Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Στα περίχωρα μιας πόλης

feature_img__sta-perixora-mias-polis
Στα περίχωρα μιας πόλης

Χρώμα και σκιά
Στις παρυφές
Της παλιάς, καθώς μου εκμυστηρεύτηκε
η ίδια η ζωγραφιά,
πόλεως των
Χανίων

Ένα παιδί λουσμένο σε πολύχρωμους καθρέφτες, όμορφο πολύ και συναισθηματικό, ένας Τζέιμς, δίχως επώνυμο και ρίζες, ένα χρυσό παιδί. Λέει μια ιστορία, αρκετά παλιά που έχει να κάνει με τους μύθους. Μα θα πρέπει κανείς να φανταστεί πως την ιστορία του την λέει δίχως λόγια, κρατώντας από συστολή ή αμηχανία τον γερό κορμό του. Αυτός ο Τζέιμς, λοιπόν, όπως αυθαίρετα επικράτησε σε αυτήν την ιστορία να ονομάζεται, γίνεται στα μάτια μας θερμότερος ως χρώμα, πιο αφοσιωμένος στην ζωή του, μεταστοιχειώνεται σε έναν φαντασμαγορικό, πολύχρωμο πληθυντικό αριθμό. Είτε πίσω από το βιτρό, είτε εξασθενημένος, όμως ζωντανός σε μια φανταστική προοπτική, ο Τζέιμς αφηγείται την ιστορία του δίχως λόγια. Όλα εννοούνται από το βλέμμα του και την ασυνήθιστη πρόζα τους.

Ας υποθέσουμε, τέλος πως αυτός ο Τζέιμς απέκτησε ζωή χάρη στον ζωγράφο Δημήτρη Αστερίου και πως αυτός, ο ζωγράφος δηλαδή, φιλοτέχνησε σε γκραβούρες σύγχρονες μία προς μία τις σκηνές. Από τούτο το υλικό ο Τζέιμς, πίσω από το βιτρό του παρεκκλησίου του Ροζαρίου που φτιάχτηκε στον ουρανό ενός ψηλοτάβανου ξενοδοχείου κάπου στην γαλλική Νίκαια, επιλέγει μονάχα ένα σκίτσο. Και επάνω σε αυτό αρθρώνει τα δικά του στέρεα υλικά. Την πορεία αυτού του ζωγράφου καθορίζει καθώς φαίνεται το χρώμα και το φως. Για αυτό και οι δειλές σκιές στην παλιά πόλη των Χανίων που ταιριάζει τόσο, τοπογραφικά, στην ατμόσφαιρα αυτής της κάπως πλαστικής μυθολογίας.

Ο Τζέιμς –θυμάστε εκείνον τον απρόσιτο νέο της εισαγωγής;– αποτελείται από μόρια χρωματιστού γυαλιού. Αποτελείται από τα μέρη του κόσμου. Ή, απλώς, ο ίδιος θέλησε κάποτε να μεταμορφωθεί στο φιλόδοξο και υπέροχο Ένα. Όμως η μοίρα του ήταν ήδη γραμμένη, το πεπρωμένο του ήταν ήδη αισθητό και ο ίδιος φαντάζει ήδη μια ακρυλική καλλιγραφία του καιρού του. Ο Τζέιμς μιλά:

Θα ήταν καλοκαίρι. Χαθήκαμε μες στα στενά της μεσαιωνικής πολιτείας. Οι δυο μας, αφοσιωμένοι σε έναν καβαφικό στίχο, στις συμφωνίες των σωμάτων. Ο καιρός πάει πέρα μακριά κι όλα τα χρώματα έχουν σβηστεί. Ωστόσο σε εκείνη την περίσταση ταιριάζει να πλάσετε εντός σας το πιο εκτυφλωτικό μεσημέρι. Τίποτε δεν φορούσαμε, μονάχα ένα δεύτερο δέρμα. Υπήρξαμε γυμνοί, δεν υπήρχε τίποτε για να κρύψουμε, τα μυστικά μας ήταν εξασθενημένα, σε όλους γνωστά. Γίναμε πάλι εκείνη η ειρηνική συγκίνηση που γεννιέται μονάχα μια φορά στην ησυχία του κάστρου.

