Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Τα βιβλία του μήνα: Απρίλιος 2019

feature_img__ta-biblia-tou-mina-aprilios-2019
“There is no friend as loyal as a book” μας λέει ο αείμνηστος Ernest Hemingway και η συνταντική ομάδα του Artcore Magazine διαλέγει τους καλύτερους φίλους του Απριλίου.

Μέση Αγγλία, του Jonathan Coe
Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη 
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 608

Η «Μέση Αγγλία» ξεκινά το 2010 στο Μπέρμιγχαμ –όπου το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο αλλάζει ραγδαία, καθώς τα άλλοτε ακμάζοντα εργοστάσια αυτοκινήτων έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μαζικά εμπορικά κέντρα–, περνάει από το Λονδίνο, όπου οι πολιτικές ταραχές παραδίδουν τη σκυτάλη στον πυρετό των Ολυμπιακών Αγώνων, και φτάνει έως το σήμερα.

Συναντάμε τους νιόπαντρους, τον Ίαν και τη Σόφι, οι οποίοι διαφωνούν για το μέλλον της χώρας και, ενδεχομένως, για το μέλλον της ίδιας τους της σχέσης· τον Νταγκ, τον πολιτικό σχολιαστή που γράφει παθιασμένα άρθρα για τη λιτότητα από την έπαυλή του στο Τσέλσι, και την επαναστάτρια έφηβη κόρη του που δεν είμαστε σίγουροι αν η στράτευσή της στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη οφείλεται στις πεποιθήσεις της ή σε μια αόριστη εξεγερσιακή διάθεση· τον Μπέντζαμιν Τρότερ που, μεσήλικας πια, προσπαθεί επιτέλους να γράψει το μεγάλο μυθιστόρημα που τον κατατρύχει από τη νιότη του, και τον πατέρα του τον Κόλιν, που η τελευταία του επιθυμία πριν πεθάνει είναι να ψηφίσει στο δημοψήφισμα υπέρ του Brexit. Ένα δημοψήφισμα που έφερε στην επιφάνεια τον πολιτικό αμοραλισμό, τη μισαλλοδοξία και τις οξυμμένες κοινωνικές και φυλετικές εντάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με όνειρα που διαψεύστηκαν και ρομαντικές εμμονές που ξεθώριασαν, συμβιβασμένοι με πιο κοινότοπες επιλογές. Γάμοι διαλύονται, γονείς πεθαίνουν, παιδιά επαναστατούν, ενώ ο κόσμος, όπως δείχνει ο συγγραφέας, πάει κατά διαβόλου.

Ο Jonathan Coe, παθιασμένος παρατηρητής, πότε συναισθηματικός, πότε σατιρικός και κυνικός, αναδεικνύει τα αδιέξοδα των ηρώων του και της κοινωνίας στην οποία ζουν, αφηγείται αριστοτεχνικά τις παράλληλες ιστορίες τους και προβληματίζεται, για μία ακόμα φορά, πάνω στην έννοια της «βρετανικότητας». Παρακολουθούμε την ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας, μια ιστορία νοσταλγίας και αυταπάτης, σύγχυσης και ασυγκράτητης οργής, σε ένα μυθιστόρημα για τους νέους, παράδοξους και δύσκολους καιρούς μας.

Στη «Μέση Αγγλία» βρίσκουμε ξανά τους ήρωες της «Λέσχης των τιποτένιων» και του «Κλειστού κύκλου», αρκετά χρόνια μετά, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους και τη συνάντησή τους με καινούργια πρόσωπα.

Δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ασκεί σκληρή κριτική στη μία ή στην άλλη πλευρά του Brexit. Ο Ίαν, ο σύζυγος της Σόφι –ο οποίος ψήφισε υπέρ της αποχώρησης, εξαπολύει μύδρους κατά της πολιτικής ορθότητας και αισθάνεται άνετα μόνο σ’ ένα γήπεδο του γκολφ– αποδεικνύεται ένας εξαιρετικά συμπαθητικός χαρακτήρας. Οι πραγματικοί κακοί αυτής της ιστορίας είναι η ρατσίστρια και αδιάλλακτη μητέρα του Ίαν, ο απεχθής Καλπέπερ, και η Κοριάντερ, ένα παραπλανημένο κορίτσι που φοράει παρωπίδες. Ενώ θέλουμε ό,τι διαβάζουμε αυτή την περίοδο να απηχεί τις δικές μας απόψεις, ο Coe –ένας συγγραφέας εξαιρετικής ευπρέπειας– μας υπενθυμίζει ότι η μόνη διέξοδος από τούτο το χάος βρίσκεται στην αυτοσυγκράτηση και τον συμβιβασμό, σε εκείνη την πατροπαράδοτη αγγλική ικανότητα του αυτοσαρκασμού.

