Σκοτώσου, αγάπη, της Ariana Harwich
«Με το ‘να χέρι κρατάω το παιδί μου, με το άλλο μια σκούπα. Με το ‘να χέρι μαγειρεύω, με το άλλο μαχαιρώνομαι. Τι ωραίο που έχουμε δύο χέρια. Τι πρακτικό.»
Ο ρόλος της μητρότητας έρχεται να συνταράξει τη ζωή της ανώνυμης πρωταγωνίστριας της Χάρουιτς. Έχει πάψει να νιώθει «άνθρωπος», «άτομο» και αισθάνεται ότι η ατομικότητά της έχει θυσιαστεί βάναυσα στο βωμό του γάμου, της μητρότητας, της οικογένειας. Στο «Σκοτώσου, αγάπη», η συγγραφέας αφηγείται την ωμή καθημερινότητα μίας γυναίκας, η οποία σιγά σιγά μετατρέπεται σε κόλαση. Η πρωταγωνίστρια νιώθει εγκλωβισμένη στους ρόλους της μητέρας και της συζύγου που της επιβλήθηκαν, νιώθει έρμαιο αυτών των ρόλων, αισθάνεται ότι η ύπαρξή της περιορίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών κάποιου τρίτου, του παιδιού της, και κάθε αίσθηση εαυτού και μοναδικότητας έχει εξαϋλωθεί.
Το βιβλίο της Χάρουιτς αποτελεί μία ξεκάθαρη γροθιά στο στομάχι, ένα ωμό αφήγημα, πέρα για πέρα ανθρώπινο. Για την ηρωίδα, ο γάμος και η γέννηση του παιδιού της αποτελούν μία «ποντικοπαγίδα», μία κατάσταση την οποία η ίδια δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Το βιβλίο αποτελεί έναν διαρκή μονόλογο, με συνοπτικά και ασύνδετα κεφάλαια, τα οποία μας βάζουν στη ζωή αλλά και στο μυαλό της πρωταγωνίστριας. Η ηρωίδα έχει ένα σύζυγο, μία πεθερά, ένα μωρό και έναν εραστή, αλλά ποτέ δεν έχει ξανανιώσει τόσο μόνη. Μακριά από τον τόπο καταγωγής της, χωρίς τη δουλειά της που κάποτε γέμιζε εποικοδομητικά και ευχάριστα τις ώρες της, χωρίς κάποια αξιόλογη βοήθεια ή στήριξη (τουλάχιστον όπως νομίζει η ίδια), η απομόνωση της υπαίθρου γίνεται ακόμη πιο έντονη και την ωθεί στα άκρα.
Η βία κατακλύζει ολοένα και περισσότερο την καθημερινότητά της∙ όλα γύρω της μοιάζουν να παρακινούνται από μία βία θεμελιώδη, σχεδόν πρωτόγονη. Προτιμά να βγαίνει έξω στον κήπο και να κλωτσάει μανιασμένη το κενό, να βάζει φωτιά σε μυρμήγκια, να κυλιέται στο γρασίδι και να παρατηρεί τα άγρια ζώα που κάνουν πότε-πότε την εμφάνισή τους στο σκηνικό.
Αυτή η βία είναι αδύνατο να σβήσει∙ την έχει κυριεύσει, την εξουσιάζει και συχνά μεταμορφώνεται σε άκρατη σεξουαλικότητα. Τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας δεν μπορούν να τιθασευτούν από την ίδια, αντίθετα την κυριεύουν ολοκληρωτικά.
Παράλληλα, το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ηρωίδα. Το σκηνικό μας παραπέμπει σε μία ατάραχη, καθημερινή ζωή: ένα όμορφο σπίτι, περιποιημένοι κήποι, αγαπημένες καθημερινές οικογένειες, αμόλυντη επαρχιακή ζωή, παρθένα φύση, μαγευτικά τοπία, άγρια ζωή, ηρεμία. Κάθε άλλο όμως: μέσα σε αυτόν τον φαινομενικά επίγειο παράδεισο, η πρωταγωνίστρια βιώνει την προσωπική της κόλαση, η οποία θεριεύει ολοένα και περισσότερο. Βρίσκεται σε μία κατάσταση ενδιάμεση, ούτε νεκρή αλλά ούτε και ζωντανή, ενώ σκοτεινές ιδέες και ορμές εξουσιάζουν το μυαλό της καθημερινά, όταν κάνει δουλειές, όταν φροντίζει το μωρό της, όταν βρίσκεται με τον άντρα της, όταν παρατηρεί τη φύση.
