Σαντάιαλ, της Catriona Ward
“Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την έρημο. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το Σαντάιαλ.”
Η Ρομπ ζει σε ένα ήσυχο και ασφαλές προάστιο των ΗΠΑ, μαζί με τη -φαινομενικά- φυσιολογική της οικογένεια, μία οικογένεια υποδειγματική, που σίγουρα θα ζήλευε ο καθένας. Κανείς δεν θα μπορούσε όμως να φανταστεί τις εφιαλτικές διαστάσεις που έχει λάβει η ζωή της Ρομπ: ο σύζυγός της, Ερβ, είναι τόσο άπιστος όσο και κακοποιητικός, ενώ και οι δύο κόρες της εμφανίζουν βαθύτατα προβληματικές κι ανησυχητικές συμπεριφορές. Η ίδια η Ρομπ προσπαθεί να διαχειριστεί τις συγκεχυμένες αναμνήσεις από το παρελθόν της, παλεύοντας ταυτόχρονα με τα ξεσπάσματα της μεγάλης της κόρης, Κάλι, καθώς και με την ενδοοικογενειακή βία που υφίσταται από τον σύζυγό της.
Όταν η Κάλι προσπαθεί να δηλητηριάσει τη μικρή της αδερφή, Άννι, δίνοντάς της χάπια για διαβητικούς, η Ρομπ αποφασίζει ότι το κρυφτό που παίζει με το μυστηριώδες παρελθόν της ήρθε ώρα να λάβει τέλος. Αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι με την Κάλι στον τόπο όπου μεγάλωσε, σε μία κοινότητα στην έρημο Μοχάβε και συγκεκριμένα στο Σαντάιαλ, που πήρε το όνομά του από ένα ηλιακό ρολόι.
Μετά το «Τελευταίο σπίτι στην οδό Νίντλες», η Catriona Ward επιστρέφει στη λογοτεχνική σκηνή με το «Σαντάιαλ»: ένα ατμοσφαιρικό και περίπλοκο ψυχολογικό θρίλερ που εξερευνά τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, των οικογενειακών μυστικών και των τραυμάτων του παρελθόντος.
Το «Σαντάιαλ» είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό μυθιστόρημα ψυχολογικού τρόμου. Ανήκει στα βιβλία αυτά που διερευνούν τη φύση του φόβου και της ανασφάλειας, μέσα από λεπτομερείς χαρακτήρες και προσεγμένη αφήγηση, κάνοντας τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις δικές του ανομολόγητες σκέψεις και φόβους. Το μυθιστόρημα αυτό φαντάζει ξεχωριστό από την πρώτη στιγμή: ξεχωρίζει κυρίως για την έκδηλη εσωτερική του ένταση και την αφηγηματική του ιδιοφυία, με την Ward να δημιουργεί δεξιοτεχνικά ένα συναρπαστικό σκηνικό, γεμάτο ανατροπές που μας καθηλώνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Η Ward χρησιμοποιεί πολλαπλές αφηγηματικές φωνές και χρονικές γραμμές, επιτρέποντας στους αναγνώστες να εξερευνήσουν τις βαθιές ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και εμπλουτίζοντας σημαντικά την ιστορία.
Αρχικά, μέσω της αφήγησης της Ρομπ, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ενώπιον μας μία πολυδιάστατη ιστορία: αυτή της μικρής Ρομπ με τα ασυνήθιστα παιδικά χρόνια σε ένα απομονωμένο χίπικο κοινόβιο και αυτή μίας -ενήλικης- γυναίκας πλέον, που νόμισε ότι θα μπορούσε να αφήσει πίσω της τα παρελθοντικά τραύματα και ότι θα ζούσε μία ήσυχη ζωή, έχοντας μία φυσιολογική οικογένεια. Οι διηγήσεις της Ρομπ μας φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με την ανθρώπινη σκληρότητα, τη βία, την απόγνωση. Η καθημερινότητά της βρίθει από τοξικότητα, ενώ τα παιδικά της χρόνια μας υπενθυμίζουν τη γενικότερη σημασία της παιδικής ηλικίας στη μετέπειτα εξέλιξη ενός ανθρώπου.
