Στη σωφρονιστική αποικία, του Franz Kafka
Οι συντεταγμένες
Για τον Franz Kafka (1883-1924) οι προεισαγωγικές συστάσεις μάλλον περιττεύουν, καθώς αναγνώστες όλων των εντάσεων έχουν μετρήσει το ανάστημά τους στο μονώνυμο ιδίωμά του: το παράλογο ως αξιακό σύστημα και modus operandi, ο απόηχος της καββαλιστικής παράδοσης, οι παραμορφωτικές διαθλάσεις του γερμανικού εξπρεσσιονισμού οι οποίες ανατέμνουν τις εμμονές και την εφιαλτική εμπειρία του ατόμου εντός ενός άξενου βιομηχανικού, τεχνολογικού αστικού περιβάλλοντος, η αλλεπάλληλη επένδυση της υποκειμενικότητας από έξωθεν πολιτισμικούς κώδικες που προωθούν, ωστόσο, αναπόταμα την ταυτοτική του αποφλοίωση, η παντοδυναμία της γλώσσας αλλά και η κενότητα των σημείων που φέρνει τους δρόμους τους πάντα σε αδιέξοδο αλλά και το υποδόριο χιούμορ του μελαγχολικού που ροκανίζει την ανατροπή (θρυλλείται, άλλωστε, πως ο ίδιος ο Kafka κατά την ανάγνωση της «Δικής» σε ομήγυρη ξεσπούσε σε ακράτητα γέλια), η σαρδόνια διάθεση της στρεψοδικίας και η λοξή ματιά που ξεκουρδίζει την άνθιση των μεταμυθικών –και όχι μόνον- παραβολών καθώς και η ακαριαία στοχαστική συμπύκνωση του αφορισμού· όλα τα ανωτέρω συνταγογραφούν άμα και μακελεύουν το λογοτεχνικό σύμπαν του ανθρώπου που δήλωσε πως «ο κόσμος μας δεν είναι παρά μια κακή διάθεση του Θεού, μια κακή μέρα του».
Η «Σωφρονιστική Αποικία» γράφεται ολιγόμηνα στα 1914 εκ παραλλήλου με την «Δίκη» -και ως εκ τούτου ανταλλάσσει χαιρετισμό μαζί της στις τροχιές διερεύνησης των θεματικών του νόμου, της ενοχής και της ποινής εντός του πλέγματος της δικαιοσύνης- για να δει το καθυστερημένο και επιφυλακτικό φως του «τυπωθήτω» πέντε χρόνια αργότερα κατόπιν μιας αποτυχημένης δημόσιας ανάγνωσης στο Μόναχο στα 1916, φορτισμένης με αντιδράσεις ακραίας απαρέσκειας από την πλευρά του κοινού. Η αφηγηματική γραμμή δεν παρουσιάζει αναταράξεις και είναι λίγο πολύ η εξής: σε μια γαλλική αποικία (όπως προκύπτει από τους ενδοκειμενικούς δείκτες αλλά και από την πηγή του Kafka, «Το ταξίδι μου στις σωφρονιστικές αποικίες» του Robert Heindl όσον αφορά τα τεκταινόμενα στην Νέα Καληδονία) και σε χρονικό διάστημα μιας ημέρας ένας αξιωματικός θα παρουσιάσει στον ερευνητή-ταξιδιώτη που πρωταγωνιστεί το «ιδιόρρυθμο μηχάνημα» με το οποίο περατώνεται η απονομή της δικαιοσύνης δια της δερματοστιξίας· ήτοι κεντάται με αιματηρές ακίδες στο σώμα του τιμωρούμενου (του οποίου η ενοχή τίθεται στην αποικία a priori εκτός κάθε αμφισβήτησης) ο κανονισμός τον οποίο παρέβη ενόσω εκείνος επί ώρες ξεψυχάει επί του λεπτολόγου οργάνου βασανιστηρίου.