Η πρωταγωνίστρια επιδιώκει την «ελευθερία» της. Όσο, όμως, πιο ελεύθερη αισθάνεται τόσο πιο αχαλίνωτη γίνεται, και μαζί της και η ιστορία.
Είμαι καρπός φυσιολογικής οικογένειας. Υπερβολικά φυσιολογικής. Ο εισαγγελέας τρίβει τα χέρια του. Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από μία φυσιολογική οικογένεια. Ψέματα. Μάλλον δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό απ’ το να ‘σαι καρπός μιας φυσιολογικής οικογένειας.
Προφανέστατα, το ζήτημα της ψυχικής υγείας αποτελεί τον κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος. Η πρωταγωνίστρια, όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, πασχίζει να κατανοήσει πώς έχει φτάσει σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση, ενώ έχει ζήσει μία φυσιολογική ζωή, σε μία φυσιολογική οικογένεια. Η ίδια δηλώνει χαρακτηριστικά: «Μόνο για φόνισσα δεν κάνω. Δε διαθέτω το σχετικό προφίλ, ούτε κανένα ιστορικό που θα μου επέτρεπε να τη βγάλω καθαρή μ’ αυτό το έδρασε υπό καθεστώς μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης. Δε με βίασε ο παππούς μου, ούτε κανένας θείος μου, και παιδική ηλικία είχα, κι ας μην τη θυμάμαι». Αυτή η στερεοτυπική θεώρηση ότι η ψυχολογική κατάπτωση, η ψυχική ασθένεια και εν προκειμένω, η επιλόχειος κατάθλιψη, είναι κάτι που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο εάν υπάρχει «σοβαρός» λόγος, μία «αιτία» που να το δικαιολογεί, είναι κάτι που βασανίζει την ηρωίδα.
Όπως πολύ εύστοχα έθεσαν οι New York Times, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε μία μητέρα που πασχίζει να γίνει «καλή», αλλά μία μητέρα που πασχίζει να μη γίνει «κακή». Η ηρωίδα της Χάρουιτς είναι μία μητέρα σε «αυτόματο πιλότο», που δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στη ζωή της όπως έχει διαμορφωθεί. Αν και τη μαγνητίζει η ιδέα του θανάτου, κατανοεί ότι αυτό δεν αποτελεί λύση, παρά μόνο μία «προσωρινή απελευθέρωση».
Οι σκιές της Virginia Woolf και της Sylvia Plath πλανώνται πάνω από το «Σκοτώσου, αγάπη»∙ σκιές που φέρουν την «κατάρα» των γυναικών που είναι εγκλωβισμένες σε μία ζωή που δεν τις ικανοποιεί, σε μία ζωή που ενδεχομένως τους επιβλήθηκε άθελά τους, που καταπιέζονται, που καλούνται να ασκήσουν ρόλους που δεν τους αρμόζουν, που ονειρεύονται το θάνατο.
Ένα βιβλίο σχεδόν ποιητικό: άγριο, αιχμηρό, ωμό, που μας «ενοχλεί» με αυτή του την άκρατη βιαιότητα∙ και πολύ καλά κάνει. Η γραφή της Αργεντινής Ariana Harwich είναι ιλιγγιώδης, ασφυκτική, μπερδεύει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Σε λίγο περισσότερες από 100 σελίδες, η Harwich κατορθώνει να αποτυπώσει άρτια μία γυναίκα σε απόγνωση, μία γυναίκα ανώνυμη που θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε και ταυτόχρονα καμία. Το «Σκοτώσου, αγάπη» αποτελεί ένα βιβλίο πρωτότυπο, σκληρό, που ήρθε για να ανανεώσει τη λογοτεχνία της Αργεντινής ενώ μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε 23 χώρες, συγκλονίζοντας το απανταχού αναγνωστικό κοινό.
Σκοτώσου, αγάπη, της Ariana Harwich
Μετάφραση: Αχιλλέας ΚυριακίδηςΕκδόσεις Operaσελ. 144