Σπύρος Κιοσσές: «Ο θάνατος που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία είναι ο “θάνατος του αναγνώστη”»
To βιβλίο «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου – Η συμβολή της αφηγηματολογίας» θα το πρότεινα σε όλους όσοι αγαπάνε τη λογοτεχνία, αφού τονίζει την ύψιστη και μοναδική αξία της δημιουργικής ανάγνωσης και μπορεί να γίνει πολύτιμος καθοδηγητής και συνοδοιπόρος για όποιον επιθυμεί να περιπλανηθεί στους πολύπτυχους δρόμους και στα δαιδαλώδη σοκάκια της Τέχνης της Γραφής, συγκεντρώνοντας και εξηγώντας με σαφήνεια τους «μηχανισμούς λειτουργίας των αφηγηματικών κειμένων και [τις] ποικίλες τεχνικές κατασκευής νοημάτων και σύνθεσης ερμηνειών». Επιπλέον, στο βιβλίο υπάρχει ένα μεγάλο κεφάλαιο δραστηριοτήτων όπου ο αναγνώστης μπορεί να περάσει από τη θεωρία στην πράξη, και να «καταπιαστεί» με λογοτεχνικές ασκήσεις που θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει βαθύτερα τις θεωρητικές έννοιες που διάβασε, με την εφαρμογή τους σε λογοτεχνικά έργα και κριτικά κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας. Ακολουθεί η συζήτησή μου με τον Σπύρο Κιοσσέ ο οποίος απάντησε με μεγάλη προθυμία στις ερωτήσεις που του έθεσα και τον ευχαριστώ πολύ.
Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον να διαβάσω το βιβλίο σας, είναι κυρίως η «επισήμανση» στον τίτλο, αν μπορώ να το θέσω έτσι, στην έννοια της «δημιουργικής ανάγνωσης», η οποία συσχετίζεται άρρηκτα με τη «δημιουργική γραφή», όπως γράφετε, αλλά είναι και ξεχωριστό κομμάτι – άλλωστε γι’ αυτό και η ξεχωριστή αναφορά. Νομίζω είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί βιβλίο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, που δίνει έμφαση στο θέμα αυτό. Συμφωνείτε;
Ίσως το πρώτο που, ενώ αναφέρεται στη δημιουργική γραφή, προτάσσει τη δημιουργική ανάγνωση ως απαραίτητη προϋπόθεση. Απαραίτητη για τη γραφή, στο πλαίσιο οποιουδήποτε κειμενικού είδους, είναι η θητεία στην ανάγνωση. Ως ιδέα, φυσικά, δεν είναι καινούργια, δυστυχώς όμως δεν εφαρμόζεται στην πράξη σε πολλές περιπτώσεις εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ή σε ατομικές συγγραφικές απόπειρες. Επίσης, η δημιουργική ανάγνωση πρέπει, κατά την άποψή μου, να αποτελεί βασική επιδίωξη τόσο του γλωσσικού όσο και του λογοτεχνικού μαθήματος. Είναι σημαντικό, δηλαδή, να γίνει κατανοητό ότι η ανάγνωση δεν αποτελεί μια απλή, μηχανιστική διαδικασία αναπαραγωγής του νοήματος του κειμένου. Αντίθετα, πρόκειται για μια«ανά-γνωση», αναγνώριση, δηλαδή, των κειμενικών μικρο- και μακροδομών, κατανόηση θεμάτων και μοτίβων, κατάταξη του λόγου, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή, σε ένα κειμενικό είδος, αντίληψη ομοιοτήτων και διαφορών σε σχέση με άλλα κείμενα, σύγκριση, αντίληψη υφολογικών διακυμάνσεων κ.λπ. Η ανάγνωση, με άλλα λόγια, δεν αποτελεί απλή «κατανάλωση» του κειμένου ή παθητική αποδοχή του, αλλά συνιστά μια διαδραστική διαδικασία, στην οποία είναι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή του αναγνώστη στην κατασκευή νοήματος και στη σύνθεση ερμηνειών.