Παρακολουθούμε την περίεργη σχέση της Σόφι με τον σύζυγό της Ίαν, ο οποίος είναι δάσκαλος οδήγησης (γνωρίστηκαν σε ένα σεμινάριο οδικής συμπεριφοράς), και το πώς τριβελίζει το μυαλό της μια παραλίγο μοιχεία, στην αρχή του γάμου τους. Παρακολουθούμε τη σχέση του Μπέντζαμιν με την αδελφή του Λόις και τον χαμένο συμμαθητή και παλιό του φίλο, τον Τσάρλι, που τώρα εργάζεται ως ανιματέρ για παιδιά και είναι εγκλωβισμένος σε μια βεντέτα με έναν αντίπαλο κλόουν. Παρακολουθούμε επίσης το ταξίδι του Μπέντζαμιν προς την αυτογνωσία και την αποδοχή. Ο συγγραφέας τα αφηγείται όλα αυτά με πραγματικό στιλ και συναίσθημα. Η γραφή του κορυφώνεται ομαλά, όπως πάντα. Τα κωμικά του σημεία –κηδείες, δείπνα, καβγάδες μεταξύ κλόουν– και οι σκηνές του στοργικού και γελοίου σεξ της μέσης ηλικίας, καθώς και η σχέση μεταξύ ενός δημοσιογράφου και ενός εκπροσώπου Τύπου της κυβέρνησης, είναι πολύ αστεία.

Η πιο ανατριχιαστική πλευρά της «Μέσης Αγγλίας» έγκειται στο πόσο πολλοί από τους χαρακτήρες του Coe εκφράζουν τον κατάφωρο ρατσισμό τους κάθε φορά που νιώθουν αδικημένοι. Ένας δάσκαλος οδήγησης θεωρεί ότι είναι δικαίωμά του να πιστεύει πως η συνάδελφός του Ναχίντ τού πήρε μέσα από τα χέρια την προαγωγή που περίμενε, μόνο και μόνο εξαιτίας της πολιτικής ορθότητας. Η μητέρα του, που απεχθάνεται οποιονδήποτε δεν συμμορφώνεται με την κοντόφθαλμη αντίληψή της περί βρετανικότητας, αρνείται να βοηθήσει μια Λιθουανή που έπεσε θύμα ρατσιστικής επίθεσης δημοσίως. Όλοι οι χαρακτήρες είναι τόσο αληθοφανείς και τόσο αχρείοι που πραγματικά αναρωτιέται κανείς, όχι γιατί η Αγγλία χρειάστηκε τόσο χρόνο για να αποχωρήσει από την Ε.Ε., αλλά γιατί η Ε.Ε. δεν την έδιωξε με τις κλοτσιές χρόνια πριν. Μα δεν είναι όλα πολιτική. Ο Coe είναι ένας επιδέξιος κωμικός συγγραφέας, πιθανότατα ο καλύτερος που διαθέτει σήμερα η Βρετανία, και υπάρχουν δεκάδες αστείες σκηνές σε όλο το μυθιστόρημα, πολλές από τις οποίες εκτυλίσσονται στις μυστικές συναντήσεις του Νταγκ Άντερτον με τον αφελή εκπρόσωπο Τύπου της Ντάουνινγκ Στριτ, ο οποίος χλευάζει την ιδέα του δημοψηφίσματος επισημαίνοντας, για τον Ντέιβιντ Κάμερον: «Είναι δυνατόν να διεξαγάγουμε ένα δημοψήφισμα πάνω σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα απλώς και μόνο για να σωπάσουν μερικοί ενοχλητικοί άνθρωποι του ίδιου μας του κόμματος; Θα ήταν μια άκρως ανεύθυνη κίνηση από μέρους μας». Η σάτιρά του δεν στρέφεται μόνο ενάντια στους παλαβούς της Δεξιάς. Η παράλληλη ιστορία μιας έφηβης που «είναι εξαρτημένη από το να θυμώνει για λογαριασμό των άλλων», είναι αιχμηρή σαν ξυράφι, που ξεσκίζει τα κηρύγματα περί αρετής στα οποία επιδίδονται οι τυχοδιώκτες που χτενίζουν αδιάκοπα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναζητώντας οποιαδήποτε ευκαιρία για να επιδείξουν την ανωτερότητά τους.

