Rogue One: A Star Wars Story, του Gareth Edwards
Το “Rogue One” είναι η πρώτη προσπάθεια της Disney και της Lucas Arts να επενδύσουν στο ιδιαίτερα πλούσιο μυθολογικό σύμπαν του Star Wars, με στόχο να λειτουργήσει ως το πρώτο σε μια σειρά spin-offs που θα εξερευνούν παράλληλες ιστορίες του κόσμου που δημιούργησε πριν από δεκαετίες ο George Lucas. Ενός κόσμου που έχει αποκτήσει τρομερό βάθος μέσα από μια σειρά από βιβλία, comics και videogames που προσθέτουν, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, νέα στοιχεία σε ένα εξαιρετικά πλούσιο και πολύπλοκο Lore. Είναι η πρώτη ταινία του λεγόμενου extended universe, η οποία επιχειρεί να σηκώσει παράστημα και να σταθεί στα δικά της πόδια, διαφοροποιούμενη θεματικά, αλλά και από άποψη αφηγηματικού τόνου, από τις υπόλοιπες ταινίες.
Χαρακτηριστικό αυτής της διαφοροποίησης, είναι ότι το “Rogue One” είναι, πρώτα και κύρια, μια ταινία πολέμου. Τοποθετείται μεν σε ένα ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν, που κατά κύριο λόγο πόνταρε σε μια αφηγηματική και θεματική ελαφρότητα ενός κλασικού παραμυθιού φαντασίας, αλλά φέρει χαρακτηριστικά μιας (έστω και «εξευγενισμένης» προκειμένου να μπορεί να απευθυνθεί και σε ένα νεότερο κοινό) ταινίας που εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας ιδιαίτερα βίαιης σύρραξης, όπου τα πάντα επιτρέπονται.
Ο Gareth Edwards, φρέσκος μετά την επιτυχία του reboot του “Godzilla”, υπογράφει, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, μερικά από τα εντυπωσιακότερα και επιβλητικότερα πλάνα που μας έχει χαρίσει το franchise. Είτε περιορίζει τη δράση του στα κλειστά και ασφυκτικά δρομάκια της ιερής πόλης της Jeddah είτε την απλώνει στην παραλία που διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της κορύφωσης, καταφέρνει να καταγράψει εντυπωσιακά τις συρράξεις μεταξύ επαναστατών και Stormtroopers, προσδίδοντάς τους το απαραίτητο βάθος, την απαραίτητη βαρύτητα. Τις κάνεις να μοιάζουν ανά διαστήματα αδυσώπητα βίαιες, χωρίς να φανεί ούτε μια σταγόνα αίμα, ή διακριτικά καρτουνίστικες, όποτε το απαιτεί το σενάριο. Ποτέ τα ΑΤ-ΑΤ δεν έδειχναν τόσο απειλητικά και θανάσιμα, ποτέ οι Stormtroopers δεν φάνταζαν τόσο επικίνδυνοι (και εύστοχοι).
Επιπλέον, ο Edwards έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στο να χτίσει έναν κινηματογραφικό κόσμο που ζει και αναπνέει στην καρδιά της πολιτισμικής κληρονομιάς που έχουν αφήσει πίσω τους οι τρείς πρώτες ταινίες. Πέραν της εκπληκτικής πιστότητας που παρατηρείται μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ο Edwards παραδίδει ένα τελικό αποτέλεσμα που πάλλεται πανέμορφα στους ρυθμούς του Star Wars, ως αναπόσπαστο κομμάτι του κινηματογραφικού αυτού κόσμου. Με μια εξαιρετική καλλιτεχνική διεύθυνση που μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι βρισκόμαστε μεν στο σύμπαν του Lucas, το οποίο όμως βιώνουμε σε μια από τις σκοτεινότερες και βιαιότερες στιγμές του. Ποτέ αυτός ο κόσμος δεν έδειχνε τόσο γειωμένος, σκληρός και ρεαλιστικός, σε πλήρη αντίθεση με τα εκτρωματικά άσχημα sequels, που επιτίθονταν στον αμφιβληστροειδή με την εντυπωσιακά κακόγουστη χρωματική τους παλέτα.
