Πες στην Μορφίνη, Ακόμη την ψάχνω, της Νικόλ Ρούσσου
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι έγινε η Μορφίνη. Ίσως γλίστρησε σε κάποιον ακάλυπτο, ισορροπώντας με χάρη πάνω στους είκοσι τσιμεντένιους αιώνες της πόλης. Ίσως νιαούρισε μια δυο φορές, σκαρφαλωμένη στο ταρατσάκι του εξαντλητικού λευκού της κόσμου. Έπειτα χάθηκε σαν όλα, μες στις στροφές και τις απομιμήσεις. Κανείς δεν άκουσε κάτω από το φεγγάρι την Μορφίνη να εξαπολύει στον κόσμο το τρυφερό της θρήνο. Βλέπεις, αν η σελήνη δεν ανήκει στον Leopardi, όμορφη και ονειρώδης τότε δεν αξίζει για αγάπη και όνειρο.
Έκτοτε πέρασαν χρόνια, το ταρατσάκι πάλιωσε και το ΄ριξαν οι υγρασίες που θολώνουν το βλέμμα και σβήνουν την ανάμνηση. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς μια και το νόημα σε αυτούς τους καιρούς τους άγριους αναδιαρθρώνεται διαρκώς. Οι άνθρωποι και τα πράγματα φορούν μάσκες πολέμου και έτσι, ακόμη και αν βρεθείς μπροστά της, δεν θα μπορέσεις να πεις με σιγουριά, αυτή είναι η Μορφίνη. Ίσως ταιριάξει με τους ήχους της καρδιάς σου το νωχελικό της σπάραγμα, ίσως σταθεί η αφορμή για τους τυφλούς αυτής της πόλης που κυκλοφορούν εκεί έξω και έχουν χάσει το φως τους τρεις δεκαετίες τώρα. Αυτοί να ξέρεις, βαδίζουν από μνήμης βάζοντας για σημάδι ότι σώθηκε, εκεί έξω.
Η «Μορφίνη» δεν θα άντεχε ετούτα τα χρόνια. Δεν θα ΄χε γραφτεί ποτέ, οι λέξεις της, απλές και εύστοχες θα περίμεναν κλειδωμένες στον προθάλαμο της γραφής. Θα ΄χε αποκτήσει μια σημασία πλατωνική ή απλούστερα θα ΄χε χιμήξει να κατακτήσει την πόλη, γρατζουνώντας, δαγκώνοντας, τεμαχίζοντας την άλλη πλευρά της ταπετσαρίας. Στις φλέβες της Μορφίνης δεν κυκλοφορεί αίμα, παρά μόνον ένας καλά δουλεμένες στωικισμός. Του λόγου της, είναι ο κάθε άνθρωπος η Μορφίνη, με το μέτρο και την οικονομία της κάθε της λέξης, με τα άγρια πάθη της που δεν μοιάζουν καθόλου καλά υπολογισμένα, με τον μεγάλο ύπνο που καραδοκεί έξω από το διαμερισματάκι της, την γυμνότητα και το απότομο που επισήμανε η Virginia Woolf .
Η «Μορφίνη» της Νικόλ Ρούσσου διαθέτει χιλιάδες πρόσωπα. Συχνά παίρνει το πρόσωπο ενός νεκρού μες στην απαντοχή κάποιας αγρύπνιας. Φορά λίγες λέξεις, το δέρμα της είναι ό,τι βλέπεις, είναι φτιαγμένη από την ίδια την ανάγκη και δεν τις χρειάζεται τις διακοσμήσεις. Η «Μορφίνη» γράφεται την εποχή που τελειώνει η γλώσσα, όπως την γνωρίσαμε. Θαρρείς ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία γράφτηκε για να φτάσουμε σε τούτο το σημείο. Που η Μορφίνη προφέρει δυο τρεις λέξεις, αποχαιρετώντας τα όπλα του παλιού, γραφικού αιώνα. Η «Μορφίνη» δεν γυρεύει κανένα προορισμένο, κυοφορεί τις χειρότερες και τις καλύτερες εκδοχές της πολιτείας. Θυμίζει πολύ την περίπτωση κάποιου ονειρευτή ονείρων που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην ποίηση του γερό Ezra, μες στην σιγαλιά της ιταλικής πόλεως Pisa. Όλα ξεχνούν τον χρόνο στο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου, δίνουν τον εαυτό τους στην ζωή που έχουν απέναντί τους, δεν μασούν τα λόγια τους, πίσω καίγονται λεωφόροι, καλοκαίρια, η Αθήνα, τα ετερώνυμα της πόλης. Δεν έχει κλειδιά ο κόσμος που γέννησε την «Μορφίνη», μόνο κουβέντες σκιάχτρων και τοπία κυνηγιού. Αυτοί οι αντιήρωες που παρελαύνουν φυσικοί και αδιάφοροι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, φορούν χαρτονένιες πανοπλίες. Ο καιρός τους έχει κερδίσει στα σημεία και όταν γελούν καταφέρνουν ένα γερό τραύμα στην εθνική συνείδηση που κατορθώνεται με μια στερημένη, staccato ηθική, κιόλας από τότε. Τα παιδιά που περιβάλλουν την Μορφίνη μιλούν με μια άγνωστη γλώσσα. Και όμως διαθέτουν συχνότητα απολύτως συμβατή με την εποχή τους. Δεν τα σημαδεύει καμιά μεγαλοφυία αφού δεν δίνουν δεκάρα για το πρόβλημα του καιρού τους. Θυμίζουν τεχνάσματα που αποκαλύφθηκαν και τώρα περιφέρονται κάλπικα μες στις αγορές. Σέρνουν πίσω τους μια βαριά προσπάθεια και την αγριότητα του καιρού τους. Το χρώμα που αγαπούν είναι το γκρίζο, όλη τους η προσοχή είναι στραμμένη στα φτηνοπράγματα, αφανισμένοι από τον άνεμο και το εξαντλητικό λευκό του φιλμ του Γιάννη Φράγκα που διασκευάζει την «Μορφίνη», δίνουν την αίσθηση παλιών καλοκαιρινών ημερών δίχως αντίκρισμα και ευκολίες.