Οι διηγήσεις της Κάλι, από την άλλη, αντανακλούν τους προβληματισμούς ενός παιδιού, το οποίο έχει μεγαλώσει σε μία οικογένεια με φυσιολογική «βιτρίνα», όπου όμως τίποτα δεν είναι φυσιολογικό. Άλλοτε φοβισμένη και ανήσυχη και άλλοτε βαθιά διαταραγμένη, καταφεύγει στη συντροφιά αόρατων φανταστικών φίλων και φαντασμάτων. Υπάρχει μία βίαιη, ακραία φύση μέσα στην Κάλι, η οποία την ωθεί σε ακραίες καταστάσεις, με τα αλλόκοτα χόμπι της να περιλαμβάνουν ακόμη και τη συλλογή από ζωικά οστά.
Μητέρα και κόρη παλεύουν αδιάλειπτα με τις εσωτερικές τους ανησυχίες και η σχέση μεταξύ τους έχει ψυχρανθεί. Παράλληλα, τρέφουν μεγάλο φόβο η μία για την άλλη: η Ρομπ ανακαλύπτει τι συνέβη στην Άννι, βρίσκει τα κρυμμένα κόκκαλα στο δωμάτιο της Κάλι και εύλογα ανησυχεί μέχρι που μπορεί να φτάσει το νοσηρό ενδιαφέρον της κόρης της. Η Κάλι με τη σειρά της φοβάται τη μητέρα της, καθώς διαισθάνεται ότι μόνο μία από τις δυο τους θα φύγει ζωντανή από το Σαντάιαλ, την «πηγή του κακού».
Ταυτόχρονα, το ίδιο το Σαντάιαλ δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό, αλλά είναι ένας ζωντανός χαρακτήρας από μόνο του, καθώς η ατμόσφαιρα του μέρους συμβάλλει στο μυστήριο και τη μόνιμη αίσθηση της απειλής που διαπνέει την αφήγηση.
Η συγγραφέας δημιουργεί ένα συναίσθημα ανασφάλειας και σύγχυσης που εντείνεται με τις ανατροπές και τις αποκαλύψεις που αναδύονται σταδιακά, προκαλώντας την αίσθηση του υπερφυσικού χωρίς όμως αυτό να αποσαφηνίζεται πλήρως. Η γραφή της είναι σκοτεινή και υποβλητική, γεμάτη από αινίγματα και έντονα συναισθήματα, αναδεικνύοντας περαιτέρω την ικανότητά της να δημιουργεί μια ψυχολογική εμπειρία τρόμου.
Μέσω του «Σαντάιαλ», η Catriona Ward αναδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ τραύματος, μνήμης και ταυτότητας, δίνοντας έμφαση στην επιρροή των οικογενειακών δεσμών και των προσωπικών εμπειριών στον ανθρώπινο ψυχισμό. Οι χαρακτήρες της είναι πολυδιάστατοι και ρεαλιστικοί, γεμάτοι από σκοτεινά κίνητρα και σύνθετα συναισθήματα, γεγονός που σίγουρα προσδίδει μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα. Παράλληλα, η Ward δεν δικαιολογεί ποτέ τους χαρακτήρες της, αλλά αντιθέτως «ξεσκεπάζει» όλα τους τα αρνητικά στοιχεία και τους ασκεί έντονη κριτική. Ως εκ τούτου, κανένας από τους χαρακτήρες του «Σαντάιαλ» δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ακριβώς ως «συμπαθής».
Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν το «Σαντάιαλ» ένα άκρως καθηλωτικό βιβλίο που συνδυάζει τον ψυχολογικό τρόμο με το μυστήριο και τους υπερφυσικούς υπαινιγμούς, περιέχοντας όμως και έντονα κοινωνικά στοιχεία, προκαλώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί βαθύτερα τις έννοιες της οικογένειας, του παρελθόντος και της προσωπικής πάλης του καθενός με τους δικούς του δαίμονες. Το μυθιστόρημα αυτό της Catriona Ward απευθύνεται σε αναγνώστες που αγαπούν τις σκοτεινές, αινιγματικές ιστορίες και αναζητούν μια καθηλωτική εμπειρία ανάγνωσης που θα θολώσει τη λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και ψέματος.
Σαντάιαλ, της Catriona Ward
Μετάφραση: Μαρία Σπαθή
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 400