Ρηχό Νερό, Σκιές, του Άκη Παπαντώνη
Κατ’ αρχάς, πρέπει να πούμε ότι το «Ρηχό Νερό, Σκιές» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Το έργο είναι, στην ουσία του, ένα σύνολο από διαφορετικά κομμάτια που δεν έχουν σαφείς ενώσεις μεταξύ τους αλλά συγκολλούνται σε ένα ενιαίο σώμα, για να πλέξουν έναν ιστό αφηγήσεων γύρω από τη ζωή στο Pripyat, την κοντινότερη πόλη στον σταθμό του Chernobyl. Και, αλήθεια, αυτή είναι ακριβώς η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι δηλαδή έρχεται «αντιμέτωπος» με έναν αραιά υφασμένο ιστό ιστοριών, με μια σειρά λιγότερο ή περισσότερο προσωπικών εμπειριών των «ηρώων» του μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει μια συμπαγής ιστορία με πλοκή που προχωρά με συστηματικό τρόπο στον άξονα του χρόνου για να καταλήξει σε ένα τέλος εντός του μυθιστορήματος. Μάλλον έχουμε να κάνουμε με διαφορετικά σημεία, βιωμένα από διαφορετικούς πρωταγωνιστές, που ο καθένας έχει το δικό του βάρος, το δικό του παρελθόν και τις δικές του προσδοκίες. Και, τελικά, όλα αυτά τα σημεία, που αποκλίνουν το ένα από το άλλο και τα οποία δεν εξυπηρετούν μια ξεκάθαρη πλοκή, συνδυάζονται μεταξύ τους για να αποδώσουν, από διαφορετικές προοπτικές και με διαφορετικούς τόνους κάθε φορά, την εικόνα μιας πόλης και των ανθρώπων της εν καιρώ κρίσης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το κείμενο κλίνει πιο πολύ προς μια μοντερνιστική οπτική, η οποία ενδιαφέρεται, περισσότερο από κάθε ρεαλισμό και κάθε έννοια σαφούς, «αριστοτελικής» δόμησης μιας ιστορίας, να μας φέρει σε επαφή με μια «φέτα» ζωής, με τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας και συνείδησης εντός του πλαισίου μιας κατά τα άλλα «συνηθισμένης» μέρας.
Ένα δεύτερο σημείο άξιο λόγου –και αυτό που εμένα μου προκάλεσε το περισσότερο ενδιαφέρον– είναι ο τρόπος που πραγματεύεται ο Παπαντώνης το θέμα “CHERNOBYL”. Μολονότι φαίνεται ότι το πυρηνικό ατύχημα θα είναι και ο πυρήνας του έργου –άλλωστε, οι αναγνωστικές προσδοκίες για μια ιστορία εξελισσόμενη στο Pripyat δεν μπορεί παρά να αφορούν τις αιτίες ή τις συνέπειες του δυστυχήματος στον πυρηνικό αντιδραστήρα–, στην πραγματικότητα το Chernobyl δεν υπάρχει παρά μόνο σαν ένα αόριστο υπόβαθρο. Αυτό που αναμένει ο αναγνώστης διαψεύδεται γρήγορα: τα πρόσωπα δεν αγωνίζονται με σκοπό να αντιμετωπίσουν την καταστροφή, μα, αντιθέτως, διάγουν τις καθημερινές ζωές τους ή «ανασκαλεύουν» τις μνήμες και τις οικογενειακές τους ιστορίες, δίχως επίγνωση, τουλάχιστον στην αρχή, της τραγικής εξέλιξης που θα τους βρει. Κι αυτό, για μένα, είναι και πιο αποτελεσματικό. Το πυρηνικό ατύχημα έρχεται μόνο ξαφνικά –και αρκετά υπαινικτικά στην αφήγηση– για να διακόψει την ομαλή πορεία της ζωής, για να ανατρέψει τα πάντα (όπως, για παράδειγμα, γίνεται με τη μαζική εκκένωση της πόλης ή με τον υγειονομικό όλεθρο που επήλθε λόγω ακτινοβολίας, ιδίως γι’ αυτούς που βρέθηκαν στο σημείο 0 τις πρώτες ώρες και εκτέθηκαν υπερβολικά). Γενικά, τα πρόσωπα δεν μπορούν να γνωρίζουν τι σήμαινε για τη ζωή τους η έκρηξη του αντιδραστήρα, δεν μπορούσαν να έχουν συνείδηση των αποτελεσμάτων της και της τροπής που θα έπαιρναν τα πράγματα γι’ αυτούς από δω και μπρός. Αυτό, φυσικά, έχει ως συνέπεια το δυστύχημα στο σταθμό να μην έχει ιδιαίτερη έκταση στις προσωπικές αφηγήσεις των «ηρώων», αλλά απλώς να αναφέρεται ως μια εξέλιξη απρόοπτη και εν πολλοίς άγνωστη. Το Chernobyl μένει στο «Ρηχό Νερό, Σκιές» περισσότερο σαν ένα σημείο απροσδιόριστο, ακριβώς διότι το μέλλον είναι απροσδιόριστο για όλα τα πρόσωπα· ο μόνος χαρακτηρισμός που φαίνεται ευθέως να λαμβάνει είναι αυτός του δυσοίωνου, κάτι σαν «υπόσχεση τέλους» ή αναμονή μιας δυστυχίας που πρόκειται να ενσκήψει στις ζωές όλων.
