Joy Division: She’s Lost Control
Οι Sex Pistols κάνουν τη δεύτερη εμφάνισή τους στη σκηνή. Ανάμεσα στο κοινό, παρευρίσκεται ο Bernard Sumner και ο Peter Hook. Γοητευμένοι από τους μυητές της punk μουσικής σκηνής, αποφασίζουν μαζί με τον φίλο τους, Terry Mason, να δημιουργήσουν μια μπάντα. Ο Bernard αγοράζει μια κιθάρα, ο Peter ένα μπάσο και ο Terry ένα drum kit. Το μόνο που λείπει είναι η φωνή του γκρουπ.
Μια αγγελία δημοσιεύεται στη Virgin Records και ο Ian Curtis προσλαμβάνεται για να κάνει τα φωνητικά. Έχοντας αλλάξει ήδη τρεις drummer (Terry Mason, Tony Tabac, Steve Brotherdale), η ομάδα ολοκληρώνεται με την προσθήκη του Stephen Morris. Mία ανατρεπτική και πολλά υποσχόμενη μπάντα με το όνομα Warsaw (φόρος τιμής στο κομμάτι “Warszawa” του David Bowie) γεννιέται στο Μάντσεστερ, καθιερώνοντας συνάμα το Postpunk ρεύμα και προβάλλοντας την μελαγχολική κουλτούρα της Αγγλίας.
Το 1978, οι Warsaw μετονομάζονται και αποκαλούνται Joy Division. Όχι, δεν πρόκειται για ναζιστική προπαγάνδα, απλά είναι ευρηματικοί. Αν δεν το πιστεύεις, οι στίχοι τους μονάχα μπορούνε να σε πείσουνε. Μαζί με το όνομα αλλάζει και το ύφος τους. Οι επιρροές τους είναι εμφανείς και όταν ακούς τραγούδια τους, ο ήχος των Velvet Underground ζωντανεύει στα αυτιά σου.
Τους προσεγγίζει ο Tony Wilson, μάνατζερ του nightclub “The Haçienda” και συνιδρυτής της δισκογραφικής “Factory Records”. Στις 14 Ιουνίου 1979 κυκλοφορεί το πρώτο τους studio album με τίτλο “Unknown Pleasures”. Πέντε μήνες αργότερα βγαίνει το single “Transmission” και τον Ιανουάριο του 1980 ξεκινάνε περιοδεία στην Ευρώπη. Την ίδια χρονιά ηχογραφείται το album “Closer” και κυκλοφορεί το κομμάτι “Love Will Tear Us Apart”, το οποίο φτάνει στο νούμερο 13 των μουσικών charts της Αγγλίας.
Η μελωδία τους δεν προκαλεί καμία οργή και κανένα μίσος. Η New Wave και Postpunk χροιά τους, τους κάνει να διαφέρουν από όλα τα υπόλοιπα συγκροτήματα των 70’s και τους καθιστά πρωτοποριακούς ακόμα και σήμερα, αφού πολλά μεταγενέστερα σχήματα, τους έχουν μιμηθεί, χωρίς κανένα να έχει καταφέρει να καλύψει το κενό της απουσίας τους. Με δύο studio albums και κάποιες άσημες εμφανίσεις στο ενεργητικό τους (1976-1980), οι Joy Division μαζί με τη Factory Records ηχογραφούνε κομμάτια που αντέχουνε στο χρόνο, δημιουργούν ένα καινούργιο είδος μουσικής και αναδεικνύουν τη Μουσική Σκηνή του Μάντσεστερ.
Τα υψηλά basslines του Peter Hook και το ιδιαίτερο στυλ του Morris, που αντί να καθοδηγεί την μπάντα απλά την ακολουθεί, χαρακτηρίζουν τους Joy Division. Τα ηλεκτρονικά drum machines μπορεί να σου θυμίσουν έντονα την πειραματική μουσική σκηνή “Krautrock”, που έκανε την εμφάνισή της στη Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 60’ με ονόματα όπως οι Kraftwerk και οι Can .
