Personal Shopper, του Olivier Assayas
Αρχικά, πορεύεται ως τεθλασμένη ταινία τρόμου που αμφισβητεί τις συμβάσεις του είδους. Στη συνέχεια, αυτοπροσδιορίζεται ως ψυχολογικό θρίλερ οριακών καταστάσεων και επώδυνης αυτογνωσίας. Στο τέλος, εξαϋλώνεται σε έναν ακανόνιστο και σαρδανάπαλο αχταρμά, που αδυνατεί να αξιοποιήσει τα όποια θέλγητρά του.
Το “Personal Shopper”, πράγματι, καταλήγει να βγαίνει άοπλο και αφελές στο πεδίο της μάχης, αλλά εκ πρώτης όψεως δείχνει να διαθέτει πολλά αξιόλογα και φανταχτερά εξαρτήματα, σε πολλά μάλιστα επίπεδα. Από τη στιβαρή παρουσία της Stewart, η οποία ανταποκρίνεται, και μάλιστα αρκετά εντυπωσιακά, σε κάθε λειψή διακλάδωση της ταινίας, μέχρι την αρτιστίκ αφηγηματική δεινότητα του Assayas, που είναι διαχρονικά ικανός να γοητεύσει (έστω και εξαπατώντας), σε στιγμές που δεν κουνιέται φύλλο.
Από την εναρκτήρια υπόσχεση μίας σαγηνευτικής παρέκκλισης μέχρι την οξυδερκή υπόνοια (που δεν μετατρέπεται ποτέ σε εύγλωττη άρθρωση ή υπαινικτική σκέψη) ότι όλα τα δαιμόνια -εσωτερικά και εξωτερικά, καινά και αραχνιασμένα, λυτρωτικά και εκδικητικά- ξεκινούν από τη διαθεσιμότητα ημών των ιδίων. Εν ολίγοις, αν ενεργοποιήσεις τους κατάλληλους υποδοχείς, όλο και κάποιο σκοτάδι θα ταιριάξει. Είτε πρόκειται για κάποιο αθεράπευτο τραύμα του παρελθόντος είτε πρόκειται για τον ανίκητο τρόμο του άγνωστου μέλλοντος. Ο φόβος, πολλές φορές, δεν συνιστά μία εσωτερική αδυναμία, αλλά μία ύπουλη μύχια ανάγκη.
Δυστυχώς, όμως, ο Assayas πέφτει στην ολέθρια παγίδα του να πιστέψει ότι η δική του σκηνοθετική – σεναριακή παγίδα ήταν καλοστημένη και επαρκώς παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, η ενέδρα που διατείνεται πως μας έστησε ήταν κάτι παραπάνω από έκθετη: ήταν μαρτυριάρα. Διότι βροντοφωνάζει μία απροκάλυπτη ανάγκη κατάστρωσης ενός δικτύου συμβολισμών και αμφισημιών, που μοιάζει όμως με φτηνή ταχυδακτυλουργία και όχι με αυθεντική μαγεία. Διότι φανερώνει μία σύγχυση που τραβολογά την ταινία ανάμεσα σε είδη, πατέντες, στυλ, πλαίσια και τονικότητες, χωρίς να της δίνει λίγο χρόνο να ξαποστάσει και να βρει αληθινό (και όχι τεχνητό) ρυθμό. Διότι, τέλος, προδίδει ότι λησμονήθηκε ο βασικός πυλώνας του αξιώματος “Show, not tell”: για να καμουφλάρεις περίτεχνα και σαγηνευτικά αυτό που (δεν) πρόκειται να λεχθεί, πρέπει -αρχικά και πρωτίστως- να είσαι απολύτως βέβαιος ότι έχεις όντως κάτι αξιόλογο να πεις.
Το “Personal Shopper”, λοιπόν, εγκλωβίζεται και ναυαγεί όχι εξαιτίας κάποιας ματαίωσης καλών προθέσεων ή επιμέρους αστοχιών, αλλά με παντελώς δική του υπαιτιότητα. Με τελικό αποτέλεσμα αντί να φανεί βραδυφλεγές, διφορούμενο, υπαινικτικά ερεβώδες, χιουμοριστικά χαώδες και ευφάνταστα απειλητικό, να ακροβατεί ανάμεσα στην κακοσχεδιασμένη φάρσα και την κατά φαντασίαν πρωτοτυπία. Με μοναδικό κρίμα σε όλη την ιστορία το στράφι με το οποίο περιβάλλεται η στιβαρή κι ολόψυχη παρουσιά της Stewart, η οποία επιπλέει σε όποια νερά κι αν την βυθίσει ο Assayas. Ως μέντιουμ που φλερτάρει και συνδιαλέγεται με το επέκεινα. Καθώς την βλέπουμε να οδηγεί βέσπα σε πολύβουους δρόμους, σε μία εικονογραφία ανάμεσα σε Νάνι Μορέτι και νουβέλ βαγκ απομίμηση.
Ως αυθόρμητο αγοροκόριτσο και νόθα σταχτοπούτα των καιρών μας, που αλλάζει δέρμα και ψυχή, μαζί με τα ρούχα. Ως μπερδεμένη κι ορφανή ύπαρξη που ψάχνει και ψάχνεται, γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί ούτε με τη ζωή ούτε με τον θάνατο. Σε όλα τα καλούπια που την πετά ο Assayas, η Stewart ελίσσεται και μεταμορφώνεται με άνεση, προσπαθώντας να δώσει υπόσταση σε ένα χαρακτήρα τόσο χειροπιαστό όσο ο κοπανιστός αέρας. Όσοι βλέπετε στο πρόσωπό της ακόμη την Μπέλα του “Twilight”, ετοιμαστείτε για πολλές εκπλήξεις, εκτός κι αν η Kristen κάνει το λάθος να αυτό-περιχαρακωθεί στην περσόνα του μαγκιόρικου boygirl. Αλλά δεν το πιστεύουμε.
Personal Shopper, του Olivier Assayas
Είδος: Δράμα, Μυστήριο, Θρίλερ
Διάρκεια: 105'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine