Πορτραίτο μίας γυναίκας, του Νίκου Κυριακίδη
Περνώντας προς τα δεξιά στην οδό Ρ. και κατεβαίνοντας στην πλατεία Σκ., βλέπει κανείς τρεις δρόμους. Ακολουθεί τον κεντρικό και στον τοίχο του πέμπτου κτιρίου έχει τη δυνατότητα να θαυμάσει μια ωραία δεσποινίδα.
Αποτελεί ασφαλώς μέρος μιας διαφήμισης, αλλά αυτό δεν μας πτοεί. Τουναντίον, πού αλλού έχουμε την ευκαιρία να δούμε τέτοιο πλάσμα; Αν και ζωγραφισμένη με χρώματα μάλλον μουντά, η όψη της μπορεί να σου προσφέρει ικανοποίηση σε βαθμό που απλώνεις –σχεδόν λαίμαργα– το βλέμμα σου πάνω της και μένεις εκεί αρκετή ώρα χωρίς να κοιτάξεις το ρολόι. Το ξεβαμμένο γαλάζιο στο κλασικού τύπου φόρεμά της σε οδηγεί στη χώρα της γαλήνιας ευτυχίας, δείχνοντάς σου τον δρόμο για κρυμμένες χαρές και νοσταλγικές στιγμές. Ποτέ δεν μετανιώνεις τούτο το ταξίδι, διότι βαθιά μέσα σου μιλάει αυτή η χαρά που σου προσφέρεται, και δεν διστάζεις να τεντώσεις νοερά τα χέρια σε μια προσπάθεια να την αρπάξεις, μήπως και ξεχαστείς λίγο απ’ τα προβλήματά σου. Βεβαίως και η χαρά σε κατακλύζει, πλημμυρίζει το είναι σου και φωτίζει τον εσωτερικό σου κόσμο, αναπαριστώντας οποιαδήποτε επιθυμία είχες σχηματίσει μέχρι τότε, με τη διάθεση να την ικανοποιήσεις. Η δεσποινίς, όμως, δεν είναι εδώ για να σου δώσει έτοιμες απαντήσεις.
Ίσως λίγο από το άσπιλο δέρμα της να παρέχει κάποια εξήγηση. Ωστόσο, την ερμηνεία δεν τη βρίσκεις. Σε αποπλανούν οι εξαίσιες γραμμές του προσώπου της, στοιχεία άξια μόνο μιας πριγκίπισσας στο παραμύθι που άκουγες μικρός. Αργά, η δεσποινίς σκύβει στο προσκεφάλι σου και, φιλώντας σε απαλά στο μέτωπο, σου χαρίζει την είσοδο στο ευχαρίστως άγνωστο υπερπέραν των ιδεών. Μην σε ξεγελά η παρουσία της. Δεν είναι παρά μια εικόνα καρφωμένη σε έναν σκονισμένο τοίχο, παρατημένη στο εξίσου παρατημένο σοκάκι. Σου δίνεται παρόλα αυτά η πύλη στο φανταστικό, το υπέροχο φανταστικό, το μέρος στο οποίο λαχταράς όσο τίποτε άλλο να ζεις. Περπατάς το μονοπάτι της ζωής σου, έχοντας τη δύναμη να το διαφεντέψεις με τη θέλησή σου υπό έλεγχο. Όλα σου φαίνονται πανεύκολα, νιώθεις άρχοντας του παιχνιδιού ικανός να φέρεις σε πέρας οτιδήποτε —
— μέχρι να σε πιάσει αυτή η μορφή με τα γαντοφορεμένα χέρια. Μια αγκύλωση σε πιάνει. Η πανίσχυρη ενέργεια που κατέκλυζε κάθε χιλιοστό σου παύει, τιθασευμένη απ’ τη ματιά της. Όχι μόνο απ’ τη ματιά αυτή που δεν μπορείς ούτε με θεϊκή γλώσσα να περιγράψεις, αλλά και από ό,τι υπάρχει πίσω από και μέσα σε αυτήν. Δεν προλαβαίνεις να πάρεις την παραμικρή ανάσα και βυθίζεσαι στις σκέψεις σου, που είναι ταυτόχρονα και δικές της. Παρακολουθείς μια θάλασσα από ιδέες και τρελά χρώματα να χορεύουν τριγύρω, δίνοντας την εντύπωση ότι χορεύει και εκείνη κοντά σου. Οι κινήσεις του κορμιού της εντυπώνονται με ανεξίτηλο μελάνι στη σελίδα της καρδιάς σου, αφού η πράξη της αναπαριστά τη δική σου φαντασία, τον δικό σου ψυχισμό, που φανερώνεται χάρη στην καλοσύνη αυτής της δεσποινίδος.