Η ιλαροτραγωδία είναι ενδεχομένως η μοναδική μορφή που μπορεί να πάρει ένα μυθιστόρημα για το Brexit, και ο Coe θίγει με το γνωστό απαλό του άγγιγμα ένα θέμα που θα μπορούσε να κάνει οποιονδήποτε συγγραφέα πικρόχολο και στρυφνό. Η τρυφερή, πνευματώδης στάση του απέναντι στα ανθρώπινα ελαττώματα μας εμψυχώνει, ακόμη και τις στιγμές που το ζήτημα του πολιτικού διχασμού μάς προκαλεί μια νοσηρή θλίψη.

Η «Μέση Αγγλία» είναι εξαιρετικά αστεία – αστεία με τρόπο που οδηγεί στην κάθαρση. Αν και ο Coe εμφανίζεται ως υπέρμαχος της παραμονής στην Ε.Ε. ο οποίος θρηνεί γλείφοντας τις πληγές του, κατορθώνει πάντα να καλύπτει τα νώτα του, υπονομεύοντας ένα ξέσπασμα οργής, ή μια στιγμιαία γκρίνια, με ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη.

Μια εύστοχη, διασκεδαστική μελέτη ενός έθνους σε κρίση, από έναν αναμφίβολα ευρωπαίο συγγραφέα.

Εκατομμύρια λέξεις έχουν γραφτεί και πρόκειται να γραφτούν για το Brexit, ελάχιστες όμως θα φτάσουν στην ουσία του θέματος με τόσο διεισδυτικό τρόπο όσο η «Μέση Αγγλία».

Ξεκαρδιστικό… Εξαιρετικό… Βαθιά απολαυστικό…

Αντιπαραβάλλοντας τις διαφορετικές απόψεις των χαρακτήρων του, ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα αναγνωρίσιμο πορτρέτο μιας Βρετανίας αποπροσανατολισμένης εξαιτίας της καθίζησης της βιομηχανίας και της απώλειας θέσεων εργασίας, ένα πορτρέτο των καθημερινών ανθρώπων που συγκλονίζονται από την ολοένα αυξανόμενη ανοχή απέναντι στον ρατσισμό και την ξενοφοβία… Παράλληλα είναι πολύ, μα πάρα πολύ αστείο.

Ο σπουδαιότερος χρονικογράφος της αγγλικής νοοτροπίας.

Η Μεσσαλίνα της Γαλλίας, Ανωνύμου
Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος 
Eπίμετρο: Ανδρέας Στάικος 
Εκδόσεις Κίχλη
σελ. 112 

«Η Μεσσαλίνα της Γαλλίας» (1790), κείμενο ανωνύμου, εντάσσεται στην ελευθεριάζουσα ερωτική λογοτεχνία που γραφόταν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα για να σατιρίσει τον έκλυτο βίο της Αυλής και έφτασε στην κορύφωσή της πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Το κείμενο εκκινεί ως αφήγημα καταγγελίας εναντίον της Μαρίας Αντουανέττας και της συντρόφου και αντιζήλου της δούκισσας ντε Πολινιάκ και, έπειτα από δεξιοτεχνικές διολισθήσεις του συγγραφέα, καταλήγει στην υμνολογία του αχαλίνωτου πάθους. Στην πορεία της αφήγησης, κι ενώ το γαϊτανάκι των ερωτικών σχέσεων έχει ξετυλιχθεί πλήρως, οι ηρωίδες δεν απαλλάσσονται απλώς από τα ηθικά και πολιτικά εγκλήματά τους, αλλά επιπλέον μεταβάλλονται στα πιο επιθυμητά μα και απρόσιτα αντικείμενα του πόθου, πρότυπα ερωτισμού που τρέφουν τις φαντασιώσεις ανδρών και γυναικών και διαιωνίζουν το παιχνίδι του έρωτα.Η «Μεσσαλίνα της Γαλλίας» συνδυάζει με πολύ γοητευτικό τρόπο δύο αντιφατικά συστατικά: την προκλητική, γεμάτη αισθησιασμό ερωτική περιγραφή και μία γλώσσα εκλεπτυσμένη και ρητορική, που αξιοποιεί πλήθος θεματικά και υφολογικά στοιχεία από την ιστορία της ερωτικής λογοτεχνίας.

