Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Lars Von Trier
Ο Lars Von Trier γεννήθηκε για να προκαλεί. Πρωτοστάτης του κινήματος «Δόγμα 95», αποθεώθηκε και στη συνέχεια αποκυρήχθηκε ως persona non grata από το φεστιβάλ των Καννών. Η άστατη παιδική του ηλικία σε ένα ιδιαίτερα αθεϊστικό περιβάλλον στάθηκε αιτία για να βρει καταφύγιο στον κινηματογράφο, με τον οποίο ασχολήθηκε για πρώτη φορά στην ηλικία των έντεκα ετών. Έχει απεικονίσει τη διαστροφή σε όλες τις πιθανές μορφές της, ενώ το σεξ και η βία – σωματική ή ψυχολογική- υπογράφουν το έργο του. Η ναζιστική του δήλωση στο φεστιβάλ των Καννών, το λογοκριμένο “Nymphomaniac”, η «άρρωστη», για κάποιους, οπτική του απέναντι στα πράγματα και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των γυναικείων χαρακτήρων του, έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον όλου του κινηματογραφικού κόσμου. Μια ματιά στις ταινίες του Lars Von Trier ανοίγει ένα μικρό παραθυράκι στον κόσμο του.
Breaking The Waves (1996)
Τραβηγμένη εξ’ ολοκλήρου με μία κάμερα στο χέρι, η ταινία “Breaking the Waves” είναι μια γροθιά στο στομάχι που αμφισβητεί το απόλυτο και το σχετικό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα έργο για τη δύναμη της ύψιστης θυσίας, αν και είναι μάλλον απλοϊκή τούτη η κρίση. Όταν ο Jan (Stellan Skarsgård) μένει ανάπηρος εξαιτίας ενός ατυχήματος, παροτρύνει την εξαιρετικά πιστή γυναίκα του, Bess (Emily Watson), να συνευρίσκεται με άλλους άνδρες και στη συνέχεια να του διηγείται τις εμπειρίες της, προκειμένου να του ξαναδώσει, με κάποιον τρόπο, τη χαμένη του ζωή, αλλά και η ίδια να ανακτήσει τη σεξουαλική της υπόσταση. Ο χαρακτήρας της Bess ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά των κριτικών. Κάποιοι την χαρακτήρισαν αφελή κι άλλοι επικεντρώθηκαν στην ισχυρή πίστη της στον Θεό, στοιχείο που δεν συνάδει με τις πράξεις της. Το σεξ έρχεται ως φυσικό επακόλουθο του έρωτα κι όταν αυτός δοκιμάζεται από τη ζωή, η σαρκική ηδονή μπορεί να τον σώσει, όπως ακριβώς σώζεται και ο Jan στην ταινία. Για τον Trier, αυτό είναι το θαύμα της αγάπης και της απόλυτης θυσίας: η αγιοποίηση της σάρκας μέσα από τη σεξουαλική πράξη, το γύμνωμα της ψυχής που εν τέλει αναδεικνύει το οξύμωρο της φθοράς αλλά και της διατήρησης του εαυτού. Παρόλα τα δεινά, οι πρωταγωνιστές του Trier υπερισχύουν έναντι των υπολοίπων χαρακτήρων, γιατί αγαπούν αληθινά, είναι ατρόμητοι απέναντι στον θάνατο και σχεδόν τέλειοι μέσα στην ατελή τους φύση.
Dancer In The Dark (2000)
Αυτή τη φορά, ο Lars Von Trier καταπιάνεται με το μιούζικαλ και η Björk ενδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο της, σχεδόν τυφλής, Τσέχας Selma, που πηγαίνει εργάτρια στην Αμερική με τον μικρό της γιο, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η ταινία είναι πιστή στο «Δόγμα» του Trier, γυρισμένη με κάμερα στο χέρι, με καταιγιστικά πλάνα και μια διάχυτη αίσθηση εγκλωβισμού. Ο σκηνοθέτης σχολιάζει την αποτυχία του Αμερικανικού Ονείρου στην Αμερική του ’64, όταν η Selma αδυνατεί να διεδικήσει το δίκιο της, θυσιάζει τον εαυτό της και οδηγείται στο οδυνηρό της τέλος. Ο Trier αντιμετωπίζει τους γυναικείους χαρακτήρες του, σχεδόν, με πατρική στοργή και στην ταινία αυτή δημιουργεί άλλο ένα αξιομνημόνευτο γυναικείο προφίλ, αυτό του ανιδιοτελούς ανθρώπου που αγαπά και τελικά συντρίβεται. Παρά το γεγονός πως η ταινία εκτυλίσσεται στην Αμερική, τα γυρίσματα έγιναν λίγο έξω από την Κοπενγχάγη, καθώς ο Trier αποφαίνεται πως απεχθάνεται την Αμερική, κυρίως για τους λόγους που γίνονται γνωστοί μέσα από την ταινία του. Έτσι, για άλλη μια φορά ο Δανός σκηνοθέτης σοκάρει με τη δημιουργία ενός κινηματογραφικού έργου που, μεταξύ άλλων, ασκεί κριτική στο αμερικανικό φρόνημα, επιλέγοντας ως βάση του τα εξ’ ορισμού αμερικανικά είδη του μιούζικαλ και του μελοδράματος.