Όσο στριφογυρίζει, την περικυκλώνουν δυο-τρία άνθη λευκά, με μια ιδέα αχνού μπεζ στις άκρες. Τα λουλούδια ολοένα και αυξάνονται και, στο τέλος, συνδυάζονται αρμονικά με το γαλάζιο φόρεμά της. Παρότι εκείνη δεν το αντιλαμβάνεται, όσο χορεύει τα άνθη δημιουργούν σταδιακά μια σπείρα που σας χωρίζει, και την ώρα που η σπείρα πετάει γύρω της εκείνη απομακρύνεται απ’ το πλευρό σου. Απομακρύνεται, μέχρι που μια σκιά ρίχνει ένα καταραμένο μαύρο πέπλο πάνω στη μορφή της. Η δεσποινίς εξαφανίζεται μονομιάς, όπως το κερί που το φυσά ο άνεμος, –τσάφ!– και πάει. Μόνο το καπέλο της παραμένει, γαλάζιο και αυτό σαν το φόρεμά της, να επισκιάζει το θεϊκό πλάσμα που σου χάριζε μέχρι πρότινος το ωραιότερο θέαμα. Μένει μόνο το καπέλο της, ένα αξεσουάρ απλό στην όψη –μα και θανατηφόρο σκέφτεσαι–, τόσο ώστε να εξαφανίσει την ενσάρκωση της αγάπης σου σε έναν στρόβιλο απελπισίας.
Χάνεις κι εσύ το μυαλό σου. Αδυνατείς να πιστέψεις ότι το μοναδικό πλάσμα που σου κρατούσε συντροφιά δεν βρίσκεται πια κοντά σου. Στρίβεις το βλέμμα από δω κι από κει, κοιτάς πάνω, πίσω σου, μέσα σου, μόνο που δεν εντοπίζεις την παραμικρή της ιδέα στην ψυχή σου. Νιώθεις τυφλός, ανήμπορος να σταθείς όρθιος, έστω ν’ αναπνεύσεις. Η απουσία της σου χτυπά σαν πέτρα το ανυπεράσπιστο μέτωπο. Τυφλώνεσαι απ’ την απώλεια, που χαράζει την καρδιά σου ανεξίτηλα όπως και ο χορός της.
Γιατί να συνεχίσεις τον δρόμο σου; Εφόσον έτσι απρόσμενα τούτη η ύπαρξη σε εγκατέλειψε, αξίζει να δοθεί παράταση στο τρέχον έργο; Ανόητο! Δεν υπάρχει λόγος να ονειρεύεται κανείς ύστερα από τέτοιες συγκινήσεις! Πέφτεις στο πεζοδρόμιο μπροστά στην εικόνα, την ώρα που νιώθεις τα μάγουλά σου να μουσκεύουν από δάκρυα καυτά. Τα χέρια σου τρέμουν και οι κλειδώσεις στα άκρα σου πονούν. Να σηκωθείς αδύνατο∙ το ίδιο το μυαλό σου έχει σταματήσει. Το σώμα σου παγώνει, διότι υποκύπτει στον κρύο άνεμο που τρέχει πάνω σου, προάγγελος της πιο φρικτής μοίρας.
Κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να πιαστείς, εμφανίζεται μια λεπτή λωρίδα μπλε, λευκού, γκρίζου και μπεζ, που πλέκεται αστραπιαία μπροστά στα πονεμένα μάτια σου. Αναγνωρίζεις μια ύπαρξη, ζωντανή αναπαράσταση της ενδόμυχης ψυχής σου. Και να που η ύπαρξη αυτή σε αρπάζει και σε στέλνει στα αιώνια ουράνια. Εκεί όπου βασιλεύει όχι μόνο αυτή, αλλά οι φαντασιώσεις όλων των ζωντανών πλασμάτων σε αυτή τη γη καθώς και σε άλλες αμέτρητες…
~ Artwork: ″Portrait of Eva Freund″ (1910) του Egon Schiele.