Ο Τζέιμς γινόταν πιο ζωντανός, θερμότερος καθώς μιλούσε, και ο Δημήτρης Αστερίου άπλωνε διακεκομμένα χρώματα, προσαρμόζοντας το κολλάζ στους όρους της ζωγραφικής. Η μέθοδός του υπήρξε καταιγιστική, ο Τζέιμς χανόταν στο ιερό ενός μικρού καθεδρικού, βγαλμένος από τις πρόζες του Χριστιανόπουλου, από τα παιδιά της αμαρτίας με τις πιανιστικές εξομολογήσεις του Μ. Χατζιδάκι. Όλα τα έσμιγε ο ζωγράφος και ζητούσε από εσένα περισσότερα να φανταστείς. Τα μάτια, το ακριβές σχήμα του προσώπου, τα δάχτυλα, τους άλλους μυώνες. Και στο βάθος την συνείδηση του Τζέιμς που παραμένει θεμελιωμένη στον δίχως λόγια έρωτα. Ο Τζέιμς μιλά:

Η Αριάδνη είχε κιόλας σκοτωθεί, το νήμα της παρασύρθηκε από τις επίμονες βροχές. Αυτές τις ίδιες που άλλαξαν την πόλη μου. Ή πάλι χάθηκε σε μια έξαλλη μισθωτή ζωή, κάπου στο Τόκυο, όπως το είπαν τα ποιήματα. Οι δυο τους, μισοί άνδρες, μισοί Μινώταυροι, με ωραία σώματα και στοιχεία ενός ταπεινού πολιτισμού. Το ωραιότερο στολίδι τους δεν είναι άλλο από αυτό το τραγίσιο κεφάλι, μια μάσκα που σε προστατεύει, αφού το ολόκληρο γυμνό, η μορφή, δεν στερεώνεται δίχως το πρόσωπο. Χωρίς τα αμυγδαλωτά μάτια του Τηλέμαχου, χωρίς να αποδράσει κανείς από την ίδια του την προσωπικότητα, γυρεύοντας μια υπερύψωση προς χάρη της μορφής, δεν ξαναπλάθεται τίποτε στην παλιά του ζωντάνια. Ήμασταν ίδιοι και απαράλλαχτοι, σπαράζοντας τις ζωές μας μες στο καταμεσήμερο, καλά βαλμένοι επάνω στα συντρίμμια, αφήνοντας κάτι από τα σώματά μας στα πράγματα.

Ο ζωγράφος στο μεταξύ εργαζόταν ακούραστος, σμιλεύοντας με το πενάκι του το μεγαλείο εκείνης της κρητικής, θεατρικής στις ρίζες της, μάσκας. Φαντάζομαι πως με τον τρόπο του ο Δημήτρης Αστερίου αναπλάθει εκείνη την στιγμή όλα τα χρώματα, καθώς και τον εκσυγχρονισμό μιας παράδοσης που στα χέρια του εκπληρώνεται, δίχως να καταπέσει στην ρητορεία του φολκλόρ. Μόνον ο αφοπλισμός και οι υπαινιγμοί, μονάχα αυτά είναι που πρέπει κάποιος να προσέξει, ακούγοντας προσεκτικά την ιστορία του Τζέιμς. Πίσω από την χρωματιστή ζελατίνα, ένα αγόρι των ποτοπωλείων, το καλύτερο σχόλιο για απόψε επάνω στο ζήτημα της ομορφιάς.