Η «δημιουργική ανάγνωση» ενός βιβλίου φαίνεται να σχετίζεται πολύ με ό,τι αντιμετωπίζουμε ως κριτική του βιβλίου. Δεδομένου ότι αν ο αναγνώστης καταγράψει τις σκέψεις του για το βιβλίο που διάβασε, το κείμενο αυτό είναι μία εν δυνάμει κριτική. Μπορούν όλοι οι αναγνώστες να το πετύχουν αυτό; Δεν χρειάζεται να «πληρούν» κάποιες προϋποθέσεις, όπως μια συστηματική μελέτη της λογοτεχνίας;
Κάθε ανάγνωση του ίδιου κειμένου είναι διαφορετική. Αρχικά, διαφέρει ο αναγνώστης κι αυτά που «φέρνει» στην ανάγνωσή του: η οπτική του, οι γνώσεις του, η ίδια του η γλωσσική και πολιτισμική ταυτότητα, τα οποία επηρεάζουν αυτά που διαβάζει, τον τρόπο κατανόησης και ερμηνείας τους. Έπειτα διαφέρει η αναγνωστική περίσταση και ο σκοπός της ανάγνωσης. Ακόμη και το ίδιο άτομο διαβάζει διαφορετικά το ίδιο κείμενο, ακόμη και λογοτεχνικό, ανάλογα με τον σκοπό του, λ.χ. αν θέλει να το απολαύσει, αν πρόκειται να εξεταστεί σ’ αυτό ή να γράψει ένα κριτικό δοκίμιο. Επίσης, η έννοια της «κριτικής» που θέσατε είναι ευρεία: η άσκηση συστηματικής λογοτεχνικής κριτικής φυσικά προϋποθέτει συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες. Κριτική όμως ασκούμε όλοι μας, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, όταν προτείνουμε ένα βιβλίο σε κάποιον φίλο μας, όταν συζητούμε γι’ αυτό ή ακόμη και όταν το σκεφτόμαστε, το επεξεργαζόμαστε νοητικά. Η «δημιουργική ανάγνωση» ενέχει και την έννοια της αποστασιοποίησης από το κείμενο, τις αξίες, τις ιδέες του, την οπτική του στον κόσμο, και της σύγκρισης με τις δικές μας αξίες, ιδέες και οπτική. Ίσως τα σημαντικότερα κείμενα είναι αυτά που διευρύνουν την κοσμοθεωρία μας, αυτά που μας καλούν να αναθεωρήσουμε τα μέχρι τότε δεδομένα μας ή τουλάχιστον να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν και άλλες οπτικές, ισότιμες και ενδιαφέρουσες.
Παρόλο που κατανοώ την υπερβολή της σκέψης αυτής, αντιμετωπίζω τα λογοτεχνικά βιβλία με υπέρμετρο θαυμασμό, τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας δε, ως καρπούς «υπερβατικής έμπνευσης» και «ιδιοφυϊας» (δανειζόμενη φράσεις του βιβλίου σας), εν ολίγοις θεωρώ ότι η συγγραφική ικανότητα είναι προνόμιο λίγων και εκλεκτών. Στο βιβλίο σας εκφράζετε μια διαφορετική, πιο «προσγειωμένη» άποψη. Η κατάκτηση της συγγραφικής τέχνης μπορεί να επιτευχθεί από τον καθένα;
Η άποψή μου είναι ότι η συγγραφή είναι τέχνη και τεχνική. Μπορεί κάποιος να κατακτήσει συγκεκριμένες τεχνικές γραφής, μέσα από την εμβριθή ανάγνωση της λογοτεχνίας, να εντρυφήσει στη σχετική θεωρία (που και αυτή, ας μην το ξεχνάμε, από την ανάγνωση των ίδιων των έργων διαμορφώνεται) και να ασκηθεί στη γραφή με επιμονή και συστηματικότητα, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας. Ωστόσο, ο τρόπος χρήσης των κατακτημένων τεχνικών ή και η δυνητική εξέλιξή τους, η άντληση της «πρώτης ύλης» μέσα από τη ζωή ή τη φαντασία, η υπέρβαση των όποιων προτύπων, η πρωτοτυπία και η καλλιέργεια του προσωπικού ύφους είναι κάτι άλλο. Μπορούμε να το ονομάσουμε ταλέντο, ιδιοφυΐα, έμπνευση, ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία, «συγγραφική νοημοσύνη», ή όπως αλλιώς. Κι αυτό διακρίνει τα καλογραμμένα κείμενα από τα έργα τέχνης, τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας, όπως αναφέρετε.