Η υποκρισία των ηρωίδων δεν σχετίζεται με την υποκρισία ως κοινωνική ή ηθική έννοια αλλά με την υποκρισία ως υψηλή τέχνη, την υποκριτική τέχνη του θεάτρου, προσδίδοντας στο κυνήγι της ηδονής το πρόσθετο και σαγηνευτικό στοιχείο του παιχνιδιού, της μεταμφίεσης, της εναλλαγής των ρόλων, της μετάβασης ή της διολίσθησης από προσωπείο σε προσωπείο. Η «Μεσσαλίνα της Γαλλίας» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μυθιστόρημα των διολισθήσεων». [...] η τέχνη και η τεχνική της γραφής ταυτίζονται όσο ποτέ άλλοτε και αλλού με την τέχνη και την τεχνική της δαντέλας και του κεντήματος.

Τα ελευθεριάζοντα βιβλία» όμως, θα γράψει ο Μπωντλαίρ, «σχολιάζουν και εξηγούν την Επανάσταση [...]. Από την άσεμνη ή ευτελή λογοτεχνική παραγωγή οι διεφθαρμένοι αστοί, οι άξεστοι έμποροι και οι υπηρέτριες άντλησαν στοιχεία ανεξαρτησίας και ηθικής.

Πόλεμος και τερεβινθίνη, του Στέφαν Χέρτμανς
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μπονάτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη
σελ. 368

Λίγο πριν από τον θάνατό του, τη δεκαετία του 1980, ο παππούς παρέδωσε στον εγγονό του, τον Στέφαν Χέρτμανς, δύο παλιά σημειωματάρια. Ο τελευταίος επί χρόνια δεν τολμούσε να τα ανοίξει, όταν όμως το έκανε, καλά κρυμμένα μυστικά ήρθαν στο φως. 

Ο παππούς του είχε σημαδευτεί από τη φτώχεια της παιδικής ηλικίας στη Γάνδη του τέλους του 19ου αιώνα, από τις εφιαλτικές εμπειρίες στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και από έναν μεγάλο έρωτα με μια γυναίκα που πέθανε πολύ νέα. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, μετέτρεπε τη θλίψη του σε γαλήνιους πίνακες ζωγραφικής. Θέλοντας να τον κατανοήσει, ο Στέφαν Χέρτμανς καταγράφει τις δικές του προσωπικές αναμνήσεις από τον παππού του, χρησιμοποιεί αποσπάσματα από τα ημερολόγια και αναλύει τα έργα του. Και αφηγείται τούτη την ιστορία, που χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη μας, με την ευρηματική δύναμη που διαθέτουν μόνο οι αυθεντικοί λογοτέχνες. Το «Πόλεμος και τερεβινθίνη» είναι η σπαρακτική αναψηλάφηση μιας ζωής που συνέπεσε με τα τραγικά γεγονότα του 20ού αιώνα και μια προσπάθεια να δοθεί μια μεταθανάτια, σχεδόν μυθική έκφραση σε αυτή τη ζωή.

Με τη διεισδυτική του ματιά, ο Στέφαν Χέρτμανς έδωσε φωνή όχι μόνο στον παππού του αλλά σε μια ολόκληρη γενιά.

Το «Πόλεμος και τερεβινθίνη» συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μελλοντικού κλασικού έργου.

Σπανίως στήνεται μια τέτοια καλλιτεχνική γέφυρα, τόσο ευαίσθητη και τόσο συγκινητική, για να ενώσει δύο διαφορετικές εποχές.

Μια συναρπαστική επίδειξη για το πώς διασταυρώνονται αφηγηματικά η μυθοπλασία και η πραγματικότητα. Ο τρόπος του ανακαλεί τον Β.Γκ. Ζέμπαλντ. Ένα αριστοτεχνικά γραμμένο βιβλίο για τη μνήμη, την τέχνη, τον έρωτα και τον πόλεμο.