Τα παιδιά της «Μορφίνης» είναι σπασμένοι άνθρωποι μες στην μεσημεριάτικη μοναξιά της πολιτείας. Θα μπορούσαν στις μεγάλες τους παύσεις να ξαναδώσουν πνοή στην ανυπολόγιστη νηνεμία των ηρώων του Edward Hoper, έτσι όπως κουλουριάζονται στο σκοτάδι, πίνοντας νύχτα και βαριά προσπάθεια.
Φέρνω στο νου μου την «Μορφίνη» της Νικόλ Ρούσσου και ξαναβλέπω τις σκηνές από την ομώνυμη ταινία του Φράγκα. Επιστρατεύω τον Bruno Schulz για να δώσω μια εξήγηση στην παρατεταμένη σιωπή της σοφίτας. Έτσι ονομάζω το δώμα της ταράτσας που είναι κατακτημένο από την Μορφίνη, τώρα και για πάντα. Αναλύω ξανά και ξανά, δίχως αποτέλεσμα τις προφητείες που κυκλοφορούν μες στις φλέβες της. Ο τρόπος της ζωής της συνιστά μια μέθοδο ύπαρξης και όχι συμπεριφοράς, αφού κανείς και τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει την ειρηναία εμπιστοσύνη που δείχνει η Μορφίνη στην μοναξιά της, κάτω από τον κόσμο που μυρίζει αδιέξοδα, βροχή, ουρανό και σύννεφα. Όλα φεύγουν και όμως η «Μορφίνη» παραμένει εδώ γύρω τριάντα ολόκληρα χρόνια σχεδόν, καλά βαλμένη μες στις αποθήκες της λογοτεχνίας μας. Το ενδιαφέρον μαζί της είναι πως διαθέτει μια φωνή διαμορφωμένη από συνθήκες μελλοντικές, που σήμερα αποκωδικοποιούνται περισσότερο από ποτέ μες στην δική μας μοναξιά. Η Νικόλ Ρούσσου ζωγραφίζει την εμπειρία της «Μορφίνης», επιβαρυμένη με το φορτίο της ζωής και την απαράμιλλη εμπειρία που εξευμενίζει την απόχρωση και απαλύνει τον τόνο. Ίσως σε αυτήν την διαπίστωση του Ν. Βατόπουλου να περικλείονται όλοι οι λόγοι που κάνουν το χρώμα της «Μορφίνης» τόσο σπασμένο να μοιάζει, σχεδόν αρνητικό και κομμάτι περίλυπο.
Δεν γνωρίζω πώς ξύπνησε απόψε η παλιά νουβέλα της Νικόλ Ρούσσου. Αν οι ήχοι που διασταυρώνονται με κάθε άλλη τελετή αφορούν το βάδισμά της, τότε είμαι σχεδόν βέβαιος πως η «Μορφίνη» σιγοκαίει ακόμη σαν φυλαχτό κάπου βαθιά μες στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της αθηναϊκής Βαβυλώνας. Αν όχι, τότε φαντάζομαι πως η Μορφίνη σώθηκε και οπλισμένη με τιμιότητα και ευθύτητα κυκλοφορεί σε άλλες συντεταγμένες. Οι μελωδίες της δεν φτάνουν σήμερα στα βρώμικα αυτιά μας.
Όπως και να έχει, αν ποτέ συναντήσει κανείς από εσάς την Μορφίνη, πείτε της, ακόμη την ψάχνω.
Πες στην Μορφίνη, Ακόμη την ψάχνω, της Νικόλ Ρούσσου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
σελ. 144