Ρετάμπλο Ρέι
Πίσω από το αχνό φως ο ομιλητής λέει δυο, τρία λόγια. Η σάλα είναι άδεια και το τραγούδι της εποχής ακόμη άφαντο. Πίσω του προβάλλονται με αυστηρό ρυθμό μερικές φωτογραφίες. Σε εκείνη με το γαλαζωπό παράθυρο σταματά.
Ομιλητής
Το χρώμα φτιάχνει μια τέταρτη, ξένη διάσταση. Και όσα γνωρίζαμε, τα κιγκλιδώματα στο χρώμα του ουρανού και ένας τοίχος θάλασσα που αλλάζει τόνους ως τα βάθη, ανάγονται σε σχήματα κυματοειδή, ακολουθώντας την ρευστή, ζωντανή αφήγηση της φαντασίας μας. Αυτές οι φωτογραφίες συνιστούν κειμήλια του βλέμματος που ακούμπησε σε εκείνο το παράθυρο. Τίποτε δεν σώζεται μονάχα από την τυχαία μοίρα του. Και έτσι οι ταξιαρχίες του μπλε και του πράσινου που μαγνητίζουν το βλέμμα προσθέτουν κάτι περισσότερο από την λεγόμενη, αναμνηστική αξία και μετατρέπονται στο θέατρο της ομορφιάς που ακολουθεί κάθε τρομερό μας συλλογισμό. Ο φακός έκανε κομμάτια το πότε και το πού . Η φωτογραφία ξεκλείδωσε ένα είδος λεξικού που έχει να κάνει με την προσωπική ματιά. Πρόκειται για εκείνες τις φορές που το εργαστήριο δεν προϋποθέτει καμιά επεξεργασία μα την ακριβή εικόνα του αυθεντικού που μάτωσε κάποτε τα χέρια του ίδιου του Velázquez. Γιατί, αντικρίζοντας μερικές από τις φωτογραφίες, μεμιάς σε διαδέχεται η ζωγραφική και εμπρός σου ζωντανεύει το αστικό πεδίο και το απίθανο και η εξουθένωση από τις χιλιάδες φόρμες που χαρίζει στα πράγματα η μετέωρη ώρα που επιλέγει για το φως της, ο φωτογράφος Σωτήρης Κουσουλός.
****
[Στο βάθος της πλατείας, ένα κορίτσι, ένα χαρτονένιο μανεκέν που έχει χάσει όλες τις παρτίδες, ένα κορίτσι που αντέχει το μεσονύχτι και τον δύσκολο πυρετό του, κάποια που έχει μοιάσει στις καλύτερες μας πρόζες, αφηγείται μια ιστορία. Οι άλλοι σαστίζουν, μια πόρτα ανοίγει και ένας νυχτερινός σχηματισμός – ας πούμε ο αγκώνας σου, Βερενίκη, που στηρίζει την λύπη όλου του κόσμου- ξαφνιάζει τους λιγοστούς θεατές. Ωραία που διαβάζει εκείνο το κορίτσι, μεγάλα που είναι τα μάτια της. Η γλύκα του φθινοπώρου με την μάσκα ενός αγάλματος, σμίγουν στα απαλά της βλέφαρα. Όλοι στέκουν και ακούν. Η φωτογραφία με το γαλαζωπό παράθυρο θαρρείς πως ζωντανεύει, καθώς μια απόσταση εισβάλλει και όλα τα κάνει παράλογα.]
Κορίτσι που αντέχει το μεσονύχτι με τον δύσκολο πυρετό του,
Όλοι τον γνώριζαν και είχαν πικραθεί με την απόφασή του. Ο Ρεινάλντο δεν θα αρνηθεί ποτέ ξανά την μοναξιά του. Και εκεί, ως μες στο μεδούλι του εαυτού του, θα ξετρυπώσει το μεγάλο μυθιστόρημα που του έταξε η μοίρα. Όχι Ρέι… τα κορίτσια, η ζωή εκεί έξω… γίνεσαι επικίνδυνος, Ρέι. Μα κάπως πείστηκαν και το χαμόγελο πάγωσε στα μάτια τους όταν είδαν την ωραία σιδεριά. Κάποιος είπε, ακολουθεί τις καμπύλες του Τσιμάμπουε και τότε μέσα από τα κιγκλιδώματα χαράχτηκε, όπως ποτέ στο πρόσωπό του, ένας ολομόναχος, φωτισμένος σταυρός. Ο καλός θεός πνίγηκε, σταγόνα στο ποτάμι που γράφει τις βιογραφίες μας. Πίσω του ένας λόφος γεμάτο σωρούς ποιητές και πυκνά φυλλώματα και άλλα θαύματα. Βαθύτερα οι μακριές γραμμές των σιλό με το πολύτιμο φορτίο τους, μια απέραντη ευθεία πίσω από τις τρίλιες της θερμής ατμόσφαιρας. Θαλάσσια κήτη που ξέβρασε μια ανθρωπολογική εποχή και τώρα κείτονται εκεί λέγοντας το παραμύθι τους.
