Santiago Gamboa: «Η τέχνη του μυθιστορήματος θα συνεχίσει να ζει για όσο θα υπάρχουν αναγνώστες»
Ας ξεκινήσουμε με τον λόγο που γράψατε μία «ιστορία αγάπης» και μάλιστα όχι ερωτική, αλλά μια ιστορία αδελφικής αγάπης, τόσο έντονης και σπαρακτικής, με φόντο την Μπογκοτά της ακροδεξιάς διακυβέρνησης Uribe. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το υπόβαθρο και τις συνθήκες συγγραφής του βιβλίου;
Η ιστορία είναι μία από τις πιο παλιές: δύο άτομα θέλουν να είναι μαζί, και πολλά πράγματα παρεμβαίνουν. Είναι η κλασική δομή της λογοτεχνικής ιστορίας αγάπης, μόνο που, στη δική μου περίπτωση, πρόκειται για αγάπη μεταξύ αδελφών, μία από τις πιο αγνές και αμόλυντες. Κυρίως στα χρόνια της νιότης. Επίσης, θέλησα αυτή η ονειροπόλα και καλλιτεχνική νεολαία να βρίσκεται εν τω μέσω μίας από τις πιο μαύρες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας της Κολομβίας, που ήταν η εποχή του προέδρου Uribe, όταν η ακροδεξιά και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις ανέλαβαν την εξουσία στην Κολομβία.
Ποια είναι η σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής κατά τη γνώμη σας και πώς λειτουργεί και εξελίσσεται στις «Νυχτερινές Ικεσίες», δεδομένου ότι οι κοινωνικές και πολιτικές αναφορές στο μυθιστόρημα είναι ποικίλλες και με έντονη χροιά.
Λοιπόν, οι οικογενειακές διαφωνίες της Χουάνα με τον πατέρα της, για παράδειγμα, δείχνουν πως πολλές κολομβιανές οικογένειες έμειναν διχασμένες. Για κάποιους ο Uribe ήταν ο Σωτήρας, ενώ για άλλους ήταν το αφεντικό μιας σκοτεινής συμμορίας πληρωμένων δολοφόνων και γαιοκτημόνων. Στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία υπάρχει μία μακρά παράδοση μυθιστορημάτων σχετικά με την πολιτική πραγματικότητα. Ακόμη και τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» επιτρέπουν μία πολιτική ανάγνωση των πραγμάτων στην Κολομβία.
Πώς εντάσσεται ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα σαν τις «Νυχτερινές Ικεσίες» στη λατινοαμερικανική λογοτεχνική παράδοση κατά τη γνώμη σας; Πού συμβαδίζει και πού διαφοροποιείται;
Αποτελεί μέρος αυτού που εγώ ονομάζω «ταξιδιωτικά μυθιστορήματα». Υπάρχει μία ομάδα ταξιδιωτικών μυθιστορημάτων που όχι μόνο διατρέχουν τη Λατινική Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά ταξιδεύουν σε όλον τον κόσμο. Με τον ίδιο τρόπο που εμείς οι Λατινοαμερικανοί βρισκόμαστε πια σε όλα τα μέρη του κόσμου, και οι ιστορίες που αφηγούμαστε δεν αφορούν αποκλειστικά τις δικές μας χώρες. Στη γενιά μου, ο Λατινοαμερικάνος συγγραφέας ένιωθε ότι δικαιούται να χρησιμοποιήσει ολόκληρο τον παγκόσμιο χάρτη.
Ορμώμενη από τα λόγια σας στο βιβλίο, μία αναπόφευκτη ερώτηση είναι για τη σχέση σας με το έργο του Márquez. Πόσω μάλλον όταν έχει γραφτεί από τον Manuel Vázquez Montalbán ότι εσείς οι δύο είστε οι σημαντικότεροι Κολομβιανοί συγγραφείς.