Κανείς δεν υπήρχε. Μήτε νέοι για να χορτάσουν την πείνα τους. Οι δυο τους μόνο, να σβήνουν λυρικά μες στην παλιά πόλη, εύρωστοι, σκιώδεις, με δίχως νόηση. Μόνο η δύναμη και η υγεία των σωμάτων, η λεπτομερής στάση, μια άλλη γλώσσα που μεταφράζει την παρατήρηση. Αυτό το θεμελιακό στοιχείο του γκριζομάλλη αιώνα μας που σκυμμένος στα βιβλία κάνει τόση εντύπωση στον Οκτάβιο Παζ.

Ο Τζέιμς τώρα μιλά αλλιώτικα και αποκαλύπτεται, μεταβάλλοντας την φωνή του για να πλησιάζει σε έναν τρόπο ύπαρξης που ζητά την ιδιοφυία της εποχής του για να τραγουδήσει. Την ευφυΐα της ποίησης που ολοκληρώνει ένα αυθύπαρκτο, δίχως γενέτειρα, νόημα.

Τζέιμς, καλύτερα να πεις όλη την αλήθεια. Πως δεν υπάρχει καμιά ιστορία, μόνον ο τολμηρός έρωτας, η εξάντληση μετά από τόσο χρώμα, τόσα χρόνια, τόσα χαμένα πρόσωπα, σκιές της πόλης. Καλύτερα πες πως όλα τούτα τα φαντάστηκες και δεν υπάρχει παρά μια σκηνή, καρφωμένη στο μυαλό σου. Ένας ζωγράφος που φτιάχνει με το πενάκι του μια εκδοχή των λαβυρίνθων. Και πως αυτά τα αφηγούνται οι μάσκες εκείνων των ερωτικών Μινώταυρων. Τραγίσιες μορφές που αντλούν από την ιστορία του νερού και άλλα μυθικά στοιχεία του μεσογειακού κόσμου. Τζέιμς, καλύτερα πες πως πρόκειται για φαντασιώσεις σου, πως στο νου σου θα ήθελες να φτιάξεις καινούριες ζωές. Όμως η Έμιλυ το είπε ξεκάθαρα, Τζέιμς. Ό,τι μπορεί καλύτερα ο αναγνώστης ή ο θεατής να συγκρατήσει από την άμμο που κυλά. Αυτό μετρά.

Έλα, Τζέιμς. Πάψε να κρύβεσαι πίσω από τα χρωματισμένα βλέφαρα, παραδέξου πως σπας, πως γίνεσαι κομμάτια. Η μαρτυρία της ποίησης, η μαρτυρία της απόστασης, της απομόνωσης, Τζέιμς, που καθιστά αυτόν τον κόσμο παράλογο. Όλα ετούτα είσαι.

Ο Τζέιμς πλησιάζει τον ζωγράφο. Η παλιά πόλη των Χανίων διαθέτει τόσες κρυμμένες αιτιάσεις. Όμως ο ζωγράφος διάλεξε τους ίσκιους δυο μακρινών δέντρων. Γύρεψε την αίσθηση ενός μονότονου ερωδιού. Δήλωσε ευθαρσώς τις λαμπρές ιδιαιτερότητες εκείνων των απόκοσμων μορφών, τόσο διαφορετικών μες στην βιογραφία της πόλης τους.

