Ποιος είδε την Κοκό;
Κι όμως, μετά από μία βόλτα στην παραλία (με τις υπερπολυτελείς βίλες διασήμων και τα καλοκαιρινά θέρετρα) και στα στενά του κέντρου της πόλης, μετά από έναν καφέ σε μία ηλιόλουστη terrace (οι Γάλλοι έχουν εφεύρει μία σικ ορολογία μέχρι και για το πού πίνουν τον καφέ τους), και παρά την -σας διαβεβαιώ- φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλα, δεν βρήκα ούτε μία γυναίκα, που παρατηρώντας την, να μπορώ να σκεφτώ, έστω και με κάποιον παράξενο συνειρμό, «Α, να αυτή θα μπορούσε να είναι η Σανέλ του σήμερα».
Απογοητεύτηκα. Έπινα τον καφέ μου κοιτώντας άπληστα γύρω μου, μην απολαμβάνοντας απόλυτα την εκδρομή μου, αλλά ψάχνοντας ένα σημάδι που θα με γέμιζε έμπνευση και θα επιβεβαίωνε τις ιδέες μου ότι η μόδα είναι μία μορφή τέχνης και όπως όλες οι τέχνες, δεν ξεθωριάζει ποτέ εντελώς, αλλά αφήνει το στίγμα της στα μέρη που ενίοτε έλαμψε.
Είδα φυσικά στους δρόμους μερικές υπέρκομψες κυρίες, γυναίκες και άντρες που απλά και καθημερινά ντυμένοι πήγαιναν στις δουλειές τους, περιοδικά μόδας με ιλουστρασιόν πολυτελή εξώφυλλα που μπορείς να βρεις σε οποιαδήποτε πόλη και φυσικά καταστήματα με ρούχα υψηλής μόδας, λαμπερά και υπερπολυτελή αλλά με αυτή την επιτηδευμένη κομψότητα που βρίσκεις και στα καταστήματα της Βουκουρεστίου, που προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από την πεζότητα του υπόλοιπου αθηναϊκού κέντρου. Αλλά αυτό το μαγικό ραβδάκι της Σανέλ, ενός ανθρώπου που δεν «δημιούργησε» μόδα αλλά ταυτίστηκε με την έννοια «μόδα» δεν είδα να άφησε πουθενά το σημάδι του.
Και ενώ συζητούσα με πάθος με τον φίλο που με συνόδευε στην εκδρομή, στην προσπάθεια μου να ανακαλύψω πως αντιλαμβανόταν εκείνος αυτό το αόρατο χαρακτηριστικό -κι αυτό είναι το στυλ- που μπορεί να ασκήσει τη μεγαλύτερη γοητεία και επιρροή, κατάλαβα πως ο ενθουσιασμός της αναζήτησης μου με οδηγούσε σε λάθος μονοπάτια. Έπεφτα στην ίδια μου την παγίδα. Η Σανέλ και το κατάστημα των ρούχων που άνοιξε δεν σηματοδότησε απλά ριζικές και πολυτελείς ενδυματολογικές αλλαγές στις προτιμήσεις των κατοίκων της πόλης, αλλά την χρήση καινοτόμων στυλιστικών λεπτομερειών που καθιερώθηκαν κυρίως μέσα από το προσωπικό της στυλ και μέσα από το καθημερινό της ντύσιμο.
Και με αυτή την σκέψη άρχισα να κοιτάω εκ νέου γύρω μου. Αυτήν τη φορά παρατήρησα τα κομψά και εντυπωσιακά faux bizoux που φορούσαν κάποιες γυναίκες (και τα οποία η Σανέλ πρώτη λάνσαρε, υποστηρίζοντας πως όλες οι γυναίκες θα έπρεπε να φορούν κοσμήματα και όχι απαραίτητα δημιουργίες από πολύτιμους λίθους και εξεζητημένα υλικά, τις οποίες δεν μπορούσε φυσικά να αγοράζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού), τα κομψά υφασμάτινα παντελόνια που φορούσαν άντρες και γυναίκες (και τα οποία κάποτε φορούσαν μόνον οι άντρες μέχρι που η Σανέλ σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο άνετο να κάνει ιππασία φορώντας ένα άνετο παντελόνι παρά μία μακριά φούστα), τις καλοραμμένες ζακέτες και τα προσεγμένα σακάκια, και φυσικά τα μικρά μαύρα φορέματα που φορούσαν οι γυναίκες για να πάνε στη δουλειά τους, στην πρωινή τους βόλτα, για μεσημεριανό φαγητό και πάει λέγοντας μέχρι το βράδυ που τα θα φορούσαν πίνοντας το κρασί τους σε ένα bistrot ή μια terrace (ναι τελικά λατρεύω τις ιδιαιτερότητες των Γάλλων, ακόμη και τις λεκτικές), παραλλάσσοντας κάθε φορά τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες με τις οποίες συνόδευαν τα φορέματα ανάλογα με την χρονική περίσταση της ημέρας. Άρχισα να εστιάζω ακόμη και στις μυρωδιές των αρωμάτων των γυναικών, σκεπτόμενη πως η Σανέλ ήταν η πρώτη που λάνσαρε άρωμα που απευθυνόταν σε ευρύ γυναικείο κοινό.
Ε, όλα αυτά δεν είναι και λίγα εν τέλει. Και το κυριότερο, δεν χρειαζόταν να πάω απαραιτήτως μέχρι την Ντωβίλ για να τα βρω (κάπου εδώ άρχισαν να χαλαρώνουν οι στυλιστικές σανελικές μου αναζητήσεις και απολάμβανα περισσότερο την εκδρομή μου). Μπορούσα να τα βρω σε κάθε γυναίκα, κάθε πόλης, που απλά θα τα έχει εντάξει στο στυλ της. Τώρα, το αν η ένταξη των στυλιστικών λεπτομερειών, που η Σανέλ πρότεινε, είναι επιτυχής ή όχι στη σημερινή εποχή, σαφώς χαίρει αμφιβολίας. Κάθε γυναίκα που υιοθετεί το μαγικό στυλ της Κοκό αποκτάει αυτόματα μία αόρατη και αφοπλιστική γοητεία;
Αυτό που είναι σίγουρα αναμφίβολο είναι η καθοριστική συμβολή της Σανέλ στον κόσμο της μόδας. Από κει και πέρα κάθε γυναίκα δημιουργεί το δικό της μοναδικό στυλ βάση της προσωπικότητας και του γούστου της που μπορεί να είναι εξίσου υπέροχο, αλλά μπορεί και όχι. Γιατί όπως και να το κάνουμε η Κοκό Σανέλ ήταν μόνο μία.
Υ.Γ. * (Το “Qui qu’a vu Coco?” είναι τίτλος τραγουδιού που τραγουδούσε η νεαρή Γκαμπριέλ Σανέλ εργαζόμενη σε νυχτερινό καμπαρέ και το οποίο της άφησε εν τέλει το πασίγνωστο παρατσούκλι «Κοκό»)