Αυτή ήταν μια ευγενική φράση του Vásquez Montalbán, με αφορμή την κυκλοφορία ενός βιβλίου μου. Αλλά ήταν πριν από πολύ καιρό, και τώρα υπάρχουν πολλοί Κολομβιανοί συγγραφείς. Η γραφή μου δεν μοιάζει με αυτήν του García Márquez∙ είναι αδύνατο να κάνεις κάτι αντίστοιχο με εκείνον χωρίς να υποπέσεις σε αντιγραφή. Γνώρισα προσωπικά τον García Márquez και του χρωστάω πολλές προσωπικές χάρες. Με βοήθησε σε στιγμές δύσκολες.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε διαφορετικές μητροπόλεις: από την Μποκοτά στο Δελχί, στην Μπανγκόγκ και από εκεί στο Τόκυο και στην Τεχεράνη, οι ήρωες μεταβαίνουν από τη μία άκρη του πλανήτη στην άλλη, και μας χαρίζουν άλλοτε μαγευτικές εικόνες της εκάστοτε κουλτούρας και άλλοτε αναδεικνύουν τον σκοτεινό κόσμο που ενεργεί στο παρασκήνιο. Υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος στη βάση του οποίου διαλέξατε τις συγκεκριμένες πόλεις ως αφηγηματικούς τόπους;
Να σας πω, είναι οι πόλεις στις οποίες λαμβάνει χώρα η ιστορία, έτσι όπως αυτή σχεδιάστηκε. Είναι μέρη τα οποία γνωρίζω και με ιντριγκάρουν, το καθένα με ένα διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω, όπως ο Rimbaud, ότι οι ιστορίες περιμένουν κάποιον στις «μεγαλόπρεπες πολιτείες». Γι' αυτό πρέπει να μπεις σε αυτές και να τις αναζητήσεις με υπομονή.
Τι σημαίνει να είσαι ένας Κολομβιανός συγγραφέας; Ποιο είναι το βάρος που επωμίζεται, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας λογοτέχνης του σήμερα στην Κολομβία; Πώς διαφοροποιείται σε σχέση με τους συγγραφείς άλλων χωρών; Ο ήρωάς σας αναφέρει πως στο παρελθόν «το να είσαι συγγραφέας […] [σήμαινε] ότι είσαι υποχρεωμένος να ασχολείσαι με συγκεκριμένα θέματα και κυρίως με ορισμένες πλευρές αυτών των θεμάτων […] [και] πως είσαι ευάλωτος και κατά πάσα πιθανότητα δυστυχής».
Πράγματι, η επιτυχία συγκεκριμένων Λατινοαμερικανών συγγραφέων, ειδικά του García Márquez, έκανε για κάποιο καιρό τον Ευρωπαίο αναγνώστη να περιμένει πάντα αυτού του τύπου τη λογοτεχνία από έναν συγγραφέα της περιοχής μου. Αν και αυτό έχει τώρα αλλάξει, υπήρξε μια εποχή –ακριβώς όταν εγώ ξεκίνησα να εκδίδω τα μυθιστορήματά μου (στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα)– που ήταν πολύ δύσκολο να σε πάρουν στα σοβαρά εάν δεν ανταποκρινόσουν στα στερεότυπα του Ευρωπαίου αναγνώστη ως προς τη Λατινική Αμερική.