Dogville (2003)
Το Dogville είναι μια μικρή πόλη, μια μικρογραφία της κοινωνίας. Το απόλυτα μινιμαλιστικό σκηνικό που επιλέγει ο Lars Von Trier και ο περιορισμένος χώρος της δράσης, δημιουργούν την αίσθηση μίας θεατρικής παράστασης με αφαιρετικές τάσεις και αναφορές στο θέατρο του παραλόγου. Η Grace (Nicole Kidman) βρίσκει καταφύγιο στην πόλη του Dogville, όπου οι κάτοικοι θα την κρύψουν από τις αρχές που την αναζητούν, με αντάλλαγμα να τους βοηθάει στις καθημερινές τους ενασχολήσεις. Η φαινομενικά ιδανική κοινότητα θα αρχίσει να δείχνει τον παραλογισμό της μέσα σε ένα σκηνικό που, παρά την απουσία κτιρίων και ευδιάκριτων ορίων, μοιάζει να περιορίζει ασφυκτικά τους πρωταγωνιστές του, αλλά και τον ίδιο τον θεατή. Στην κινηματογραφική παραβολή του Trier, το προαιρετικό γίνεται αναγκαίο και θεωρείται δεδομένο, θέτοντας νέες συνιστώσες σε μια κοινώνια που δεν διστάζει να κακοποιήσει και να καταστρέψει τον άνθρωπο προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει. Χρησιμοποιώντας το στοιχείο της υπερβολής, ο σκηνοθέτης καταδεικνύει τη σύγχρονη κοινωνία και το αδίστακτο πνεύμα της με σκηνές που σίγουρα μένουν για καιρό στο μυαλό μας.
Antichrist (2009)
Μια γοητευτικά αποκρουστική ταινία. Η πρώτη σκηνή είναι από τις πιο δυνατές στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου· γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και επενδυμένη μουσικά με ένα μπαρόκ κομμάτι του Handel, απεικονίζει την πτώση ενός μικρού παιδιού από το μπαλκόνι, ενώ οι γονείς του κάνουν έρωτα. Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει το σοκ, η μητέρα (Charlotte Gainsbourg) καταφεύγει με τον σύζυγό της (Willem Dafoe) σε ένα σκοτεινό δάσος που τη φέρνει αντιμέτωπη με τους φόβους της. Από ‘κεί και πέρα, ξεκινά αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως παραλήρημα μισογυνισμού κι άσκοπη απεικόνιση βίας. Η γυναίκα ταυτίζεται με οτιδήποτε σκοτεινό συνοδεύει το φύλο της από την απαρχή του κόσμου και η σεξουαλική πράξη, σε μία προσπάθεια να καταστεί λυτρωτική, καταλήγει να επιφέρει μόνο πόνο. Η σύνδεση των πρωταγωνιστών με τους πρωτόπλαστους, η στοχοποίηση του σεξ ως αιτία της έκπτωσης από τον παράδεισο και η «διαβολική» φύση του γυναικείου φύλου φέρνουν την ταινία στο στόχαστρο της κριτικής. Ο Lars Von Trier, όπως αναφέραμε, αγαπάει υπερβολικά τους γυναικείους χαρακτήρες του και, όπως έχει δηλώσει, ταυτίζεται, συμπάσχει μαζί τους και τους θαυμάζει για την εξυπνάδα και την πολυπλοκότητά τους. Μέσα από την ταινία αυτή, θυματοποιεί αρχικά τη γυναίκα, για να της προσδώσει στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά του θύτη, μετατρέποντάς την στο ισχυρό φύλο. Τα θρησκευτικά στοιχεία της ταινίας συνδυάζονται με τα αιρετικά χαρακτηριστικά της, δίνοντας στον Trier για άλλη μια φορά την ευκαιρία να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής.
