Σκοτεινά βάθη, της Susanne Jansson
«Καμιά φορά τους χειμώνες όταν η θάλασσα έμοιαζε να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, κυκλοφορούσαν φήμες για άλλες κραυγές. Κραυγές που ακούγονταν από τη θάλασσα, κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές. Αν και μπορεί να ήταν απλώς λόγια. Μπορεί να ήταν απλώς ο άνεμος που φυσούσε».
Ο Μάρτιν και η σύζυγός του, η Αλεξάντρα, με τα δύο μικρά τους παιδιά ζουν μία ήσυχη ζωή σε ένα γραφικό ψαροχώρι στη Σουηδία. Ένα μοιραίο γεγονός, όμως, θα τους συνταράξει και θα διαλύσει άξαφνα τον κόσμο τους. Ο μικρός γιος τους διαφεύγει της προσοχής του Μάρτιν για μερικά μόνο δευτερόλεπτα. Πριν καλά-καλά εκείνος το συνειδητοποιήσει, το παιδί του είναι άφαντο, έχοντας αφήσει πίσω μονάχα το κόκκινο πλαστικό κουβαδάκι του. Η αστυνομία γρήγορα φτάνει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα τραγικό συμβάν πνιγμού, παρά το γεγονός ότι το σώμα του μικρού Άνταμ δεν έχει βρεθεί. Ενώ οι γονείς του παιδιού είναι παραλυμένοι από την τραγωδία, η φωτογράφος Μάγια Λίντε δεν φαίνεται να πείθεται και αποφασίζει να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Τι συνέβη τελικά στον τρίχρονο Άνταμ; Ήταν, όντως, θύμα πνιγμού; Μήπως θύμα αρπαγής; Ή ήταν το τελευταίο θύμα σκοτεινών θαλάσσιων δυνάμεων που χορταίνουν μονάχα με ανθρώπινες ζωές;
Ο θάνατος αφαιρεί όλα εκείνα που δεν είναι εσύ.
Το συναρπαστικό μυθιστόρημα της Susanne Jansson καταφέρνει να εισχωρήσει στην ανθρώπινη ψυχή και στο μυαλό και να ξετρυπώσει τους μεγαλύτερους φόβους μας. Φοβόμαστε να χάσουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, να χάσουμε το παιδί από τα μάτια μας, φοβόμαστε την αβεβαιότητα, τις ευθύνες που μας βαρύνουν. Φοβόμαστε όλα εκείνα, που, αν και φαίνονται απίθανα στο φως της ημέρας, στοιχειώνουν το μυαλό και τις σκέψεις μας τη νύχτα.
Η απώλεια αποτελεί τον βασικότερο θεματικό άξονα του μυθιστορήματος. Ο Μάρτιν παλεύει με τις τύψεις του, κατηγορεί τον εαυτό του για ό,τι συνέβη, γίνεται απόμακρος, εμμονικός, βυθίζεται στα ερέβη της κατάθλιψης και του πόνου. «Αυτομαστιγώνεται» και
θεωρεί τον εαυτό του αποκλειστικό υπεύθυνο για την εξαφάνιση και -πιθανότατα- για τον χαμό του Άνταμ. Ο πρωταγωνιστής παλεύει κάθε λεπτό με τους δαίμονές του, που φαίνεται ότι κερδίζουν τη μάχη. Η Jansson περιγράφει με μαεστρία την «επόμενη μέρα». Όταν ο χειρότερος φόβος κάθε γονιού έχει γίνει πλέον πραγματικότητα, τι θα «απομείνει» από τον πρωταγωνιστή; Η συγγραφέας μεταφέρει άρτια τα συναισθήματα των τραγικών πρωταγωνιστών της ιστορίας και εξερευνά σε βάθος την ψυχολογία τους, τους τρόπους που πενθούν, τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να φτάσουν στην επώδυνη αποδοχή της πραγματικότητας και των γεγονότων αλλά και την ελπίδα που αρνείται να σβήσει ακόμα και όταν όλα είναι εναντίον τους.
Δεν είναι δα και οι πρώτοι που έχει καταβροχθίσει αυτή η θάλασσα…Η θάλασσα πάντα έτρωγε ανθρώπους.
Ίσως το σημαντικότερο στοιχείο του βιβλίου να είναι οι διαφορετικές πιθανές εκβάσεις της ιστορίας. Πώς θα εξελιχθεί η ιστορία του μικρού Άνταμ; Τι του έχει συμβεί τελικά; Ίσως να πρόκειται για ένα μοιραίο ατύχημα: άλλωστε, λίγα λεπτά απροσεξίας είναι το μόνο που μας χωρίζει από μία πιθανή τραγωδία. Ίσως, πάλι, ο Άνταμ να έπεσε θύμα απαγωγής. Αν συνέβη κάτι τέτοιο, ποιοι είναι οι ύποπτοι; Σε ένα μικρό χωριό όλοι φαίνεται να είναι ύποπτοι και αθώοι παράλληλα. Εάν, όμως, δεν ισχύει καμία από τις «εγκόσμιες» εξηγήσεις και χρειάζεται να εξέλθουμε από τη σφαίρα της λογικής; Ο μικρός Άνταμ δεν είναι ο πρώτος που χάνεται σε αυτά τα νερά: εκεί έχουν βρει τραγικό θάνατο στο παρελθόν κι άλλοι άνθρωποι, όλοι στις 11 Ιανουαρίου· την ημέρα εξαφάνισης του αγοριού. Πρόκειται για διαβολική σύμπτωση; Ή μήπως κάτι τους προσκάλεσε στα παγωμένα νερά;
Εκείνος εξαφανιζόταν όλο και περισσότερο. Γινόταν κομμάτια και χανόταν, διαλυόταν. Και στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα που να τον ξεχωρίζει από τη θάλασσα, από τη μοναδική απεραντοσύνη που μοιραζόταν με όλα τ’ άλλα.
Οι ήρωες της Jansson είναι πέρα για πέρα ανθρώπινοι και ο αναγνώστης εύκολα ταυτίζεται μαζί τους. Τους γνωρίζουμε όταν βρίσκονται στα χειρότερά τους, όταν φλερτάρουν με το σκοτάδι, ρεαλιστικοί και αφτιασίδωτοι. Παράλληλα, η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος
είναι καλοδουλεμένη, ενώ ο τόπος όπου λαμβάνει χώρα η ιστορία προκαλεί ένα αίσθημα «κλειστοφοβίας» και έντονης καχυποψίας. Η συγγραφέας ξέρει πώς να μας βυθίζει στην αγωνία, πώς να μας συνταράσσει, πώς να μας προκαλεί θλίψη, πώς να μας κάνει να ελπίζουμε, ακόμα κι όταν ο αγώνας φαίνεται ήδη χαμένος.
Δυστυχώς, η Susanne Jansson δεν βρίσκεται πλέον μαζί μας. Έφυγε από τη ζωή το 2019, μετά από μία σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Μπόρεσε, όμως, να μοιραστεί το ταλέντο και το μεράκι της με τον κόσμο και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Τα «Σκοτεινά βάθη», το δεύτερο βιβλίο της είναι ένα μυθιστόρημα που ξεχειλίζει από συναίσθημα, μυστήριο και καθαρό σασπένς.
Σκοτεινά βάθη, της Susanne Jansson
Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 312