Το δεύτερο σκέλος του τίτλου αναφέρεται στην επιστήμη της αφηγηματολογίας. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη φιλολογία και στην αφηγηματολογία; Πιστεύετε πως ως αντικείμενο διδάσκεται επαρκώς στη χώρα μας; Αν ναι, ποια θεωρείτε ως τα καλύτερα προγράμματα σπουδών για όποιον ενδιαφέρεται να εντρυφήσει βαθύτερα στο αντικείμενο αυτό;
Η αφηγηματολογία είναι τμήμα των λογοτεχνικών σπουδών και ως τέτοιο διδάσκεται στα ελληνικά ή ξενόγλωσσα Τμήματα Φιλολογίας της χώρας μας. Ναι, νομίζω ότι πλέον διδάσκεται επαρκώς στη χώρα μας, έχοντας πείσει ότι παρέχει ένα αξιόπιστο εργαλείο περιγραφής, ανάλυσης και ερμηνείας των αφηγηματικών κειμένων. Υπάρχουν επίσης σχετικά μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, κυκλοφορούν όμως και πολλά εγχειρίδια, μεταφρασμένα στην ελληνική, για όποιον ενδιαφέρεται να εντρυφήσει σε αυτήν.
Πιστεύετε πως κάποιος που δεν γνωρίζει τους μηχανισμούς κατασκευής κειμένων, που δεν έχει έρθει σε επαφή με την αφηγηματολογία και με τους τρόπους οργάνωσης και παρουσίασης του πεζού λόγου που παρουσιάζετε εκτενώς στο βιβλίο σας, δεν μπορεί να προσεγγίσει δημιουργικά ένα βιβλίο ως αναγνώστης; ή δεν μπορεί να γράψει ένα μυθιστόρημα; Άλλωστε, όλα εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που θεωρούνται κλασσικά αριστουργήματα, έχουν γραφτεί από ανθρώπους που ουδεμία σχέση είχαν με μαθήματα και βιβλία δημιουργικής γραφής.
Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής προσφέρουν έναν πιο «σύντομο», ας πούμε, δρόμο συστηματικής γνωριμίας και κατάκτησης των τεχνικών γραφής, ενώ παρέχουν επίσης δημιουργικές, ή «απαιτητικές», αν θέλετε, αφορμές άσκησης κάποιου στη συγγραφή, καθώς και άμεση κριτική ανταπόκριση στα παραγόμενα κείμενα. Υπάρχουν, φυσικά, και άλλοι δρόμοι: ο πιο προφανής και σημαντικός η ίδια η ανάγνωση, που ούτως ή άλλως είναι αναγκαία και στο πλαίσιο των μαθημάτων. Απλά, τα μαθήματα, τα βιβλία, η αφηγηματολογία συνιστούν «διευκολυντές» της παραπάνω διαδικασίας. Παρέχουν στον ενδιαφερόμενο, με τρόπο συστηματικό, όρους, έννοιες, μεθόδους, κ.λπ. και τον προβληματίζουν για την ίδια την έννοια της γραφής και της ανάγνωσης. Τον μυούν, τρόπον τινά, στο συγκεκριμένο πεδίο και καθοδηγούν πιο στοχευμένα τα πρώτα του βήματα. Από κει και πέρα, το ταξίδι, η πορεία του στη γραφή είναι δικό του ζήτημα.
