Space Invaders, της Nona Fernández Silanes
Γιατί αξίζει μιαν ανάγνωση -Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με μια διακριτική αλλά και διεισδυτική ματιά στα τραύματα που προκαλεί μια δικτατορία στις πιο νέες γενιές.
Το τελευταίο διάστημα έχει στιγματιστεί δίχως αμφιβολία από μια σειρά έντονων διεκδικήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν σε πάμπολλες πολιτείες των Η.Π.Α, με κεντρικό σύνθημα το “Black Lives Matter”, στο όνομα της απαίτησης για σεβασμό και εμπράγματη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Μαύρων. Ωστόσο, μια από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις διεκδικήσεων υπήρξε αυτή της Χιλής, όταν, ήδη από το 2019, ο κόσμος είχε βγει στο δρόμο εναντίον της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Piñera, φωνάζοντας για αξιοπρέπεια, ελευθερίες και δικαιοσύνη, σε μια χώρα με βαθιές πληγές, όπου οι κοινωνικές ανισότητες είναι τεράστιες, ενώ ακόμη ισχύει στο βασικό του κορμό το Σύνταγμα που είχε περάσει επί της στυγνής, νεοφιλελεύθερης δικτατορίας του στρατηγού Pinochet. Σε αυτό το περιβάλλον διεκδικήσεων της Χιλής έρχεται να εγγραφεί και το έργο της Χιλιανής Nona Fernández Silanes, “Space Invaders”, το οποίο κυκλοφόρησε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.
Το “Space Invaders” είναι ένα μικρό μυθιστόρημα, μια νουβέλα, η οποία αναφέρεται στη Χιλή της δεκαετίας του ’80, όταν μόλις έχει ψηφιστεί το σύνταγμα του Pinochet, και εκτείνεται χρονικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Η ιστορία αφορά τους μαθητές ενός σχολείου και το πώς αυτοί αντιλαμβάνονται την κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώνουν. Ειδικότερα, βασικό όχημα της ιστορίας είναι η σχέση, στην πάροδο του χρόνου, μεταξύ μιας κοπέλας, της Γκονσάλες, η οποία είναι κόρη αστυνομικού, και των υπόλοιπων συμμαθητών της. Με αυτή την αφετηρία η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το ζήτημα του πώς επιδρά η Ιστορία και οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στα μικρότερα μέλη μιας κοινότητας, καταδεικνύοντας πιο συγκεκριμένα τον τρόπο που το δικτατορικό καθεστώς δηλητηριάζει τα πάντα.
Ο πυρήνας του μυθιστορήματος της Fernández Silanes είναι ουσιαστικά η μνήμη· αυτό είναι και το βασικό αίτημα που προσπαθεί να επικοινωνήσει η συγγραφέας. Σε τόπους που έχουν βασανιστεί και πληγεί από δικτατορίες, η λήθη δεν είναι λύση. Μόνος τρόπος αντιμετώπισης του τραύματος είναι η μνήμη. Πιο συγκεκριμένα, ο μηχανισμός των αναμνήσεων τονίζεται διαρκώς σε όλο το κείμενο, και αποτελεί το μέγα ζητούμενο. Χαρακτηριστικά, η αφήγηση ξεκινά με το μοτίβο του ονείρου: τα παιδιά-πρωταγωνιστές παρουσιάζονται να ανακαλούν τις προσωπικές τους εμπειρίες από τα σχολικά χρόνια –και, ειδικότερα, τις εμπειρίες τους με την Γκονσάλες, την κόρη του αστυνόμου (ο οποίος είναι και το σύμβολο του καθεστώτος στην ιστορία)– μέσα από τα όνειρά τους. Όνειρα, βέβαια, που δεν περιορίζονται μόνο σε μια χρονική περίοδο, αλλά τους ακολουθούν σε όλες τις φάσεις της ζωής τους. Για την Fernández Silanes, ωστόσο, αυτά τα όνειρα δεν είναι ασήμαντα, ούτε απλώς προβολές του ψυχισμού τους. Όπως λέγεται ξεκάθαρα, τα όνειρα είναι επιπλέον ένας τρόπος της μνήμης, μια διαδικασία που διαμορφώνει τις αναμνήσεις που έχει ο καθένας για το παρελθόν, κι έτσι διαμορφώνει και τις αφηγήσεις που κατασκευάζονται.
Δεν ξέρουμε αν αυτό είναι όνειρο ή ανάμνηση. Κάποιες στιγμές πιστεύουμε πως είναι μια ανάμνηση που πάει και χώνεται στα όνειρά μας, μια σκηνή που δραπετεύει που δραπετεύει από τη μνήμη κάποιου και κρύβεται στα βρόμικα σεντόνια όλων μας. Μπορεί να την έχουμε ήδη ζήσει, εμείς ή κάποιοι άλλοι. Μπορεί να είναι μια αναπαράσταση ή ακόμα και μια επινόηση, όσο περισσότερο όμως το σκεφτόμαστε πιστεύουμε πως είναι μόνο ένα όνειρο που σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε ανάμνηση. Αν υπήρχε διαφορά ανάμεσά τους, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε από πού έχει έρθει, αλλά στα αμνήμονα στρώματά μας όλα συγχέονται και η αλήθεια είναι πως αυτό μικρή σημασία έχει τώρα πια.
