Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Steve Jobs, του Danny Boyle

feature_img__steve-jobs-tou-danny-boyle
Υπάρχει μια παγίδα στην οποία πέφτουν όλες, σχεδόν, οι κινηματογραφικές βιογραφίες: ανάγουν μια ζωή, μια προσωπικότητα, σε μια σειρά –λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών- περιστατικών, που υποτίθεται ότι την συνοψίζουν, ότι εκθέτουν την ουσία της. Στην πραγματικότητα υποβιβάζουν έναν αληθινό άνθρωπο σε θαμπό πορτραίτο, καθώς ανέρχονται την ανεκδοτολογική κλίμακα των γεγονότων στα οποία συμμετείχε (ή προκάλεσε), ξεχνώντας ότι αυτό που, ουσιαστικά, ορίζει μια υποκειμενικότητα, δεν είναι οι πράξεις ή οι επιλογές της, αλλά η –επί της ουσίας- αόρατη, μύχια διαμάχη που την έκανε να καταργήσει όλες τις υπόλοιπες. Κάθε άνθρωπος είναι οι ανεκμετάλλευτες δυνατότητές του. Αποφασίζεις να είσαι κάτι, σημαίνει ότι έχεις διαλέξει να μην είσαι όλα τα υπόλοιπα που μπορούσες.

Αν κάτι, λοιπόν, ξεχωρίζει το “Steve Jobs” του Ντάνι Μπόιλ, από τις υπόλοιπες χολιγουντιανές βιογραφίες-αγιογραφίες, είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην εναλλακτική προσέγγιση του κεντρικού προσώπου. Αντί να μας παρουσιάσει τον νικητή, μας δείχνει τον ηττημένο. Για τη μαζική συνείδηση, βέβαια, ο Στιβ Τζομπς ήταν ένας θριαμβευτής, αυτό δεν αλλάζει: η ιδιαιτερότητα αυτού που επιχειρεί ο Μπόιλ (μαζί με τον σπουδαίο σεναριογράφο Άαρον Σόρκιν), βρίσκεται στην προσπάθεια του να μας προτρέψει να διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές. Δεν μας εκθέτει αυτό που ήταν ο Τζομπς για τους άλλους (πράγμα που θα ήταν μια περιττή ταυτολογία), αλλά εκείνο που ένιωθε ο ίδιος ότι ήταν για τον εαυτό του. Αυτός ο –με μια πρώτη ματιά- ξεροκέφαλος, αλαζόνας, πείσμων πιονιέρος της ψηφιακής επανάστασης, έκρυβε πίσω από το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης, μια πληγωμένη ύπαρξη, ταλανισμένη από μυριάδες ανασφάλειες, συντριμμένη απ’ την βασανιστική ανάγκη να αποδεικνύει διαρκώς ότι δεν βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο για το τίποτα. Η εμμονή του Τζομπς στην καινοτομία, το αχαλίνωτο πάθος του να ηγείται και να υπερβαίνει τους καιρούς του, δεν ήταν παρά ένα αντιστάθμισμα. Στην πραγματικότητα, αυτός ο πονεμένος άντρας, έκρυβε πάντα μέσα του το παιδί που κάποιοι άλλοι απέρριψαν. Εξ αυτού και η ανικανότητά του να αγαπήσει και να δεθεί, με άλλα ανθρώπινα πλάσματα, με την κόρη του, την πιστή βοηθό του, τον παλιόφιλο πρώην συνεργάτη, τον μέντορα. Ο Τζόμπς προτίμησε τους υπολογιστές γιατί ήταν πειθήνια όργανα. Δεν έλεγαν όχι, δεν πρόδιδαν. Βρίσκονταν κάτω απ’ τον πλήρη έλεγχό του, κι ήταν αυτός ο μόνος που είχε λόγο στη διαμόρφωσή τους.

