Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Σταυροφορίες

feature_img__staurofories
Σταυροφορίες. Ήτοι βιβλίον ιστορικώτατον άμα και αστειότατον, πραγματευόμενον περί του πως υπήγασιν οι άνθρωποι του Χριστού να ληστεύσωσι και φονεύσωσι τους ανθρώπους του Αντιχρίστου.

Με αυτά τα λόγια, ο Νίκος Τσιφόρος συμπυκνώνει το θέμα και το ύφος του βιβλίου που έμελε να τον χαρακτηρίσει. Η προσπάθεια των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων να βάλουν στο χέρι τα πλούτη της ισλαμικής ανατολής και του χριστιανικού βυζαντίου με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων καταγράφονται σε μία ανεπανάληπτη εκδοχή της ιστορίας.

Βιογραφία

Ο Νίκος Τσιφόρος γεννήθηκε το 1909 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από μικρός έδειξε την αγάπη του για το γράψιμο και πριν συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια έγραψε μία επιθεώρηση για θέατρο χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία. Οι εισαγωγικές εξετάσεις τον οδήγησαν στη νομική την οποία υπηρέτησε για δύο χρόνια όντας μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παραιτήθηκε, μπάρκαρε στα καράβια και για αρκετά χρόνια δεν στέριωνε σε καμία δουλειά. Το μόνο που έμενε σταθερό ήταν το γράψιμο και η δημοσίευση άρθρων του σε διάφορα έντυπα της εποχής. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του ήρθε το 1944 όταν ο «πολύς» Δημήτρης Χορν ανέβασε στο θέατρο Ακροπόλ την «Πινακοθήκη ηλιθίων», θεατρικό σενάριο του αλεξανδρινού συγγραφέα. Από το σημείο αυτό και έπειτα η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα στη συγγραφή ιστοριών, σεναρίων για το θέατρο και τον κινηματογράφο και τέλος της σκηνοθεσίας. Εν πάσει περιπτώσει όλοι βγήκαμε κερδισμένοι.

Λίγα ιστορικά στοιχεία

Το ιστορικό πλαίσιο το οποίο καταγράφει ο Τσιφόρος στις «Σταυροφορίες» εκτείνεται από την έναρξη της πρώτης σταυροφορίας με τις ευλογίες της Παπικής Εκκλησίας το 1095 μέχρι το 1289 χρονολογία κατά την οποία οι Άραβες καταλάβανε την Τρίπολη, τελευταίο προπύργιο των σταυροφόρων στη Μικρά Ασία και έδωσαν ένα οριστικό τέλος στην προσπάθεια των δυτικών να ιδρύσουν ένα ευρωπαϊκό κράτος στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το βιβλίο δεν έχει έναν πρωταγωνιστή. Ο Τσιφόρος ζωντανεύει τις αντιμαχόμενες πλευρές, τις κυρίαρχες ιδέες, τις θρησκευτικές έριδες , τις εσωτερικές έχθρες, τις προδοσίες που έλαβαν χώρα τονίζοντας την ληστρική διάθεση των σταυροφόρων . Στην ουσία ζωντανεύει ένα από τα μεγαλύτερα πλιάτσικα στην ιστορία της Ευρώπης, δείγμα του τι θα επακολουθούσε μερικούς αιώνες αργότερα στον αγώνα δρόμου κατάκτησης της αμερικάνικης γης.

Αφήγηση ή Ύφος

Η ίδια η ιστορία ή ο τρόπος που την αφηγείται κανείς κάνουν εν τέλει σπουδαίο ένα βιβλίο; Το ερώτημα φαντάζει δύσκολο να απαντηθεί για το σύνολο της λογοτεχνίας. Αν και η περίοδος των σταυροφοριών είναι ιστορικά σημαντική γιατί καθόρισε για αιώνες τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης θεωρώ ότι πολλοί λιγότεροι θα διάβαζαν ένα βιβλίο με το συγκεκριμένο θέμα αν δεν το αποτύπωνε ο Τσιφόρος με το δικό του «αλήτικο» τρόπο. Σπαρταριστοί διάλογοι, «καφενειακοί» χαρακτηρισμοί αφιερωμένοι σε πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες και παρομοιώσεις βγαλμένες από το «δρόμο» φτιάχνουν μία ιστορία που οι σελίδες της μυρίζουν καφέ και τσιγάρο. Ενίοτε και αλκοόλ.