Ο μέντορας της Χουάνα, ο μεσιέ Εσνόζ περιγράφεται ως ένας πολύ καλλιεργημένος και κυνικός γέρος, ο οποίος ασκεί δριμεία κριτική στη σημερινή Ευρώπη, στην πολιτική, στο σύστημα της δημοκρατίας, προβάλλοντας ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις: για τον ίδιο η πολιτική «αντιπροσωπεύει την αναγκαιότητα να γίνει το επόμενο βήμα, που είναι άλλη μια επίθεση», και η δημοκρατία είναι «το σύγχρονο όνομα της διαστροφής […] και, «από σεξουαλικής άποψης, μία μαζοχιστική σχέση: δίνουμε την εξουσία στον ισχυρό για να την ασκεί πάνω στον αδύναμο, και αυτός υιοθετεί μια στάση υποταγής, γυρνώντας με την πλάτη, ανασηκώνοντας τους γοφούς και προσφέροντας τον πρωκτό του για να αποφύγει την κατά μέτωπο αναμέτρηση». Εσείς συμφωνείτε με τον ήρωά σας; Και τι απομένει, αν η λύση δεν είναι η δημοκρατία και δεν βρίσκεται στην πολιτική;
Εντάξει, αυτός ο χαρακτήρας είναι κυνικός, καλλιεργημένος και έξυπνος, πολύ συνηθισμένος στη γαλλική λογοτεχνία. Εξού και το παιχνίδι με το όνομα ενός συγγραφέα*. Δεν είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον να τον αντιμετωπίσω στην ιστορία μου και να δω πώς από τον κυνισμό του είχε μία επιπλέον πιθανή ανάγνωση της πραγματικότητας. Η Κολομβία αυτών των χρόνων ήταν τόσο παρανοϊκή και τρελή που ακόμη και κάποιος όπως ο Εσνόζ μπορούσε να την ερμηνεύσει εύστοχα.
Χρωματίζετε την Μπογκοτά της διακυβέρνησης Uribe με τα πιο ζοφερά και θλιβερά χρώματα. Αν γράφατε ένα μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται στη σημερινή Κολομβία, μετά τη συμφωνία ειρήνης, τι χρώματα θα χρησιμοποιούσατε;
Γαλάζιο, του ουρανού και της θάλασσας. Αλλά και το γκρι όλων εκείνων των καχύποπτων βλεμμάτων που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χώρα και υπονομεύουν την προσπάθεια για ειρήνευση.
Ο χαρακτήρας της διαδικτυακής είναι ίσως το πιο αινιγματικό για μένα και ιδιαίτερο στοιχείο του μυθιστορήματος. Μία φωνή που φαίνεται άλλοτε να προοικονομεί και άλλοτε να σχολιάζει τα δρώμενα. Στην προσπάθειά μου να την εντάξω στην ιστορία και να κατανοήσω τον ρόλο της, σκέφτηκα ότι είναι η φωνή της Χουάνας από το μέλλον, που συντετριμμένη από την πραγματική ζωή βρήκε καταφύγιο στον απρόσωπο κόσμο του διαδικτύου. Μετά, ωστόσο, σκέφτηκα πως ο συλλογισμός μου είναι μάλλον λανθασμένος. Ποιος είναι τελικά ο ρόλος της και πώς εξυπηρετεί την αφήγηση;
Είναι μία φωνή παράξενη, το ξέρω. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν είμαι σίγουρος για αυτήν. Αυτό που υπέθεσες για τη Χουάνα είναι καλό. Ένας δημοσιογράφος στην Αργεντινή είχε την ίδια γνώμη, αλλά εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Πράγματι, ο χαρακτήρας της Χουάνα είναι ένας από τους πιο αινιγματικούς για μένα. Για να τον εξερευνήσω περαιτέρω, έγραψα ένα άλλο μυθιστόρημα, που ήδη εκδόθηκε στα ισπανικά και έχει ως πρωταγωνιστές, εκ νέου, τον πρόξενο και τη Χουάνα. Ο τίτλος του είναι «Επιστροφή στη σκοτεινή κοιλάδα» (ένα ποίημα του William Blake).
Εκτός από συγγραφέας ασκείται και το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Πώς αλληλεπιδρούν οι δύο αυτές όψεις του εαυτού σας στην καθημερινότητα και στο έργο σας;
Δεν εξασκώ πια το επάγγελμα του δημοσιογράφου σε καθημερινή βάση. Διατηρώ τη δική μου στήλη σε δύο εφημερίδες της Κολομβίας, στην El Espectador και την El País. Πιστεύω ότι ο δημοσιογράφος μαθαίνει στον συγγραφέα να γράφει γρήγορα, να είναι αποτελεσματικός με τον χρόνο. Και ο συγγραφέας μαθαίνει στον δημοσιογράφο να ρισκάρει τα πάντα για κάθε λέξη που γράφει.