Στο βιβλίο αναφέρεστε σχολαστικά στην είσοδο της δημιουργικής γραφής στην εκπαίδευση και σε μία διαφορετική, πιο ουσιαστική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων χωρίς τα στεγανά της φιλολογίας. Πόσο εύκολο είναι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο σε μία χώρα, όπως είναι η δική μας, που το επίπεδο της εκπαίδευσης, ως επί το πλείστον, φαίνεται να είναι φτωχό;
Κατά την άποψή μου, το επίπεδο της εκπαίδευσης, σε κάθε διδακτικό αντικείμενο, το καθορίζουμε, σε μεγάλο βαθμό, εμείς οι ίδιοι. Λέγοντας «εμείς» εννοώ τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Πέρα φυσικά από τα όποια «υλικά» προαπαιτούμενα (εποπτικά μέσα, εκπαιδευτικές συνθήκες, κ.ά.), που είναι εκτός του δικού μας ελέγχου, ένας δάσκαλος κι ένας μαθητής μπορούν να κάνουν θαύματα. Όρεξη, φαντασία, προθυμία, πειραματισμός, λίγο ρίσκο, αλλά και διάθεση για δουλειά, μπορούν να μετατρέψουν ένα βαρετό μάθημα λογοτεχνίας σε «χώρο» απόλαυσης και δημιουργίας. Ο εκπαιδευτικός, βέβαια, πρέπει να υιοθετήσει μια στάση κριτικής ως προς τον στόχο του λογοτεχνικού μαθήματος (που ενέχει και μια διάθεση αυτοκριτικής). Τα «φιλολογικά στεγανά», τα οποία προωθούν την αποστήθιση έτοιμων ερμηνειών, σχημάτων λόγου, βιογραφικών στοιχείων, κ.λπ., είναι ίσως η πιο «σίγουρη» και «εύκολη» προσέγγιση – αν θέλουμε να (ανα)παραγάγουμε μικρούς φιλολόγους. Αν όμως στόχος μας είναι να καλλιεργήσουμε μια κριτική και δημιουργική στάση στη λογοτεχνία, να προωθήσουμε την απόλαυση και να δημιουργήσουμε μικρούς αναγνώστες, που θα συνεχίσουν να επιζητούν τη λογοτεχνική ανάγνωση και μετά τα σχολικά χρόνια, τότε πρέπει να προσαρμόσουμε τις μεθόδους μας και τη «φιλοσοφία» μας. Κυρίως όμως πρέπει να εμπλακούμε κι εμείς οι ίδιοι δημιουργικά στη διαδικασία αυτή.Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί που το κάνουν με μεγάλη χαρά και εξαιρετικά αποτελέσματα.
Στο τέλος του βιβλίου έχετε προσθέσει ένα κεφάλαιο «δραστηριοτήτων», όπου ο αναγνώστης μπορεί να περάσει τρόπον τινά από τη θεωρία στην πράξη. Υπό ποια σκοπιά σχεδιάστηκε; Με ποια κριτήρια έγιναν οι επιλογές των βιβλίων με τα οποία «συνδιαλέγεται» ο αναγνώστης στο κεφάλαιο αυτό;
Οι δραστηριότητες και τα κείμενα που επιλέχτηκαν είναι εντελώς ενδεικτικά, σε μια προσπάθεια να δείξω «στην πράξη» θεωρητικά ζητήματα που παρουσιάζονται στα προηγούμενα κεφάλαια. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για δραστηριότητες που έχω δοκιμάσει προσωπικά τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνδυάζουν τη δημιουργική ανάγνωση και ταυτόχρονα προσφέρουν αφορμές δημιουργικής γραφής.
Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής φαίνεται να διχάζουν αρκετούς ανθρώπους. Ακούω συχνά το σχόλιο για κάποιο βιβλίο ότι είναι καρπός αυτών των σεμιναρίων –και πάντα λέγεται υποτιμητικά και πολλές φορές από ανθρώπους που ανήκουν στον κόσμο του βιβλίου. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί σημαντικοί, βραβευμένοι και αγαπημένοι από κοινό και κριτικούς συγγραφείς είναι απόφοιτοι παρόμοιων σεμιναρίων ή προγραμμάτων δημιουργικής γραφής. Το «παρελθόν» της συγγραφής ή οι περιστάσεις της, κατά την άποψή μου, δεν έχει καμία σχέση με την ποιότητα του έργου, το αποτέλεσμα δηλαδή της συγγραφής. Αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι το ίδιο το κείμενο. Αν ακολουθεί «συνταγές», χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιαστικό ή πρωτότυπο υφολογικά ή θεματικά προφανώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί καλό βιβλίο. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την παρακολούθηση σεμιναρίων. Όπως προανέφερα, εξάλλου, ο κάθε (επίδοξος) συγγραφέας είναι υπεύθυνος για τη δική του πορεία, για την αναζήτηση και καλλιέργεια του προσωπικού του ύφους.
