Συνέντευξη με τον Πέτρο Αυλίδη
Πέτρο πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να γράφει για πρώτη φορά;
Το 1989. Μέχρι τότε είχα κάποιες σπάνιες παρορμήσεις, να κρατήσω σημειώσεις για πράγματα που μου συνέβαιναν αλλά την συνειδητή αίσθηση, ότι θέλω να γράψω μία ιστορία έστω δύο σελίδες, την είχα για πρώτη φορά το 1989.
Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κίνητρο γι’ αυτήν την υπόθεση; Να ρίξεις γυναίκες; Να φανείς ωραίος ή ανταποκρίνεται κανείς σε μια εσωτερική ανάγκη;
Το κίνητρο είναι όλα αυτά μαζί. Η το καθένα ξεχωριστά σε συνδυασμό με άλλα. Δεν είναι σπάνιο ή ξένο, κάποιος να δημιουργεί, για να «χτυπάει» γκόμενες. Δεν σημαίνει, ότι όποιος γράφει, το κάνει αποκλειστικά γι’ αυτό. Εγώ ξεκίνησα να γράφω, γιατί μου άρεσε η ιδέα να περιφέρομαι με μια γραφομηχανούλα και να γράφω ιστορίες που είχα στο κεφάλι μου. Τώρα -εκ των υστέρων- σκέφτομαι, ότι ζώντας στο Βερολίνο και ερχόμενος σε επαφή με τόσους καλλιτέχνες πρέπει να μπήκε και σε μένα η ιδέα: «καλά εγώ δεν έχω κανένα ταλέντο;» Τότε ένιωσα, ότι με το λόγο είχα μια σχέση που δεν την είχα με άλλα μέσα έκφρασης.
Με τι μέσο γράφεις;
Μου φαίνεται αδιανόητο να γράψω χωρίς υπολογιστή. Για να βγει ο ρυθμός ανακατατάσσω συνέχεια τα σημεία στίξης. Έχω στο μυαλό μου συνεχώς στο πως μιλάω, στο πως θα το έλεγα προφορικά. Στο γραπτό λόγο στριφογυρνάω την πρόταση, μέχρι να βρω το κέντρο βάρους της. Τελικά, γίνονται τόσες αλλαγές στο κείμενο μέχρι την τελική του μορφή, που αν δεν έγραφα με υπολογιστή, θα χρειαζόμουν στρατό ολόκληρο από γραμματείς.
Επιρροές; Συνειδητές τουλάχιστον.
Κοίταξε, επιρροές συνειδητές τουλάχιστον δεν υπήρξαν, γιατί όταν ξεκίνησα να γράφω, το πρότυπο που είχα στο κεφάλι μου ήταν ο Λώρενς Ντάρελ και το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια. Δεν μπορώ να γράψω σαν αυτόν. Οπότε το θέμα της συνειδητής επιρροής παύει να υπάρχει. Ασυνείδητα όμως, όταν διάβαζα Τσάντλερ στα αγγλικά, ένιωσα μια μεγάλη οικειότητα. Θα προσθέσω στο τέλος και τον δικό μας τον Τσιφόρο.
Ελληνική Βιβλιογραφία παρακολουθείς καθόλου;
Η σχέση μου με την ανάγνωση είναι περισσότερο περιστασιακή πλέον. Για πάνω από είκοσι χρόνια δεν υπήρχε βραδιά που δεν θα διάβαζα. Υπήρχαν και νύχτες που γύριζα με χαρά σπίτι, για να συνεχίσω το βιβλίο. Τώρα δεν είναι ότι διαβάζω Ούγγρους για παράδειγμα και δεν διαβάζω Έλληνες. Δεν διαβάζω ούτε Ούγγρους, ούτε Έλληνες και όταν πέφτει κάτι στα χέρια μου, προσπαθώ να είναι αστυνομικό.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφεις: «μιλάμε για σκληρά ναρκωτικά man: στυλ και ιδέες.» Άνθρωποι καίγονται για τις ιδέες τους, το στυλ όμως τι είδους ναρκωτικό είναι;
Ο καλλιτέχνης ψάχνει το στυλ του. Το στυλ πέρα από τη «Μπαναλιτέ» που κουβαλάει μαζί του, αν είναι αληθινό και ουσιαστικό είναι κάτι άλλο. Στο Βερολίνο είδα ανθρώπους που έκαναν αγώνα για το στυλ τους. Ας πούμε ο Ακριθάκης έλεγε, ότι ο καλλιτέχνης δίνει κάθε μέρα εξετάσεις. Δεν εννοούσε μόνο με το έργο του αλλά με όλο το στυλ του. Στον Σαλβατόρε Νταλί για παράδειγμα, το στυλ του ήταν μέρος της τέχνης του. Όσο και να προσπαθήσεις να τον αντιγράψεις, θα σπάσεις τα μούτρα σου. Πρέπει να βρεις το δικό σου στυλ man.