Έλα, Τζέιμς, πες όλη την αλήθεια. Κανείς δεν θα σου θυμώσει. Και ας είσαι κομμάτια, μια πολύχρωμη, σπασμένη ζωή. Η γοητεία της ιστορίας σου κρατά από τους μεγάλους μύθους. Από τους βωμούς και από τα θέατρα της ιδανικής Αρκαδίας. Η ιστορία σου αναπτύσσει τα πρόσωπα του παρελθόντος, ολότελα δοσμένα και απόλυτα φυσικά. Με την επίγνωση του τραγικού και του ερωτικού. Ίσως αυτές οι μορφές, Τζέιμς, να επιζούν γιατί ποτέ δεν υπήρξαν. Και τώρα ο ζωγράφος, ο Δημήτρης Αστερίου, καθώς ξεδιπλώνει το ταλέντο του φτιάχνει δυο πρόσωπα πλατωνικά μες στην παγωμένη έκταση της αγάπης. Λοιπόν, Τζέιμς, η ιστορία σου, το σύμπαν σου ολόκληρο φτιάχτηκε από τον καλλιτέχνη, μια στήλη επιτύμβια εκείνοι οι νέοι, δυο εραστές ανομολόγητοι στο βάθος του καβαφικού Καφενείου, στις άπειρες θέσεις της προοπτικής που κατοικούν, πάντα έτοιμοι για μια κίνηση που όλα θα τα χαλάσει, όλα θα τα ευλογήσει. Είναι παλιοί, έκπτωτοι Μινώταυροι, αποφωνήσεις από διονυσιακές ακολουθίες.

Γιατί έτσι το θέλησαν οι θεοί, σαν έφτιαξαν τον άνθρωπο και τον προίκισαν με ασύδοτη κτηνωδία και χιλιάδες προσωπεία για να αγρυπνά.

Καλύτερα να τελειώσει εδώ η ιστορία, Τζέιμς. Ο ζωγράφος θα εργαστεί μόνος από εδώ και πέρα, γυρεύοντας τον προορισμό του, κρατώντας χρώμα, μελάνη και ανθρωπιά. Τους νέους εκείνους, Τζέιμς, άφησέ τους να κυμαίνονται στο αφάνταστο. Εσύ κράτα το χρώμα σου και ο ζωγράφος το άκουσμα μια φωνής, τοπία και εικόνες από τις παλιές συνάξεις των κυνηγών του φεγγαριού.

Και αν κάπως παράξενος σου φαίνεται ο τρόπος που μιλώ, είναι γιατί δεν μπορώ να μεγαλώσω αν θέλω να αγαπώ τις ζωγραφιές. Δεν μπορώ να επιστρέψω στην επίγνωση αυτού του κόσμου, αραδιάζοντας χαρακτηριστικά της τέχνης που άλλοι πριν από εμένα και καλύτερα έχουν διηγηθεί. Τα τεχνάσματα που τόσα αποκαλύπτουν από το εργαστήρι του ζωγράφου παγίως με αφήνουν ασυγκίνητο. Όσα περισσότερα γνωρίζω τόσο δυσκολεύει το αφάνταστο, αδελφέ μου. Έτσι οραματίζομαι δρόμους για την δόξα της ιδέας, για τον έρωτά της γεμίζοντας λάθη και αδεξιότητες το χαρτί. Όμως παθιασμένα και άδολα, με μια αίσθηση παλιού μεσημεριού, σωμάτων και κυκλώνων.

Πάει να πει, ευχαριστώ για τις αφετηρίες και τις παράξενες τροφοδοσίες τον Δημήτρη Αστερίου, για τις ταπετσαρίες ενός άλλου κόσμου που μαρτυρούν μια ανανέωση, μια διερεύνηση από την πλευρά του ζωγράφου. Χαμένου στα όρια των χρωμάτων, στο έαρ που έρχεται σκληρά να υπενθυμίσει τόσες προδοσίες. Εκεί μες στην παλιά του κόσμου του μετέωρη πολιτεία. Κολλάζ και πεταλούδες μαλακές, μισάνοιχτες σαν βλέφαρα.

Πώς να μιλήσει κανείς δίχως το όνειρο για τέτοια πράγματα; Πώς να πεις, ο αέρας μυρίζει ζάχαρη και μέλι; Με έναν τρόπο οι ζωγραφιές του Δημήτρη Αστερίου, που στέκει σήμερα η αφορμή για τούτο το σημείωμα, εξόχως το μπορούν.

_
Απόστολος Θηβαίος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το