Αντί του θέματος “CHERNOBYL”, στο έργο φαίνεται να κυριαρχεί το ζήτημα της μνήμης. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως δια μέσου των προσωπικών, οικογενειακών ιστοριών. Όλοι οι ήρωες, και περισσότερο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν να διαπραγματευτούν και να διατηρήσουν στο νου τους τις δικές τους ιστορίες από το παρελθόν και τις περιπέτειες μελών της οικογένειάς τους. Τους απασχολεί, με άλλα λόγια, ο τρόπος που θα κρατήσουν το παρελθόν στις ζωές τους, ο τρόπος που θα το αφήσουν να επηρεάσει τους εαυτούς τους, τις σκέψεις τους, την εξέλιξή τους και τις επιδιώξεις τους. Άλλοτε μπορεί να «κατοικούν» σ’ αυτό το παρελθόν γιατί τους διαμόρφωσε ή τους στιγμάτισε (όπως η Ρεγγίνα ή η Σβέτα) κι άλλοτε μπορεί να ψάχνουν σ’ αυτό για κάποιο πρότυπο που θα τους βοηθήσει (όπως ο Ντμίτρι βλέπει στον παππού της Ιρίνα μια αναλογία με τις δικές του ερωτικές περιπέτειες). Κι όμως, περισσότερο από όλα, νομίζω ότι το παρελθόν και η μνήμη του χρησιμοποιούνται στο έργο για να δημιουργήσουν ένα δίπολο με το δυσοίωνο μέλλον που τους περιμένει. Συγκεκριμένα, η εμμονή σε όσα έγιναν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –μια ιστορία που αποτελεί το συνδετικό κρίκο όλων των προσώπων– βρίσκεται σε αντιστοιχία με το κακό που τους αναμένει όλους. Με άλλα λόγια, τα πρόσωπα φαίνεται να βαδίζουν από το ένα σημείο καμπής της Ιστορίας στο άλλο, από τη μνήμη του κακού στην αναβίωσή του στο παρόν. Και υπό αυτή την έννοια, το παρελθόν είναι κάτι που μπορεί να τους δώσει ένα μάθημα για την επιβίωση του ανθρώπου και τις συνθήκες που καλείται να αντεπεξέλθει για να βγει νικητής. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο συγγραφέας επιλέγει στην αρχή του βιβλίου το χωρίο από την «Τρικυμία» του Shakespeare: «Ό,τι είναι παρελθόν είναι πρόλογος». Η μνήμη μοιάζει ίσως υπερβολικά με το ρηχό νερό: εκεί είναι που ρίχνουμε ό,τι έχει περάσει με την ελπίδα να παρασυρθεί στα βαθιά νερά του χρόνου, αλλά εν τέλει όλα μπορεί να παραμένουν εκεί ακριβώς που αφέθηκαν, στα ρηχά, έτοιμα να τα πιάσουμε με το που βουτήξουμε ξανά…
Εν κατακλείδι, το «Ρηχό Νερό, Σκιές» είναι σίγουρα ένα προσωπικό μυθιστόρημα που επενδύει στη θέση και τον τρόπο που οι διάφορες φιγούρες του αντιλαμβάνονται και βιώνουν τον κόσμο τους και τα «θαυμαστά» και επιδραστικά ιστορικά γεγονότα. Κατά κάποιο τρόπο, σκέφτομαι, το βιβλίο αυτό λειτουργεί με τρόπο διττό: αφ’ ενός είναι ένας ιστός που υφαίνεται από τα διαφορετικά πρόσωπα και τις προοπτικές τους με σκοπό να «παγιδεύσουν» και να ακινητοποιήσουν τη ροή της πραγματικότητας, και αφ’ ετέρου είναι, την ίδια στιγμή, κι ένα άλλο είδος ιστού, υφασμένου αυτή τη φορά από την Ιστορία, η οποία παγιδεύει αυτή τους ανθρώπους. Τελικά, μάλλον οι ήρωες του μυθιστορήματος προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ δύο καταστάσεων που –για να τις περιγράψω με τα ποιητικά λόγια του ίδιου του κειμένου– συνοψίζουν την πάλη ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση για τον έλεγχο που μπορούμε να ασκήσουμε στη ζωή μας και στη σκοτεινή διαπίστωση ότι είμαστε πολύ πιο περιορισμένοι απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε:
Βάλε φωτιά στο αχυρένιο στρώμα σου
Στον διάφανο εαυτό σου
Και διάβασε στις στάχτες σου
Το μέλλον
Ύστερα σκόρπισέ τες
Στο ρηχό νερό
Και μην κοιτάξεις πίσω
Πίστεψε στη μεταμόρφωση
και:
Μεγάλωσα πιο γρήγορα
απ’ ό,τι υπολόγιζα
βάφονται μόνοι τους
λευκοί
οι τοίχοι
των δωματίων που έζησα
και το πιστόλι
του αφέτη
εκπυρσοκρότησε
- κάνε πως δεν ακούς
Ρηχό Νερό, Σκιές, του Άκη Παπαντώνη
Εκδόσεις Κίχλη
σελ.168