Επιτέλεση μέχρι θανάτου
Ο Michel Foucault στο δοκίμιό του “Desespacesautres” συμπεριλαμβάνει στους τύπους της νεόκοπης κατηγορίας των ετεροτοπιών (hétérotopies) τις αποικίες ως κατεξοχήν τόπους άκρας γεωμέτρησης και εύτακτης οργάνωσης. Εντούτοις, στην προκειμένη αποικία ο κόσμος της τάξης σκαρώνεται με βάση την αυθαιρεσία και ενορχηστρώνεται από τους βασανιστικούς ήχους της τερατικής μηχανής η οποία παρ’ όλα αυτά δυναστεύει πρωταγωνιστικά τον κειμενικό χώρο –τοποθετημένη κεντρικά επέχοντας θέση τοτέμ- με τους λεπτολόγους περιγραφικούς γάντζους να υφαίνουν μια οριακή laudatio της επιστημονικής ανθρώπινης επίνοιας, έτσι ώστε η ετεροτοπία να βρίσκεται μεθόρια μιας τεχνολογικής δυστοπίας. Η πλωτή αποικία της Άπω Ανατολής βρίσκεται σε κατάσταση ταυτοτικής ανασυγκρότησης, απόρροια των αλλαγών στην άνωθεν ιεραρχία: από την διεύθυνση του προηγούμενου άτεγκτου διοικητή σε αυτήν του νέου και μετριοπαθούς, η εστίαση του φακού στην αποικία γίνεται στη στιγμή του εν λόγω αναβρασμού και κοχλιώνεται αφηγηματικά στον οιονεί αγώνα λόγων ανάμεσα στον αξιωματικό και τον επισκέπτη. Αμφότεροι ενσαρκώνουν τα δύο πρόσωπα του Ιανού του ευρωπαϊκού πνεύματος, ο πρώτος ως υπέρμαχος του παλαιού καθεστώτος, ενθουσιώδης της τεχνολογικής προόδου, αμφιθαλούς και περήφανης της συνεπαγόμενης βαρβαρότητας, και πυρετώδης φετιχιστής του τιμωρητικού οργάνου ενώ ο δεύτερος ως φορέας ενός αμήχανου ανθρωπισμού και μιας συγκρατημένης πολιτισμικής εκλέπτυνσης η οποία αποκλείει, όμως, κάθε μαχητικό παρεμβατισμό. Μολονότι ο λόγος δεν υπαναχωρεί στον φόνο, ο δεύτερος δεν αποφεύγεται (αυτή είναι ίσως και η μονοπυρηνική διατύπωση του πνεύματος της νουβέλας) και ο αξιωματικός θα πέσει αυτοβούλως στις ματωμένες βελόνες επιλέγοντας ο ίδιος το θανατηφόρο δερματογράφημα «έσο δίκαιος» και επιφέροντας την ταυτόχρονη καταστροφή του φονικού οργάνου. Αν η ποινή διαμεσολαβείται μέσω της γλώσσας, αν η γλώσσα επιτελεί την ποινή και τα όρια της ποινής αναδιπλώνονται και συμπίπτουν με χειρουργική πραγματικά ακρίβεια με τα όρια της θανάτωσης, τότε εδώ θα κάναμε λόγο για επιτέλεση μέχρι θανάτου. Η δερματοστιξία εξισώνεται με τη γραφή και ακολούθως η γραφή με την ποινή εντός οξυμμένων συμφραζομένων θεατρικής ή τελετουργικής επιτέλεσης του δημόσιου βίου (οι εκτελέσεις αυτές λαμβάνουν χώρα δίκην λαϊκού θεάματος), με αποτέλεσμα το σώμα της γραφής να ενσαρκώνει την ποινή του σώματος. Αναπλέοντας άλλα νερά, μνεία οφείλεται στον αυτόνομο χορό που σέρνει το τατουάζ ως πολιτισμική πρακτική στην μακρά ιστορία της επιτήρησης και της τιμωρίας, μέσο ετικετοποίησης, αναγνωρισιμότητας αλλά και αυτοπροσδιορισμού, πραγμοποίησης, συμβολοποίησης και παραστασιακής τιμωρίας.