Σκάβοντας κάτω απ’ την επιφάνεια διαφόρων προκλητικών συμπεριφορών του υπερεπιτυχημένου συνιδρυτή της Apple, ο Σόρκιν (γιατί πάνω στο –εκπληκτικό- σενάριο του, δομείται όλη η ταινία), προβαίνει σε μια βαθιά χαρακτηρολογική ανάλυση που δεν αρκείται στις φροϋδικές διαπιστώσεις αλλά πηγαίνει παραπέρα. Δεν είναι απλά μια επηρμένη ιδιοφυΐα ο Τζομπς (ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό), ένας θεός της πληροφορικής με εξαϋλωμένα συναισθήματα, είναι κι ένας πατέρας που απέτυχε, ένας φίλος που φάνηκε αγνώμων, ένας «γιος» που ξιφούλκησε ενάντια στο πατρικό πρότυπο, ένας ανώριμος εξεγερμένος που θέτοντας ως σκοπό της ζωής του να ορίσει τη μοίρα του, μετέτρεψε την εκλεγμένη μοναξιά του σε σολιψιστικό κελάρι, απ’ το οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να αποδράσει. Δεν τον υμνεί ο Μπόιλ, αλλά, πολύ περισσότερο, ο Σόρκιν. Η καυτή γραφίδα του σεναριογράφου των “Social Network” και “Moneyball” περιλαμβάνει τον πρωτοπόρο προβληματικό, και τον εκθέτει μπροστά στα μάτια όλων για να τον δουν, με τα καλά και τα στραβά του. Είναι πανέξυπνος, καυστικός, επίμονος, μαχητικός, αλλά δεν μπορεί να μεταμφιέσει επαρκώς το γεγονός ότι επιστρατεύει τα ταλέντα του για να μην αφήσει κανέναν να τον πλησιάσει. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία της ταινίας: ο Τζόμπς διάλεξε να είναι θεός, απορρίπτοντας κάθε άλλη δυνατότητα που είχε να είναι άνθρωπος. Από ματαιοδοξία, φόβο, εγωκεντρισμό, υπέρμετρη φιλοδοξία.

Για να πετύχουν αυτή την, χωρίς υπεκφυγές, κατά μέτωπο σύγκρουση με τον μύθο του Στιβ Τζομπς, ο Μπόιλ κι ο Σόρκιν, πήγαν κόντρα στην καθιερωμένη συνταγή και δεν έστρωσαν αφηγηματικά, στη σειρά, τα πολυάριθμα γεγονότα που ενωμένα με μια νοητή κλωστή (αυτό δεν είναι άλλωστε κάθε αναδρομική σύλληψη ενός πεπρωμένου;) θα σχημάτιζαν το κομπολόι πράξεων που –κατά τους υπαρξιστές- είναι η ζωή ενός ανθρώπου. Διάλεξαν τρεις σταθμούς στην καριέρα, και την προσωπική ιστορία, αυτού του άντρα, τρεις παρασκηνιακές καταστάσεις που προηγήθηκαν ισάριθμων παρουσιάσεων (απ’ τις οποίες δεν παίρνουμε ούτε μια μικρή γεύση), σημαντικών προϊόντων του, και έστησαν καραούλι στον Στιβ Τζομπς, περιμένοντας την εμφάνιση των πρώτων ρωγμών στην πανοπλία της αυταρέσκειάς του. Αυτή η επιλογή είναι καθοριστική για την αξία του τελικού αποτελέσματος, γιατί κατάλαβαν ότι υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου, που κόβουν στα δύο τον μέχρι τότε χρόνο του. Έτσι, συνέλαβαν μια αλήθεια που, κατά κύριο λόγο, είναι δουλειά των ποιητών να την εντοπίζουν: οι λεγόμενοι «σταθμοί» της ζωής μας, δεν μπορούν να αποκτήσουν συγκεκριμένη όψη για να τους αναγνωρίσει το πλήθος, είναι παρασκηνιακοί, διαμορφώνονται (διαμορφώνοντάς μας) σαν πρόβες μιας κάποιας σημαντικής ενέργειας, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι αυτές, οι κορυφαίες παραστάσεις του εαυτού μας. Όταν παρέρχονται δεν γίνεται να μην αφήσουν τα σημάδια τους. Θα πρέπει να τις αναζητήσουμε, αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί γίναμε τα πρόσωπα που είμαστε.