Ποιες οι απόψεις του Τσιφόρου;

Θα ήταν άδικο να μείνουμε μόνο στην αστεία πλευρά του έργου του Τσιφόρου και να χαρακτηρίσουμε τις «Σταυροφορίες» ως ευθυμογράφημα ή κοινωνική σάτιρα. Δεν είναι μόνο αυτό. Θα ήταν επίσης εύκολο να γράψουμε ότι ο Τσιφόρος υπήρξε αριστερός, αναρχικός η απλά αντιδραστικός. Θα ήταν η μισή αλήθεια γιατί στο έργο του συναντάμε και απόψεις που μοιάζουν σχεδόν ρατσιστικές. Στη δική μου σκέψη ο Τσιφόρος επιλέγει να ανήκει στη λαϊκή τάξη, ασπάζεται τη γλώσσα και τη κουλτούρα του περιθωρίου και αποφασίζει να καταπιαστεί με πιο «σοβαρά» θέματα έχοντας επίγνωση του τι εκπροσωπεί και που στέκεται. Στην προσωπική του μυθολογία επανέρχεται η απλή αλήθεια ότι οι πολεμικές υπερπαραγωγές της ιστορίας έχουν ως πρόσχημα μεγάλες ιδέες, ως σκοπό το κέρδος και ως αποτέλεσμα μπελάδες για τους απλούς ανθρώπους.

Επίλογος

Σήμερα που το μεγαλύτερο κομμάτι της τέχνης (;) και αναπόφευκτα και της λογοτεχνίας (;) είναι δημόσιες σχέσεις, λευκά χαμόγελα και στρογγυλεμένες αλήθειες .ακίνδυνα πράγματα δηλαδή, ο Τσιφόρος μου υπενθυμίζει το αρχέτυπο του συγγραφέα που μου δίνει κίνητρο. Εκείνου που ρισκάρει με τη ζωή και την τέχνη του. Δεν βολεύεται, τα κάνει μαντάρα, ορμάει μέσα σε όλα, άλλες φορές πετυχαίνει το σκοπό του, άλλες όχι αλλά έχει επιλέξει να μιλήσει, να ταράξει τα νερά, να πάρει στα σοβαρά την τέχνη που υπηρετεί. Με λίγα λόγια έχει ψυχή. Είναι σαν να λέει σε όσους θέλουν όλα αυτά και ακόμη περισσότερα: «Βίρα τις άγκυρες», πάντα θα υπάρχουν σταυροφόροι.

 

Ένα σημείο που μας άρεσε λίγο περισσότερο

«Κι ο μεσσίρ Ούγος ντε Παγιάν άρχισε το μικρό του εγκυκλοπαιδικό μάθημα:

Κατά που ξέρει η μεγαλειότης σου και σεις ευγενικοί μου άρχοντες, κάθε θρησκεία είναι μια μεγάλη φιλοσοφική αλήθεια που ξεκινάει από κάποιον εμπνευσμένο, θεϊκά ή ανθρώπινα, φιλόσοφο, για να κατακτήσει με τις θεωρίες της έναν κόσμο πιστών. Ο Ζαρατούστρας στους Πέρσες, ο Βούδας στους Ινδούς, το Δωδεκάθεο για τους Έλληνες, ο Χριστός για μας, ο Μωάμεθ για τους μουσουλμάνους. Ξεκινάει πάντα, αγνά ,τίμια, με τις καλύτερες προθέσεις για μιαν εξιδανίκευση της ανθρωπότητας και για μια τέλεια συμβίωση ανάμεσα τους. Αλλά στο δρόμο, από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή, γίνεται ότι γινότανε μια φορά με τον το συσσίτιο του φαντάρου.

Ένα δηνάριο την ημέρα πλήρωνε ο άρχοντας στην επιμελητεία, τρία τέταρτα δηναρίου έδινα η επιμελητεία στον χιλίαρχο, μισό δηνάριο έδινε ο χιλίαρχος στον λοχαγό, ένα τέταρτο δηναρίου έδινε ο λοχαγός στον σιτιστή και ενάμισυ χάλκινο πλήρωνε ο σιτιστής στους μαγείρους, που κλέβανε το μισό, για να φάει ένα χάλκινο ο φαντάρος και να κλέβει τις κουβέρτες να τις πουλάει στο Γιουσουρούμ για να κονομηθεί.

Έτσι και με τις θρησκείες , την πήρε γενική αντιπροσωπεία ο δικός μας, να πούμε, ο πάπας, την πασάρισε στους καρδινάλιους λειψή, την ξύσανε οι καρδινάλιοι πριν την περάσουνε στους παπάδες, πήρανε και εκείνοι την πρέζα τους ,στο τέλος οι πιστοί μαθαίνουνε ότι ήτανε να μάθουνε από αβιταμινωμένες θεωρίες και πληρώσανε το κερί τους πέντε φορές πάνω. Κι’ οι μεγάλοι, που κρατάγανε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας στα χέρια τους, περνάγανε έκτακτα, μόνο που μαλώνανε μεταξύ τους , δήθεν περί δοξασιών , αλλά στην ουσία ο καυγάς ήτανε για το πάπλωμα, ποιος θα μασήσει τη μεγάλη κομμάτα.»

1
Μοιράσου το