Ίσως όμως η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα των Joy Division να επαφίεται στον εκκεντρικό και χαρισματικό frontman του group, Ian Curtis. Βαρύτονος και καταθλιπτικός, με ήχο χαμηλών συχνοτήτων, με στίχους απαισιόδοξους και βασισμένους στη ζωή του, σε προκαλεί να εκφραστείς μέσω της μουσικής του και να χορέψεις σε μία εποχή, που οι επιταγές της punk μουσικής σε θέλουνε να καταριέσαι, να παθιάζεσαι και να χτυπιέσαι.
Ο Curtis είναι ιδιαίτερη προσωπικότητα τόσο στις live εμφανίσεις του, όσο και στην προσωπική του ζωή. Οι χορευτικές του φιγούρες και οι on stage κρίσεις επιληψίας από τις οποίες έπασχε και εκθείαζε στα τραγούδια του, δημιουργούσαν την εντύπωση, ότι είναι εκκεντρικός και περίεργος. Ο ιδιόρρυθμος frontman ένιωθε ντροπή και καταθλιβότανε, όταν το κοινό πίστευε ότι οι κρίσεις αποτελούνε μέρος του show.
Παντρεμένος στα 19, με παιδί στα 22. Οι φαρμακευτικές αγωγές, ο έρωτας του με μια Βελγίδα, η καταπιεσμένη του ζωή και η βεβαρυμμένη ψυχολογία του, τον ωθούσαν στην απομόνωση και στα γραπτά του Jean-Paul Sartre, στον Υπαρξισμό, στη Φιλοσοφία αλλά και στους ήχους των αγαπημένων του καλλιτεχνών, όπως ο Jim Morrison και ο Iggy Pop . Στις 7 Απριλίου του 1980 και ενώ οι κρίσεις επιληψίας αυξάνονταν, ο Curtis πράττει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας βαρβιτουρικά. Στις 2 Μαίου πραγματοποιεί την τελευταία live εμφάνισή του στο πανεπιστήμιο του Birmingham. Μία μέρα πριν την περιοδεία τους στην Αμερική, κρεμιέται στην κουζίνα του σπιτιού του, ακούγοντας το “Idiot” του Iggy Pop. Ετών 23.
Μετά το θάνατο του Curtis, τα υπόλοιπα μέλη των Joy Division μαζί με τον keyboardista Gillian Gilbert συνεχίζουν την πορεία τους στη μουσική με το όνομα New Order. Συνδυάζοντας το ηλεκτρονικό στοιχείο με το New Wave ύφος, καταφέρνουν να γίνουν ένα από τα πιο influential bands της εποχής τους. Πρώτο τους single το “Ceremony” που γράφτηκε από τους Joy Division με στίχους του Ian Curtis. Από τα πιο γνωστά single που κυκλοφορήσανε, το 12″ “Blue Monday” (1983) κατάφερε να είναι το 69ο στην κατάταξη “all-time UK best-selling singles chart”, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2012.
Έχοντας την τιμή να τους ακούσω live, δεν μπορώ να σου κρύψω το δέος που ένιωσα, όταν άκουσα το θρυλικό synthesiser του “Love Will Tear Us Apart” και έφερα στο μυαλό μου την μεθυστική φωνή του Curtis.
Content Sources
- Joy Division, Kevin Cummins, 2010, Rizzoli International Publications
- http://www.residentadvisor.net/dj/joydivision/biography
- http://www.allmusic.com/artist/joy-division-mn0000290812
- http://www.rollingstone.com/music/artists/joy-division/biography
- http://tomajackson.blogspot.gr/2010/05/joy-division-essay.html
- http://shazwellyn.hubpages.com/hub/The-Psychosis-of-Ian-Curtis-of-Joy-Division
- http://www.last.fm/music/New+Order