Ο Ρέι εισήλθε στο διαμέρισμα του μικρού του δρόμου τον Ιούλιο. Έδωσε τα κλειδιά του σε έναν μικρό και εκείνος έτρεξε ως την προκυμαία και έχασε για πάντα την ψυχή του. Ο Ρέι έγραφε, και έξω η Αβάνα αφανιζόταν μες στο μεσημέρι. Και οι πυγμάχοι έχαναν τον τίτλο στα σημεία και μεθούσαν ως αργά. Και έπειτα ζητούσαν συγχώρεση, έκλαιγαν, κλείνοντας στον εαυτό τους και στη σιωπή του μπετόν. Μια μέρα έπειτα από χρόνια, το παράθυρο θα ανοίξει. Και ο Ρέι, με το γλυκό του χαμόγελο, θα χαρίσει ζωή στο έρημο παλάτσο που μοιάζει φτιαγμένο για μια προσωπογραφία. Και οι γραμμές που θα του χαράξουν το πρόσωπο δεν είναι παρά οι κραδασμοί μιας ζωής που αφοσιώθηκε στον δικό της, μυστικό σκοπό. Ο Ρέι θα απομακρυνθεί στο βάθος του παλιού του δράματος. Θα παραδώσει στον μικρό τα γραμμένα φύλλα, θα του δώσει ένα νόμισμα και θα το χτυπήσει φιλικά με το γέρικο, σοφό του χέρι. Εκείνος που έγραφε μονάχα στα φύλλα των δέντρων, εκείνος που κάποτε φαντάστηκε το πρόσωπο της μάνας του στον πάτο του πηγαδιού, εκείνος που γινόταν κομμάτια τις νύχτες, κατάκοπος από την δουλειά και από τον έρωτα, θα παραδώσει σε έναν μικρό το έργο της ζωής του. Θα του δώσει ένα νόμισμα και θα το χτυπήσει φιλικά στην πλάτη με την φτερούγα του.
Εμπρός του χαίρονται και σφίγγουν το χέρι του σαν μόλις να γύρισε από ένα μακρινό ταξίδι. Και όμως, καθώς μακραίνουν και πυκνώνουν κάτω στα φώτα της παραλίας, λυπούνται πολύ για τα χαμένα χρόνια, τα ωραία κάγκελα, το γαλαζοπράσινο παρεκκλήσι στο βάθος εκείνου του σπιτιού. Και ύστερα, λένε, θα γίνει πεταλούδα και η μαρτυρία του ίδιου του εαυτού του, θα δεις. Την μεταμόρφωσή του κανείς δεν θα τη μάθει, κανείς. Όσο για τη μαρτυρία, κάποιος τουρίστας που αγαπά το σκληρό τραγούδι και όλο γυρεύει τις ομορφιές μες στο ψυχορράγημα του κόσμου, έσωσε για πάντα τη μυστική βιογραφία του Ρεινάλντο Αρένας, διάσημου ποιητή από την Αβάνα. Του Ρεινάλντο που μπορεί και να πεθαίνει στο Χελς Κίτσεν από εκούσια ασφυξία εξίσου εύκολα και ηρωικά και πένθιμα. Όπως σε εκείνο το σπίτι που τίποτε και κανείς δε σώζει ή θυμάται. Μόνον ο ανέστιος που πέρασε εκεί το βράδυ του -μάρτυρας το χάρτινο περιτύλιγμα ενός ποτοπωλείου- κάτι άκουσε μες στην νύχτα. Για τον φόρο του πόνου και τα χρωματιστά φρέσκο που αφηγούνται την ζωή και την φαντασίωση. Για τα στερητικά εκείνου του παραθύρου και την ημιτελή της πρόζα, την γεμάτη περιθώρια και νερά που λησμόνησε τον χρόνο.
Όταν όλα πια είχαν τελειώσει, το κορίτσι, το παράθυρο, τα κιγκλιδώματα, πέρασαν στην φωτογραφία δίχως τιμές. Καταχωρήθηκαν ευθύς στον κόσμο της φαντασίας που αγκαλιάζει σαν παρηγοριά την αιωνιότητα των πραγμάτων. Ο ομιλητής χάθηκε πίσω από τα φώτα και ο δρόμος έφερε την μυρωδιά του. Μονάχα ο Ρέι σώζεται, στεγανός από φιλιά, λεζάντα και επιγραφή στο πίσω μέρος της φωτογραφίας που σας είπα.