Που τελειώνει ο ψυχίατρος Αυλίδης και ξεκινάει ο συγγραφέας;
Εκεί που σταματά να ασχολείται με ασθενείς και ασχολείται με τη συγγραφή. Ο ψυχίατρος εξακολουθεί να υπάρχει, και ότι του έχει μείνει ως τρόπος θέασης των πραγμάτων και των καταστάσεων περνάει πλέον στη συγγραφή…
Επειδή είσαι ψυχίατρος και ήσουν χρόνια Βερολίνο δεν μπορώ να μην ρωτήσω. Αν διακρίνουμε ένα βασικό στοιχείο στην άνοδο του Ναζισμού, ποιο θα ήταν αυτό;
Θα πω φωναχτά κάποιες σκέψεις μου. Επαναλαμβάνω ότι είναι σκέψεις. Ένας μοχλός που κίνησε το Ναζισμό για μένα ήταν η «Λίμπιντο». Ο φασισμός χτύπησε εκεί. Όχι ότι είχαν σκοπό να το κάνουν ή ήταν τόσο έξυπνοι. Εκεί πήγε το πράγμα. Εφόσον δεν ήταν ένα προϊόν νοητικής διαδικασίας και ανάλυσης καταστάσεων, δηλαδή πως θα μιλήσουμε στον κόσμο για τη «Λίμπιντο», ήταν επομένως αποτέλεσμα του δικού τους τρόπου σκέψης. Είναι σκέψεις που έκανα, όταν έβλεπα τα αγάλματα του Αρνό Μπρέκερ έξω από το Ολυμπιακό στάδιο του Βερολίνου. Το δέος που δημιουργείται στο θεατή μπορώ να φανταστώ ότι κάπου γυρνάει ανάμεσα σε περίεργα μονοπάτια και περίεργες διακλαδώσεις και αγγίζει τη «Λίμπιντο».
Ας γυρίσουμε στη συγγραφή. Ποιες ώρες μέσα στην ημέρα αισθάνεσαι ότι γράφεις καλύτερα;
Κοίταξε, ο ρυθμός μου είναι όχι το πρωί. Αρχίζω να γράφω μετά το απόγευμα, χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι δεν υπάρχουν, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις καταστάσεις περιπτώσεις, που γράφω και κατα τη διάρκεια της μέρας. Το πιο σημαντικό είναι, ότι την νύχτα, οι πιο πολλοί από αυτούς που συναναστρέφομαι και μιλάμε, τσακωνόμαστε, φιλιώνουμε, κοιμούνται. Οπότε εγώ μπορώ να δουλέψω.
Στην ελληνική κοινωνία έχουμε μια άποψη για τον συγγραφέα, ότι είναι ένας μοναχικός τύπος, μάλλον βαρετός, χαμένος στα βιβλία και στην ανάγνωση. Πόσο κοντά αισθάνεσαι σε αυτό το πρότυπο;
Δεν αισθάνομαι ότι είμαι μοναχικός άνθρωπος επειδή γράφω. Είμαι ένας άνθρωπος που από τη μία ζω πολύ με κόσμο από την άλλη ζω και πολύ μόνος μου. Είμαι μοναχικός δεν είμαι «μοναξιασμένος». Δεν μπορώ βέβαια να με δω ως πρότυπο συγγραφέα. Αυτό που ξέρω τελικά, είναι, ότι η συγγραφή είναι μια πολύ μοναχική δουλειά, είτε ο συγγραφέας είναι μοναχικός, είτε όχι. Η δημιουργικότητα είναι συνυφασμένη με την μοναχικότητα.
Αν έδινες ένα χρώμα στο Βερολίνο του Σήμερα και στο Βερολίνο του βιβλίου, ποια θα ήταν;
Στο Βερολίνο του βιβλίου θα έδινα το χρώμα γκρι με ένα σωρό πολύχρωμους λεκέδες και στο Βερολίνο του σήμερα θα έδινα το ίδιο γκρι. Λίγο πιο ανοιχτό. Αν το γκρι είναι ο μέσος όρος και είναι πιο ανοιχτό, επόμενο είναι, και οι πινελιές να μην είναι τόσο έντονες.
Στο μικρό βιογραφικό του βιβλίου γράφεις: Ομάδα ΠΑΟΚ. Πιστεύεις έχουμε ελπίδες για πρωτάθλημα;
Αν ο Ρώσος αποδειχθεί σοβαρός τότε γιατί όχι;
Δεν είναι σοβαρός;
Κοιτάξτε, όταν βγήκε και είπε, ότι έχουμε ένα ράφι, που θα βάλουμε τα κύπελλα του πρωταθλήματος και του Champions League ένιωσα λίγο περίεργα. Εγώ Παοκτσής είμαι και σκέφτομαι ότι έχουμε να πάρουμε πρωτάθλημα 30 χρόνια. Οπότε…
Τελικά τι είναι ο Σοφέρ για σένα;
Καταρχάς ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο, που κατά κάποιο τρόπο ήταν το όχημα, για να αφηγηθώ κάποιες ιστορίες από την εποχή στο Βερολίνο του ‘80. Ο σοφέρ ήταν κάτι που πάντα έκανα, όχι ως δουλειά αλλά ως χόμπι. Προσφερόμουν, ως σοφέρ δηλαδή, σε φίλους που ερχόταν στην πόλη και χαιρόμουν να τους γυρίζω βόλτες και να τους δείχνω ότι ήξερα. Σκέφτομαι ότι σε μια άλλη ζωή, αν μου δινόταν η ευκαιρία να δουλέψω ως σοφέρ, θα το έκανα ευχαρίστως. Γιατί όχι και σε αυτήν τη ζωή… Αν μου έλεγε δηλαδή ο Σαββίδης «ξέρεις τι; Εσένα σε πάω, είσαι Παοκτσής, μου αρέσει το στυλ σου και σε θέλω να… ως σοφέρ για τους ιδιαίτερους επισκέπτες που φέρνω» θα το έκανα με μεγάλη χαρά. Με ακόμη μεγαλύτερη χαρά θα οδηγούσα το λεωφορείο από το αεροδρόμιο στον Λευκό Πύργο μετά την κατάκτηση του Champions League από την ομάδα.
Σε ευχαριστούμε Πέτρο
Εγώ ευχαριστώ.
Επιμέλεια: Αλεξία Τζιώγα-Γιάννης Νάκος