Η ταυτοτική αναδημιουργικότητα της ετεροτοπίας θα αποδειχτεί εντέλει αδρανής και η αποικία θα παραμείνει αποικία, το τέλος δεν επαγγέλλεται κανένα ράγισμα ακτινωτής ελπίδας, αφού ο –κατά τα άλλα πεφωτισμένος- ταξιδιώτης θα φύγει αηδιασμένος από τον ζοφερό τόπο χωρίς να ανταποκριθεί στις χείρες αιτητικές βοηθείας που του έχουν ταθεί. Απότοκη του ιστορικού συγκείμενου με το βόλι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να έχει αφήσει τη θαλάμη, της ενημέρωσης του συγγραφέα για τις πρακτικές σωφρονιστικού εκτοπισμού που μεταχειρίζονται οι αποικιοκρατικές δυνάμεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αλλά και των προσωπικών βιωμάτων του Kafka (γνωστό πως απασχολούταν εργασιακά στο Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων του Βασιλείου της Βοημίας στην Πράγα), η εν λόγω νουβέλα συγκαταλέγει δράστες και αδρανείς στους συντελεστές του εγκλήματος και καταγγέλλει την ούτως ή άλλως διάδοση της παράλογης βαρβαρότητας και απανθρωπιάς από το μέρος της καθόλα ελλόγιμης ανθρωπότητας.
Το κομψό, ευμέγεθες και χρηστικό τεύχος της Κίχλης με την καλλιτεχνική επιλογή του εξωφύλλου να ταιριάζει πλήρως στο πράγμα, το ολιστικό επίμετρο πέντε μελετημάτων, το ενημερωμένο χρονολόγιο και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, δίνει μια από τις πιο ελκυστικές προτάσεις εισόδου στο καφκικό σύμπαν το οποίο συμπληρώνεται πέραν των λογοτεχνικών κειμένων στην ελληνική αγορά του βιβλίου από τα περίφημα γράμματα και ημερολόγια.
Όταν η καφκική λογοτεχνική παρακαταθήκη έχει χαρεί το κριτικό ύψος των Agamben, Benjamin, Deleuzeκαι άλλων ων ουκ εστί αριθμός, κρίνεται ανωφέλετο να προστεθεί οτιδήποτε ακόμα εδώ. Άλλωστε, η φιγούρα του μελαχρινού νέου -με την γραφειοκρατική ζωή αλλά και τα δυό κάρβουνα στις κόγχες των ματιών που αναθυμιάζουν ασφυκτικά το σύμπαν του άμα και το πυρώνουν διεισδυτικά- έχει περάσει στην σφαίρα του μύθου, σημείο ενός αυτόνομα διακριτού κύκλου καφκικής μυθολόγησης στον οποίο οι γραφικές τέχνες επενδύουν συστηματικά και η μεταμοντέρνα γραφή τον θεματίζει με συστηματικά επανερχόμενη συχνότητα (από κορυφές της πρόζας και της ποίησης έως την έντεχνη συγκαιρινή στιχουργία η οποία άδει «Μέρα νύχτα βαράμε μια κάρτα/ στη γη του Κάφκα»). Και κλείνουμε επιμένοντας «Ακόμα για τον Κάφκα», δολιευόμενοι φυσικά τον Σαχτούρη: «Ο Φραντς Κάφκα εξήντα τρία χρόνια/ τώρα μες στον τάφο του/ δεν λέει ακόμα να ησυχάσει./ Κάθε βράδυ βγαίνει/ και δεν γνωρίζει πια αυτή την Πράγα./ Ρωτάει για κάποιον Κάφκα/ δεν τον γνωρίζουμε, λένε/ για έναν Κάφκα-πουλί που έζησε εδώ/ και πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, ρωτάει./ Όχι του λένε ο Choucas το πουλί/ έχει χρόνια πολλά να φανεί σ’ αυτή/ την πόλη και άι στο διάβολο, του λένε.»
Στη σωφρονιστική αποικία, του Franz Kafka
Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Κίχλη
σελ. 190