταν μιλούσε για Unzeitgemäß. Το δεύτερο έχει τη γνωστή μακραίωνη θητεία του στην Παράδοσή μας ως «καιρός», τουτέστι μοναδική στιγμή.
Εύκολα συνομιλεί ο Πάνος Γουργουλέτης με τη θάλασσα, η οποία μάλιστα επιμηκύνει την μικρή αυλή του, τόσο που χωράει όλο τον Κορινθιακό. Λίγα τα βήματα από το «ταπεινό σπιτάκι» που γεννήθηκε – η ποίησή του το αναβαθμίζει σε «αρχοντόσπιτο» – μέχρι την ακτή, ικανά όμως να αναφλέγουν το Ομηρικό-Οδυσσειακό ασυνείδητό του αναδεικνύοντάς τον ποιητή από κούνια. Το πλημμύρισε το γενναιόδωρο κύμα πριν καλά-καλά ενηλικιωθεί. Επάνω του πρόβαλε ο Γουργουλέτης την ύπαρξή του, κι αυτό με τη σειρά του, απονέμοντας δικαιοσύνη, μα και ευγνωμοσύνη, εγγυήθηκε τον καθαρμό της. Καθαρμό, θα μου πείτε, από τι; Από τη σκουριά και τα παρεπόμενα μιας υπνώττουσας συνείδησης και μιας βυθισμένης στα βαλτόνερα του χρόνου μετριότητας.
Συνόμιλος, καθόλου αδέξιος, γίνεται επίσης της φύσης και των ανθρώπων της εποχής του (ιδιαίτερα στα ποιήματα «Το κύμα» και «Ο Ξένος»). Πέραν αυτών των τριών συνομιλητών του, η Παιδικότητά του τον οπλίζει με τις μαγικές, πολυαιώνιες σιωπές της πέτρας – πλεονάζει στον τόπο της καταγωγής του συναγωνιζόμενη το σκίνο και κυρίως τον μαΐστρο – που βρίσκονται στη διαπασών και του βάζουν άλμπουρο και πανιά, για να ανοιχτεί, παρά τις σοροκάδες, στους «Ορίζοντες του κόσμου» (Κ.Αξελός) και να ακούσει τους σφυγμούς του. Οπότε, στα ατομικά του καθρεφτίσματα εύκολα εντοπίζεις την κοινή μας δυσβάσταχτη μοίρα, που εκπέμπει οσμή του Ουδαμού («Ούτε οικείος./Ούτε ξένος…»,σελ.37).
Η άποψη του Πάνου Γουργουλέτη για εχθροπραξίες, κοινωνικές κακοφωνίες και αθλιότητες, αλληθωρισμούς, αλλοτριωμένες σχέσεις, αλλοιώσεις, αδικίες, κενό, μοναξιά, εκφυλισμούς και πανδαιμόνιο πυροδοτούν νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, τουτέστι μιας εποχής εν πολλοίς ανύπαρκτης, εξαιρουμένης της σύντομης παιδική ηλικίας και της όποιας μεταβατικής «χρυσής εποχής» της ιστορίας. Έχουν όμως αφετηρία στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν είναι τέλειος και ότι δεν υπάρχει οριστικός τρόπος να διευθετηθεί η παράνοια. Προκαλούν, πάντως, μαζί με την πνευματική του ανάταση, μια μετατόπισή του βλέμματός του και μια αναρρίχηση σε έναν υπαρξιακό αναβαθμό, απ΄ όπου αναζητά να βρει, ως άλλος Οιδίπους, τις ρίζες του («Θα ξαναβρώ τη χωμάτινη φωλιά που γεννήθηκα», σελ.64). Ο πόθος αυτός είναι διαχρονική επιθυμία και αγωνία κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, που πασχίζει να ενθυλακώσει στο μυαλουδάκι του ψήγματα του μεγάλου μυστηρίου της ζωής. Ιθύνει και τον Πάνο Γουργουλέτη στην αναζήτηση της καταγωγικής του κόσμου, αλλά και της ζωής του αιτίας. Πάντα όμως με το ενδεδειγμένο σέβας στα ερωτήματα ποιος και τι είμαι.
Ακολουθώντας τους βηματισμούς του κρατάμε στο νου μας αυτό που μας διαπορθμεύει από την οδύνη στο όνειρο-στόχο-σκοπό: τη μεγάλη Ροδιά! (σελ.68).
Περιπλανήσεις Ενηλίκων, του Πάνου Γουργουλέτη
σελ. 72