Ποια θεωρείτε ως τα πιο σημαντικά βιβλία για την τέχνη της γραφής;
Μπορώ πρόχειρα να παραθέσω τα «Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή» του Rainer Maria Rilke, «Ο Πέπλος» του Milan Kundera, «Η τέχνη της μυθοπλασίας» του Henry James, «Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου» του Ουμπέρτο Έκο, «Η νύχτα του συγγραφέα» του Amos Oz, «Η τέχνη της γραφής» του Anton Chekhov, καθώς και πολλά εξαιρετικά δοκίμια της Virginia Woolf.
Πολλές φορές, όπως αναφέρετε και στο βιβλίο σας, ο αναγνώστης δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη ζωή-στο πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα του οποίου το έργο διαβάζει, γεγονός που επηρεάζει και τον τρόπο που προσεγγίζει το ίδιο το βιβλίο. Υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Milan Kundera που αρνείται κατηγορηματικά να δώσει συνεντεύξεις, που κρατάει τη ζωή του κρυφή, θεωρώντας ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός αληθινού μυθιστοριογράφου είναι πως δεν του αρέσει να μιλάει για τον ίδιο, ασπαζόμενος την άποψη του Guy de Maupassant ότι «Η ιδιωτική ζωή και η όψη ενός ανθρώπου δεν ανήκουν στο κοινό». Ποια είναι η δική σας γνώμη;
Κατανοώ το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τη ζωή των συγγραφέων, ιδίως αγαπημένων συγγραφέων. Η ανάγνωση των λογοτεχνικών έργων δημιουργεί την αίσθηση ότι αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε μας και στον συγγραφέα του κειμένου. Ότι διενεργείται μια «συνομιλία» μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα. Αυτό, βεβαίως, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Γοητευτική μεν, αλλά ψευδαίσθηση, καθώς πρόκειται για ένα συγγραφικό προσωπείο, το οποίο είναι κατασκευασμένο.Ο συγγραφέας είναι συγγραφέας μόνο στο πλαίσιο του έργου του, στα όρια των βιβλίων του. Από κει και πέρα είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι, που δικαιούται την ιδιωτικότητά του, η οποία πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστή.
Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά στο άρθρο του Roland Barthes «Ο θάνατος του συγγραφέα» και στις αντιδράσεις που προκάλεσε και μου ήρθε στο μυαλό η αφοριστική διακήρυξη που είχε κάνει ο Gilles Deleuze για τον θάνατο του μυθιστορήματος, κάτι που έχει ακουστεί και από άλλους συγγραφείς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Ποιο είναι το μέλλον της λογοτεχνίας κατά τη γνώμη σας;
Η λογοτεχνία θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η αφήγηση είναι συνυφασμένη με την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού μας. Η ποίηση είναι ένα «καταφύγιο», απαραίτητο ακόμη κι αν το «φθονούμε». Αυτό που βαραίνει τους ώμους των ανθρώπων που σχεδιάζουν την πολιτική του βιβλίου, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, αλλά αφορά και τους ίδιους τους δημιουργούς, είναι να καταστεί εμφανής η σημασία της λογοτεχνίας, και των ανθρωπιστικών σπουδών εν γένει, στα παιδιά, στους νέους ανθρώπους. Ότι δεν είναι μια ελιτίστικη, κοινωνικά και πνευματικά, ενασχόληση αλλά κοινό, δημόσιο αγαθό. Ο θάνατος που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία είναι ο «θάνατος του αναγνώστη».
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ
Οι Εκδόσεις Κριτική σας προσκαλούν στη συζήτηση «Από τη δημιουργική ανάγνωση στη δημιουργική γραφή» που θα πραγματοποιηθεί στη 16η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (Αίθουσα «Φιλολογικό καφενείο», Περίπτερο 13) το Σάββατο 11 Μαΐου, 4-5 μ.μ., με αφορμή το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας».
Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου – Η συμβολή της αφηγηματολογίας, του Σπύρου Κιοσσέ
Εκδόσεις Κριτική
σελ. 488