Melancholia (2011)
Ο αντικομφορμιστής Lars Von Trier δημιουργεί αυτήν τη φορά μια ταινία για το υπερφυσικό, το αναπόφευκτο τέλος του πλανήτη και τη λύτρωση του ανθρώπου. Στο προσκήνιο είναι η σχέση δύο αδελφών (Kirsten Dunst, Charlotte Gainsbourg), λίγο πριν ο πλανήτης Μελαγχολία συγκρουστεί με τη γη, καταστρέφοντας τα πάντα. Ο σκηνοθέτης συνθέτει μια ελεγεία συναισθημάτων μέσα από εξωκοσμικά πλάνα και μια ονειρική ατμόσφαιρα, που και πάλι έχει ως επίκεντρο τη γυναίκα. Η Justine καλείται να σηκώσει το βάρος της ψυχικής της αστάθειας και του επικείμενου τέλους, το οποίο, παραδόξως, φαντάζει λυτρωτικό, θυμίζοντας περισσότερο αναγέννηση, παρά καταστροφή.
Δεν έχουμε συνηθίσει τον Trier σε τέτοιου είδους ταινίες, ωστόσο έρχεται να μας εκπλήξει για άλλη μια φορά, παρουσιάζοντας την καταδικασμένη σχέση του σύμπαντος και του θαρραλέου ανθρώπου.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί κάποιες από τις βασικές αρχές του Δόγματος, ωστόσο είναι πολύ πιο χαλαρός στην εφαρμογή τους, γεγονός που διαφοροποιεί το έργο του από τα προγενέστερα. Το “Melancholia” είναι μια ταινία για τη μοναξιά και τη λύτρωση· τη μοναξιά του ανθρώπου απέναντι στο μυστήριο της ύπαρξής του και τη λύτρωση που επιφέρει το ονειρικά πεσιμιστικό φινάλε.
Nymphomaniac: Vol. I, II (2013)
“Forget about love” μας προειδοποιεί ο Lars Von Trier, ήδη από την αφίσα του “Nymphomaniac”. Η Joe (Charlotte Gainsbourg), νυμφομανής, διηγείται συνειρμικά τη ζωή της στον Seligman (Stellan Skarsgård) που την περιμάζεψε χτυπημένη από τον δρόμο. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, η νεαρή Joe (Stacy Martin) εθίζεται στη σεξουαλική ηδονή σε επίπονο σημείο, για να ακολουθήσει το σκοτεινότερο δεύτερο μέρος, όπου εισέρχεται σε έναν λαβύρινθο ενοχής και βίας. Οι σεξουαλικές σκηνές έχουν λειτουργικό ρόλο σε ένα έργο που προσπαθεί να εισχωρήσει στα μύχια της γυναικείας σεξουαλικότητας και της ενοχοποίησής της. Ο συμβολισμός του Trier απλώνεται σε ένα επιστημονικό, θρησκευτικό και φιλοσοφικό φάσμα, τεκμηριώνοντας την απόπειρά του να θίξει για άλλη μια φορά τη φύση της γυναίκας. Η πάσχουσα είναι ταυτόχρονα θύμα, αλλά και θύτης σε ένα παιχνίδι δίχως διέξοδο, που έστησε η ίδια για τον εαυτό της και στο οποίο οι φαινομενικά ισχυροί άνδρες είναι τα πιόνια πραγμάτωσης του σκοπού της. Ο Lars Von Trier διατηρεί, για άλλη μια φορά, το χιούμορ του στην ταινία, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή. Οι σεξουαλικές σκηνές, εσκεμμένα, δεν εμπνέουν αισθησιασμό αλλά μια αίσθηση εγκλωβισμού, ενώ το σεξ και η ωμή βία χρησιμοποιούνται σε μια απόπειρα ορισμού της αγάπης. Προβοκάτορας και πάλι, ο Trier σκηνοθετεί μια ταινία για την ενοχή και την αγάπη, αποδομώντας τις δύο έννοιες μέχρι το τελευταίο τους στοιχείο, αλλά παράλληλα προσφέροντας στον θεατή τα εφόδια για να τις επαναπροσδιορίσει μόνος του.
Αυτός είναι ο Lars Von Trier. Αλαζόνας και προκλητικός, με πολλούς οπαδούς κι άλλους τόσους ορκισμένους εχθρούς, έχει καταφέρει να στρέψει πάνω του τα βλέμματα. Και το γεγονός αυτό εγείρει κάποια ερωτήματα. Αν δεχτούμε πως ο δημιουργός είναι διαστροφικός, ποια η θέση των ανθρώπων που αγαπούν τη δουλειά του; Τα συμπεράσματα δικά σας.