Pink Floyd: 45 χρόνια στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Σαράντα πέντε χρόνια μετά, η ανθρωπότητα ακόμα δεν έχει απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, δεν έχει βρει τη θέση της απέναντι στον πλανήτη και το σύμπαν και έχει επιλέξει το πέρασμα από τη ζωή και τον χρόνο να είναι όσο πιο ανώδυνο και ρηχό γίνεται. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιτελέσει το έργο της και το ανθρώπινο γένος ρέει μαζικά προς την αποχαύνωση. Το αριστούργημα όμως των Pink Floyd, επιμένει ακόμα και σήμερα να μας ερεθίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένας πυρήνας αντίστασης που συνεχίζει να εμπνέει.
Το “The Dark Side of the Moon” ξεκίνησε την ιστορική του πορεία πριν ακόμα κυκλοφορήσει, τον Μάρτιο του 1973. Οι Pink Floyd, ήδη από το 1969 και το “Ummagumma” είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την ψυχεδέλεια για χάρη του Progressive Rock, έναν ήχο που δούλεψαν αρκετά με τα επόμενα άλμπουμ “Atom Heart Mother” (1970), “Meddle” (1971) και “Obscured by Clouds” (1972), που τους καθιέρωσε αδιαφιλονίκητους εκπροσώπους αυτού του μουσικού στυλ. Το “The Dark Side of the Moon” «χτιζόταν» για κάποια χρόνια πάνω σε προϋπάρχουσες ιδέες και μελωδίες των μελών του συγκροτήματος. Αν όμως τα δομικά υλικά προϋπήρχαν, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του αποτελούσε έμπνευση του Roger Waters, ο οποίος παρουσίασε την ιδέα στα υπόλοιπα μέλη, για ένα θεματικό άλμπουμ γύρω από ζητήματα που διαταράσσουν εσωτερικά τους ανθρώπους: εκείνα από τα οποία κινδυνεύουν να χάσουν μέχρι και την ψυχική τους υγεία. Εμφανώς επηρεασμένος από τη επιδείνωση της υγείας του Syd Barrett, ιδρυτικού μέλους των Pink Floyd που είχε αποχωρήσει τo 1968, ο Waters συνέστησε στους υπόλοιπους να δουλεύουν πάνω σε μια συγκεκριμένη θεματική γραμμή και να παρουσιάζουν τα αποτελέσματα ζωντανά στο κοινό, συμπληρώνοντας την υπόλοιπη θεματολογία που αντλούσαν από τα ηχογραφημένα άλμπουμ τους.
Έτσι ξεκίνησε η live καριέρα του δίσκου, που κορυφώθηκε στη ζωντανή παρουσίαση ολόκληρου του concept σε ένα κοινό δημοσιογράφων, τον Φεβρουάριο του 1972, έναν χρόνο πριν την κυκλοφορία του. Οι περισσότερες ανταποκρίσεις και κριτικές ήταν ενθουσιώδεις και οι Pink Floyd ξεκίνησαν μια μεγάλη περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική παρουσιάζοντας εξ ολοκλήρου το νέο αυτό υλικό. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως (η παρουσίαση ακολουθεί την κυκλοφορία ενός δίσκου), το συγκρότημα έπαιξε τα κομμάτια του “The Dark Side of the Moon” σε ενθουσιώδη κοινά, ακριβώς με την ίδια σειρά με την οποία θα παρουσιάζονταν αργότερα στον δίσκο. Κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων, η μπάντα δούλευε και βελτίωνε τα κομμάτια και όταν τελικά μπήκαν στο στούντιο, τα πράγματα ήταν σχεδόν έτοιμα.
Εκεί, το «μαγικό χέρι» του καθιερωμένου μηχανικού ήχου Alan Parsons, το σαξόφωνο του Dick Parry και τα μοναδικά φωνητικά της Clare Torry έδωσαν στην ηχογράφηση μια επιπλέον ταξιδιάρικη κοσμική χροιά. Όλα τα μέλη του συγκροτήματος, Roger Waters, David Gilmour, Richard Wright και Nick Mason έχουν συνεισφέρει στις μελωδίες και τα φωνητικά και το “The Dark Side of the Moon” εμπεριέχει σε ευφάνταστη ισορροπία τη διαφορετικότητα σε συνδυασμό με την ενιαία κεντρική του ιδέα.
Ο δίσκος δίνει έμφαση στον στίχο και τα φωνητικά, σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος, αν και εδώ υπάρχουν αξιοσημείωτες αποκλειστικά οργανικές εκτελέσεις. Τα τραγούδια του δίσκου αντανακλούν διάφορες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, από την αρχή ως το τέλος της και εξερευνούν την ανθρώπινη εμπειρία κατά το πέρασμά της από τη ζωή. Τα “Speak to Me”, “Time” και “Breathe” δίνουν έμφαση στη ματαιότητα του υλικού κόσμου και υπογραμμίζουν τη σημασία του να ζει κανείς τη ζωή του όπως επιθυμεί, χωρίς να επικεντρώνεται στα ανούσια. To “The Great Gig in the Sky” είναι μια ψυχωμένη ελεγεία στον θάνατο. Το “Money” ειρωνεύεται την απληστία και τον καταναλωτισμό, ενώ το “Any Colour You Like” υπενθυμίζει την ένδεια επιλογών που έχει στην πραγματικότητα ο σύγχρονος άνθρωπος. Το “Us and Them” στηλιτεύει τις διενέξεις που προκύπτουν στην ανθρώπινη συμπεριφορά, από τις προσωπικές σχέσεις μέχρι τη μαζική αντιπαράθεση, ως την άλλη όψη της απομόνωσης που ο άνθρωπος αισθάνεται στην πραγματικότητα κατά το πέρασμά του από τη ζωή. Το άλμπουμ κλείνει πάντως με μια νότα αισιοδοξίας. Το “Eclipse” προπαγανδίζει την ενότητα και την αλληλοκατανόηση καθώς διαπιστώνει ότι η ανθρωπότητα μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά και αγωνίες, και ο μάταιος αγώνας για να τα αποκτήσουμε όλα δεν οδηγεί πουθενά – καταλήγει δηλώνοντας: «There is no dark side of the moon, really. Matter of fact, it's all dark».
To “The Dark Side of the Moon” είναι όντως αριστούργημα. Ως τέτοιο αναγνωρίζεται ακόμα και σήμερα και συμπεριλαμβάνεται σε αναρίθμητες λίστες ως ένα από τα καλύτερα, τα πιο δημοφιλή, τα πιο σημαίνοντα άλμπουμ όλων των εποχών. Το γεγονός ότι κατέχει το απόλυτο ρεκόρ παραμονής στα 200 top άλμπουμ της Αμερικής, για πάνω από 14 συνεχόμενα χρόνια (16 με τις επανεκδόσεις του) τα λέει όλα! Μεγαλύτερη σημασία έχει βέβαια, το γεγονός ότι το άκουσμα αυτού του δίσκου διαμόρφωσε κάποιους από εμάς και μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το πέρασμα από αυτόν εδώ τον κόσμο δεν είναι μια απλή, ανώδυνη χωρίς νόημα διαδικασία. Και κατά καιρούς το θυμόμαστε και αναπροσδιορίζουμε, ακούγοντάς το, τη θέση μας στον πλανήτη και τον κόσμο. Για τον λόγο αυτό αξίζει να αφιερώσει κανείς σαράντα λεπτά από την μάταιη αυτή ζωή για να τον ξανακούσει μια ακόμα φορά ολόκληρο. Καλό ταξίδι!