Παράλληλα, στο κορυφαίο cameo της ταινίας, ο Darth Vader συμμετέχει σε δύο από τις πιο αξιομνημόνευτες και ανεπιτήδευτα cool σκηνές στην ιστορία των κινηματογραφικών του εμφανίσεων. Η παρουσία του στην ταινία δεν προσθέτει απαραίτητα κάτι ουσιαστικό αφηγηματικά, αλλά ποιος νοιάζεται όταν μιλάμε για τον πιο εμβληματικό κινηματογραφικό villain όλων των εποχών, που ειδικά στη τελευταία εμφάνισή του στην ταινία, θα κάνει τους οπαδούς του franchise -και όχι μόνο-να ανατριχιάσουν.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκουμε την Jyn Erso της Felicity Jones, ηγούμενη μιας ετερόκλητης ομάδας επαναστατών και πρώην αυτοκρατορικών (ανάμεσα τους και ο Κ2-S0, πρώην droid της αυτοκρατορίας που αναπρογραμματίστηκε και πολεμάει στο πλευρό των επαναστατών). Δυστυχώς, σε μια αφήγηση βαρυφορτωμένη με λεπτομέρειες που δεν φαίνεται να προσθέτουν κάτι ουσιαστικό ούτε στην ιστορία ούτε στο ευρύτερο κινηματογραφικό Lore, οι χαρακτήρες του “Rogue One” σπάνια λάμπουν, είτε επειδή δεν τους διατίθεται ο κατάλληλος χρόνος είτε γιατί δεν διαθέτουν παρά ελάχιστα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Ακόμα και η πρωταγωνίστρια φαίνεται περισσότερο σαν το συνονθύλευμα από τα απομεινάρια ενός χαρακτήρα που σε κάποια φάση του σεναρίου υπήρξε κατά τι ευφυολόγος και ειρωνικός. Αυτό, όμως, που εν τέλει βλέπουμε στην οθόνη είναι μια μάλλον στερεοτυπική και αδιάφορη action heroine, που διαθέτει μια-δυο συναισθηματικές σκηνές που της προσθέτουν ένα δραματουργικό βάρος, αλλά τίποτα περισσότερο. Εξίσου μονοδιάστατος είναι και ο βασικός ανταγωνιστής, Krennic, υπεύθυνος για την κατασκευή του Death Star, που διασώζεται ωστόσο από τη στιβαρή και προσεγμένη ερμηνεία του Ben Mendelsohn.
Μπορεί το “Rogue One: A Star Wars Story”, όπως είναι ο πλήρης (και ελαφρώς ανέμπνευστος) τίτλος του, να μην στερείται μερικά εμφανή ψεγάδια, ωστόσο αυτό δεν το εμποδίζει να παραμένει με συνέπεια ψυχαγωγικό και συναρπαστικό για το μεγαλύτερο μέρος του, καθώς μεταδίδει την αίσθηση της περιπέτειας και της περιήγησης σε έναν συναρπαστικό κόσμο που αξίζει να εξερευνήσεις. Μπορεί το πρώτο μέρος να είναι υπέρ το δέον αργό, άγαρμπο αφηγηματικά και φορτωμένο με αχρείαστες σκηνές (σίγουρα τα εκτεταμένα re-shoots έπαιξαν τον ρόλο τους), αλλά το δεύτερο μισό αποζημιώνει και με το παραπάνω. Βλέπεται με μια ανάσα και με τα χέρια να αδράζουν σφιχτά τις άκρες τις καρέκλας, καθώς η εκρηκτική, εντυπωσιακή και πανηγυρική κλιμάκωση (που έρχεται να δέσει αρμονικά με το New Hope στο τελευταίο πλάνο) σε συνοδεύει ακόμη και μετά το τέλος της ταινίας, μαζί με μια αίσθηση σχεδόν άγριας ευφορίας. Το “Rogue One” είναι μια ταινία για τους φανς που δεν αποξενώνει τους υπόλοιπους, είναι μια ταινία στον κόσμο του Star Wars που στέκεται, ωστόσο, με αυτοπεποίθηση στα πόδια της ως κάτι το διαφορετικό, με ιδιαίτερο χαρακτήρα και ύφος. Προσθέτει κάτι ουσιαστικό στην ιστορία όπως την γνωρίζαμε μέχρι στιγμής και μας κάνει να αδημονούμε για περισσότερες ιστορίες που συνέβησαν πολύ καιρό πριν, σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακρινό.
“Rogue One: A Star Wars Story”, του Gareth Edwards
Είδος: Επιστημονικής φαντασίας
Διάρκεια: 133’