Συναντάτε σε κάποιον από τους ήρωες τον εαυτό σας; Διάβασα στο ίντερνετ ότι είστε και διπλωμάτης: έχετε εργαστεί στην UNESCO και στην πρεσβεία της Κολομβίας στην Ινδία. Παρουσιάζετε αρκετά κοινά στοιχεία με την περσόνα του προξένου στο βιβλίο –διπλωμάτης, δημοσιογράφος, συγγραφέας–, ο οποίος για κάποιον λόγο παραμένει ανώνυμος έως το τέλος…
Φυσικά, ο πρόξενος είναι σαν το alter ego μου ή, για να το θέσω καλύτερα, ο άμεσος αντιπρόσωπός μου στον κόσμο της φαντασίας.
Όλοι σχεδόν οι ήρωες (ο Μανουέλ, η Χουάνα, ο Πρόξενος, ο κ. Εσνόζ, η Τερέζα) είναι άτομα καλλιεργημένα, μορφωμένα, με αξιοζήλευτη ευρυμάθεια και κρίση. Η ζωή τους, οι συζητήσεις τους –ακόμα και τα παιχνίδια τους–, όλα περιστρέφονται γύρω από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική, με αποτέλεσμα να διαγράφεται ένας μακρύς κατάλογος αναφορών σε δημιουργούς (περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς) και να παρεμβάλλονται ορισμένες εκτενέστερες ενδοκειμενικές αναφορές, όπως οι δύο σελίδες που αφιερώνετε στον θάνατο του Deleuze. Είναι ένας τρόπος να χαρτογραφήσετε τις προσωπικότητες των ηρώων –δεδομένου ότι η προσωπική βιβλιοθήκη καθενός σηματοδοτεί πτυχές της προσωπικότητάς του–, πρόκειται για ένα φόρο τιμής στους δημιουργούς, έναν τρόπο να ανακινήσετε το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το έργο προσωπικοτήτων που ίσως δεν γνωρίζει, ή επιτελούν και κάποιον άλλον ρόλο;
Στη νιότη είναι πολύ σημαντική η πολιτιστική διαμόρφωση, και περισσότερο στους χαρακτήρες μου. Και σε αυτά τα χρόνια τα ονόματα είναι σημαντικά. Είναι ένας τρόπος να κατασκευάσεις την ίδια την ταυτότητα. Πίσω από αυτό το άθροισμα ονομάτων κατασκευάζεται σταδιακά το ίδιο το ονοματεπώνυμο. Αυτό είναι σημαντικό στη νεολαία.
Τέλος, αναφέρεστε στην αφοριστική διακήρυξη του Deleuze για τον θάνατο του μυθιστορήματος. Δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί συγγραφείς και θεωρητικοί που έχουν εκφράσει απαισιόδοξη άποψη για την πορεία του μυθιστορήματος, ποια είναι η δική σας γνώμη; Ποια είναι η σημερινή εικόνα και το μέλλον στην τέχνη του μυθιστορήματος;
Η τέχνη του μυθιστορήματος θα συνεχίσει να ζει για όσο θα υπάρχουν αναγνώστες. Αυτοί είναι που δίνουν ανεξαρτησία και δύναμη στους δημιουργούς. Εφόσον υπάρχει αυτός που διαβάζει, κάποιος θα γράφει γι’ αυτόν.
* Εννοεί τον συγγραφέα Jean Echenoz.
**Μπορείτε να διαβάσετε κριτική του βιβλίου εδώ
Νυχτερινές Ικεσίες, του Santiago Gamboa
Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 400
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ
Μετάφραση από τα ισπανικά: Μαρία Φιντανίδου