Γι’ αυτό και τα όνειρα στο “Space Invaders” είναι υψίστης σημασίας: οι μορφές με τις οποίες τα παιδιά διαχειρίζονται τη σχολική ζωή τους και τις κοινωνικές τους εμπειρίες –τις βαθιά επηρεασμένες από το πολιτικό περικείμενο– είναι καθοριστικές για το πώς «βλέπουν» το παρελθόν τους, πώς ισορροπούν με τα όποια τραύματά τους, και πώς θα πορευτούν στο μέλλον. Και, όπως καταλήγει στο τέλος το κείμενο, η αντιπαράθεση με τα όνειρά μας, η επικοινωνία με τις φωνές που αυτά εμπερικλείουν, η διαχείριση, με άλλα λόγια, της μνήμης, είναι κάτι που δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να το αποφεύγει, αλλά είναι αναγκαίο να το συναντά και να διαπραγματεύεται με αυτό, να συμφιλιώνεται. Τα κατάλοιπα που αφήνουν οι δικτατορίες στις ψυχές δεν μπορούν να αποκρύβονται και να απωθούνται, αλλά χρειάζεται να έρχονται στο φως:
Η Φουενσαλίδα καταλαβαίνει πως είμαστε καταδικασμένοι να δεχτούμε αυτό το τηλεφώνημα, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. […] Στη μέση του δρόμου, αναστατωμένοι μέσα στην ίδια στολή που τώρα πια είναι ξεβαμμένη και στενή, ακούμε με προσοχή.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο του “Space Invaders” αφορά τον τρόπο με τον οποίο «στέκεται» η ίδια η λογοτεχνική γραφή απέναντι στα τραγικά στίγματα που αφήνει η Ιστορία, ειδικά στα παιδιά. Η εντύπωσή μου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ήταν ότι η Fernández Silanes επέλεξε να προσεγγίσει τα ζητήματα αρκετά διακριτικά. Νομίζω ότι το κείμενο του “Space Invaders” αφήνει να εννοηθούν περισσότερα απ’ όσα περιγράφονται άμεσα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αποκρύβει στοιχεία ή ότι είναι πολύ υπαινικτικό. Απλώς, θεωρώ ότι, πολύ εύστοχα, η συγγραφέας επέλεξε, δίνοντας μορφή στις εμπειρίες των παιδιών, να μην τις αφηγηθεί μέσα από την οπτική ενός παντογνώστη που δίνει αντικειμενικά και αποστασιοποιημένα όλες τις λεπτομέρειες, μην αφήνοντας εκτός καμία πτυχή του ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικού πλαισίου. Αντιθέτως, η οπτική είναι ξεκάθαρα αυτή των παιδιών, έτσι όπως αυτά μεγαλώνουν και αποκτούν περισσότερες γνώσεις και άποψη για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης μόνο σταδιακά αποκτά την πλήρη εικόνα των πραγμάτων: ενώ στην αρχή κυριαρχεί η εντύπωση ότι πίσω από όσα διηγούνται τα παιδιά υπάρχει ένας «σωρός» τραυματικών γεγονότων που λανθάνουν –τα οποία, φυσικά, μπορούμε να μαντέψουμε–, αυτά σιγά σιγά αποκτούν την πιο ξεκάθαρη μορφή τους. Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια τακτική είναι και πιο σοφή, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει καλύτερα τις εμπειρίες και την ψυχολογική εξέλιξη των παιδιών και να αποκτήσει μια διαφορετική οπτική για το πώς, αργά αλλά σταθερά, το βίαιο περιβάλλον διαμορφώνει και διαβρώνει το νεαρό ψυχισμό.
Κλείνοντας, αξίζει να επισκεφθεί ένας αναγνώστης τον κόσμο που παρουσιάζεται στο “Space Invaders”, γιατί είναι ένας κόσμος τον οποίο όλοι πρέπει να βλέπουμε και στον οποίο δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας. Είναι ένας κόσμος που μπορεί να μοιάζει απόμακρος στον χώρο και στο χρόνο, αλλά είναι δυστυχώς πολλές φορές εξαιρετικά εγγύς. Ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για παιδιά, αναγκάζονται να έρθουν σε επαφή με μια βία που δε θα έπρεπε να υπάρχει, μια βία ριζωμένη και υποκινούμενη από πολύ συγκεκριμένα πολιτικά καθεστώτα. Ένας κόσμος όπου γενιές ανθρώπων αποκτούν τραύματα τα οποία θα τους ακολουθήσουν σε ολόκληρη τη ζωή τους και θα τους σημαδέψουν με τρόπο πολλές φορές αθεράπευτο. Είναι ένας κόσμος που εύσχημα η Fernández Silanes συμβόλισε με το γνωστό παιχνίδι Space Invaders. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι δεν είναι εκείνοι που μάχονται έναντι στους κακούς εξωγήινους: σε περιόδους τόσο παραμορφωμένες από την Ιστορία, όπως η Χιλή του Pinochet, οι απλοί άνθρωποι έχουν καταλήξει να είναι οι ίδιοι εξωγήινοι τους οποίους πολεμούν να εξοντώσουν τα καθεστώτα.
Space Invaders, της Nona Fernandez Silanes
Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 143
Έργο εξωφύλλου: Βούλα Φερεντίνου, Fun and games, 2010