14η Ιουλίου, του Éric Vuillard
Μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 216

Η άλωση της Βαστίλλης είναι ένα από τα πιο εμβληματικά συμβάντα όλων των εποχών. Μας αφηγήθηκαν, όμως, την ιστορία της όπως την έγραψαν οι επιφανείς, υπό την οπτική γωνία όσων δεν ήταν παρόντες εκείνη την ημέρα. Το βιβλίο του Éric Vuillard διηγείται, αντίθετα, την ιστορία των αφανών που πράγματι άλωσαν τη Βαστίλλη. Είναι ένα βιβλίο χάρη στο οποίο η ημέρα της επετείου της Γαλλικής Επανάστασης, η ημέρα της εθνικής εορτής της Γαλλίας, μοιάζει να ανακτά το ορμητικό και ανυπότακτο μεγαλείο της.

Η Γαλλική Επανάσταση αρχίζει στις 28 Απριλίου του 1789, τη μέρα που ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης βιοτεχνίας χάρτινης ταπετσαρίας ανακοινώνει στο προσωπικό μειώσεις μισθών. Οι εργάτες εξεγείρονται, βάζουν φωτιά στις εγκαταστάσεις, τις λεηλατούν. Η Γαλλία είναι σε κρίση· οι άνθρωποι υποφέρουν. Ώσπου έρχεται αυτή η ατέλειωτη πνιγηρή νύχτα της 13ης Ιουλίου του 1789, μια νύχτα που όλοι την πέρασαν ξάγρυπνοι, γεμάτοι αγωνία. Το πρωί της 14ης Ιουλίου, με την άλωση της Βαστίλλης, η Επανάσταση είναι πλέον σε εξέλιξη. Ο Éric Vuillard μάς μεταφέρει το κλίμα εκείνης της ημέρας, εμφυσώντας πνοή σε τούτη τη μεγάλη εξέγερση που, με τον καιρό, το μήνυμά της ξεθώριασε σε εορταστικό απολίθωμα. Με αφετηρία το ανώνυμο πλήθος, το «14η Ιουλίου εστιάζει στη συλλογική αφήγηση των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτά τα γεγονότα, αλλά ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία· μικρογραφίες όλο ζωή, που συνθέτουν από κοινού μια μεγαλειώδη τοιχογραφία.

Ένα βιβλίο με παθιασμένη γραφή, το οποίο καθιστά πρόδηλο αυτό που συνήθως λησμονούμε: η ελευθερία απαιτεί και την ισότητα όλων ενώπιον της Ιστορίας.

Χρησιμοποιώντας πρακτικά, αστυνομικές αναφορές και προσωπικές αφηγήσεις, ο συγγραφέας επιδιώκει να αποκαλύψει αυτό που ο Μπαλζάκ, αντιπαραθέτοντάς το στην «επίσημη και ψευδόμενη ιστορία», περιέγραψε ως «μυστική ιστορία, εκεί όπου βρίσκονται τα πραγματικά αίτια των γεγονότων». Σε αυτό το εγχείρημα υπάρχει μια βαθιά πολιτική διάσταση: να αναδειχθεί η δύναμη του λαού.

Ο Vuillard χρησιμοποιεί το ταλέντο του για να αναπαραστήσει το πλήθος, να αποτίσει φόρο τιμής σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, σε πράξεις τόσο θαρραλέες όσο και παράλογες. Και παρασύρει τον αναγνώστη, με αυτό το μείγμα του κοινότοπου και του μεγαλειώδους που δημιουργεί Ιστορία.

Απίστευτο ταλέντο. Γραφή πυκνή και ζωντανή, ανάμεσα στη λεπίδα του ξυραφιού και μια απέραντη τρυφερότητα για τους ανθρώπους.

«Στ’ άρματα, στ’ άρματα, πληβείοι». Στις σαγηνευτικές σελίδες αυτού του βιβλίου, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εναλλακτικά δύο οπτικές γωνίες: πεπεισμένος, ως κληρονόμος της σχολής των Annales, για την αναγκαιότητα να καταστήσει πρωταγωνιστή του έπους τον λαό στο σύνολό του, και όχι τη μια ή την άλλη διασημότητα που αναδείχθηκε από την επίσημη ιστορία, άλλοτε τον αντιμετωπίζει ως μια οργανική μάζα, ενσάρκωση της συλλογικής ψυχής, και άλλοτε περιγράφει λεπτομερώς τη δράση συγκεκριμένων προσώπων.

Ο Vuillard αποδίδει στους ριγμένους της Ιστορίας τη θέση που τους στέρησαν οι νικητές. Εδώ δρα ο λαός και όχι οι εμβληματικές μορφές που απαθανάτισε ο Μισελέ και καθιέρωσαν τα σχολικά εγχειρίδια για να σβήσουν από τη μνήμη τον λαό του δρόμου, εργάτες, εμπόρους, ανέργους, πόρνες, μικροεπαγγελματίες.