Αφηγηματικά η ταινία, δομείται σαν τρίπρακτο θεατρικό έργο, με ωραίες «σφήνες» σκηνοθετικής κινητικότητας και τριπαρισμένου στυλιζαρίσματος (Ντάνι Μπόιλ είναι αυτός!), χωρίς κενούς χρόνους, πάνω σε ένα φρενήρες ρυθμικό τέμπο διατυπώσεων, ερωταπαντήσεων και υπονοουμένων. Υπάρχει αυτός ο χειμαρρώδης, λαχανιασμένος διάλογος του Σόρκιν, που εκσφενδονίζει λέξεις σαν σφαίρες από πυροβόλα όπλα, υπάρχουν τα ασταμάτητα λεκτικά πινγκ-πονγκ και οι ρητορικές αναμετρήσεις, σχεδόν ποτέ «δεν βάζουν γλώσσα μέσα», οι χαρακτήρες της ταινίας, αλλά κάτω από όλο αυτό το βερμπαλιστικό παραλήρημα (που συχνά διασχίζεται από μια εξαντλητικά αποπνικτική -για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την γλώσσα της πληροφορικής-συμφόρηση τεχνικών όρων), υπάρχει κι η καρδιά του Τζομπς, πάλλουσα, έτοιμη να εκραγεί. Ο Μάικλ Φασμπέντερ, στον ομώνυμο ρόλο, παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στους συναδέλφους του, παίζοντας, ουσιαστικά, σε τρία διαφορετικά επίπεδα ταυτόχρονα: ερμηνεύει τον Τζόμπς, έτσι όπως ήθελε να τον βλέπουν, τον Τζόμπς όπως επιθυμούσε ο ίδιος να βλέπει τον εαυτό του και τον Τζομπς όπως, στην πραγματικότητα, ήταν –φοβισμένος, αδύναμος, σε ήπια (και καλά χαλιναγωγημένη) απόγνωση για το γεγονός ότι δεν μπορούσε να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στη μοναξιά του και τη μοναξιά των άλλων (πόσο ειρωνικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι υπολογιστές του, διαφημίζονταν ως τα κατεξοχήν όργανα κατάργησης της απομόνωσης ανάμεσα στα άτομα).

Δίπλα σ’ αυτή την, αδιανόητα πολύπλοκη, ερμηνεία, στέκονται επάξια όλοι οι δεύτεροι ρόλοι. Η Κέιτ Γουίνσλετ είναι, όπως πάντα, υπέροχη (αν και έχει μια φάλτσα νότα προς το φινάλε, πράγμα, όμως, για το οποίο δεν ευθύνεται η ίδια αλλά μια –αιφνιδιαστική- ροπή προς τον συναισθηματισμό που ως εκείνο το σημείο, απέφευγε μαεστρικά ο Σόρκιν), ο Μάικλ Στούλμπαργκ ένας μεγάλος ηθοποιός που κάποια στιγμή πρέπει να πάρει χαμπάρι ο πολύς κόσμος (όσοι τον έχουν δει στο αριστουργηματικό “A Serious Man“, των Κοέν, ξέρουν για πόσα είναι ικανός), ο Τζεφ Ντάνιελς υποδειγματικός, αλλά είναι ο Σεθ Ρόγκεν αυτός που με εξέπληξε, προσωπικά. Ο προδομένος φίλος Στιβ Βόζνιακ, ο «ταλαντούχος αλλά και έντιμος», ο αξιοπρεπής δουλευταράς που πατάει στην πραγματικότητα και επιμένει να ασχολείται με λίγες, στοιχειώδεις ανθρώπινες αξίες, κόντρα στην ειρωνική επιτίμηση του Τζομπς, αυτό το κέντρο ζεστασιάς και καλόκαρδης ντομπροσύνης, είναι το αληθινό αντίπαλο δέος, στην σαρωτική ορμή του Φασμπέντερ, όπως ο Βόζνιακ είναι το ηθικό αντίβαρο στην αμοραλιστική βουλησιαρχία του Τζομπς.

Που μετά από αυτή την ταινία, είτε τον λατρεύατε, είτε τον μισούσατε, δεν θα μπορέσετε να τον ξανασκεφτείτε με τον ίδιο τρόπο. Πράγμα που αποδεικνύει ότι η ταινία των Μπόιλ και Σόρκιν ( το “Steve Jobs” είναι, εξίσου, και μια ταινία σεναριογράφου), πέτυχε τον σκοπό της. Γιατί στερεότυπα μπορούν μόνο οι μύθοι να γίνουν. Οι άνθρωποι που υπήρξαν με σάρκα και οστά, αισθήματα, σκέψεις και αντιδράσεις, δεν αρχειοθετούνται με τρία, τέσσερα επίθετα. Κι αυτό, τελικά, πρέπει το σινεμά να μας το (ξανα)μάθει, αφού τείνουμε να το ξεχνάμε πιο συχνά απ’ όσο θα έπρεπε.

Steve Jobs, του Danny Boyle
Διάρκεια:
122′
Είδος: 
Βιογραφία, Δράμα

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Γιάννης Σμοΐλης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το