Ο Γαλατάς, της Anna Burns
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg, Μάρτιος 2019
σελ. 553 

<p class=”lead”>Ένα μυθιστόρημα «μοναδικό» και «καθηλωτικό», όπως το χαρακτήρισε η επιτροπή που το επέλεξε πρόσφατα για το επίζηλο βραβείο Booker. Η ενηλικίωση ενός κοριτσιού σε μια συντηρητική κοινωνία και σε μια εποχή βίαιων πολιτικών ταραχών.

Στην ανώνυμη πόλη όπου οι δολοφονίες και οι βόμβες αποτελούν καθημερινότητα και η θρησκευτική και πολιτική ατζέντα ρυθμίζει τις ζωές των ανθρώπων, το να είσαι «ενδιαφέρουσα» μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνο. Η ανώνυμη «Μεσαία Αδελφή», η 18χρονη ηρωίδα του βιβλίου, ξεχωρίζει επειδή περπατά στους δρόμους της πόλης διαβάζοντας κλασικά μυθιστορήματα, επειδή μαθαίνει γαλλικά, επειδή επιλέγει τον «σχεδόν φίλο» της με τα δικά της κριτήρια και προσπαθεί να τον κρύψει από τη μητέρα της. 

Όταν ο Γαλατάς, ο παντρεμένος αρχηγός μιας από τις τοπικές παρακρατικές οργανώσεις, στρέφει το βλέμμα του πάνω της, το κουτσομπολιό οργιάζει και η κοπέλα αίφνης γίνεται ιδιαίτερα «ενδιαφέρουσα», πράγμα που σημαίνει ότι αρχίζει να κινδυνεύει.

Μια ιστορία πολιτικής βίας και άγριας ενηλικίωσης σε μία κοινωνία όπου το κουτσομπολιό είναι καθημερινή πρακτική. Μια ιστορία που «δονείται με τις αγωνίες της εποχής μας», όπου «η λάθος πίστη ή ακόμα κι ένα ηλιοβασίλεμα μπορούν να αποδειχθούν κάτι ανατρεπτικό» (The Washington Post), από τη γεννημένη το 1962 στο Μπέλφαστ Anna Burns.

«Από την πρώτη κιόλας σελίδα», τονίζει ο πρόεδρος της επιτροπής του Man Booker που απένειμε ομόφωνα στον «Γαλατά» το διάσημο βραβείο, «οι λέξεις της ηρωίδας μάς τραβάνε στην καθημερινή βία του κόσμου της –απειλές θανάτου, άνθρωποι που δολοφονούνται από κρατικά τάγματα θανάτου– ενόσω εκείνη καλείται να ανταποκριθεί στην καθημερινή πραγματικότητα της ζωής της ως νεαρής γυναίκας». 

Ένα καθηλωτικό ανάγνωσμα, ένα βιβλίο που σε τυλίγει και σε κρατάει μαγεμένο […] επίσης ένα βιβλίο διαποτισμένο μ’ ένα καυστικό, ενίοτε παλαβιάρικο χιούμορ.

Δονείται με τις αγωνίες της εποχής μας, από την τρομοκρατία και τη σεξουαλική παρενόχληση έως τις τυφλές διακρίσεις, που κάνουν την έννοια της συμφιλίωσης να φαντάζει απατηλή.

Βράζει από μαύρο χιούμορ και εφηβικό θυμό απέναντι στον κόσμο των ενηλίκων και τους βίαιους παραλογισμούς του […] Για μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη ζωή κάτω από πολυποίκιλες μορφές ολοκληρωτικού ελέγχου –στο επίπεδο της πολιτικής, των σχέσεων ανάμεσα στα δυο φύλα και του δημόσιου βίου– είναι ένα γοητευτικά σαρκαστικό βιβλίο.

Λίγα λογοτεχνικά έργα βλέπουν το ίδιο καθαρά με τον Γαλατά τους τρόπους με τους οποίους η βία αλλοιώνει τα κοινωνικά δίκτυα, ενθαρρύνοντας τα χειρότερα ένστικτα των ανθρώπων.

Ο «Γαλατάς» είναι ένα παθιασμένο επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης σκέψης σε ένα μέρος όπου κυριαρχεί η ασπρόμαυρη, διχαστική ιδεολογία.

1
Μοιράσου το