Τα χρόνια της βραδύτητας, του Fernando Aramburu
Το βραβευμένο αυτό μυθιστόρημα του Fernando Aramburu (έχει τιµηθεί µε το Bραβείο Tusquets και το Βραβείο Βιβλιοπωλών της Μαδρίτης) αναφέρεται στην πνευματική και ηθική καθυστέρηση που επέφερε στην Ισπανία και τη ζωή των Ισπανών το καθεστώς του Franco κατά την εποχή που ο συγγραφέας ήταν παιδί, εποχή εθνικού διχασμού και του αγώνα των Βάσκων για την αυτονομία τους. Γνωστός από το βιβλίο του «Πατρίδα» (“Patria”) όπου περιγράφεται ο αλληλοσπαραγμός δυο οικογενειών στη διάρκεια μιας τριακονταετίας στη Χώρα των Βάσκων, στο βιβλίο «Τα χρόνια της βραδύτητας» (“Años Lentos”) ο F. Aramburu επιστρέφει για άλλη μια φορά στη γενέτειρά του, το San Sebastian και αναπλάθει καταστάσεις και πρόσωπα όπως τα αφηγείται ένα οχτάχρονο, την εποχή κατά την οποία αυτά διαδραματίζονται, παιδί.
Η αμείλικτη κριτική των γειτόνων και ο αδυσώπητος έλεγχος της εκκλησίας δημιουργούν τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνονται οι ζωές των ανθρώπων του άμεσου περίγυρου του μικρού αφηγητή. Η οικογένεια της θείας Μαριπούι (Maripuy) έχει αναλάβει να αναθρέψει τον Τσίκι (Txiki), του οποίου η μητέρα αδυνατεί να μεγαλώσει μόνη τα τρία παιδιά της. Μέσα στην παιδική του άγνοια ο μικρός παρατηρεί τα όσα γίνονται στο σπίτι που τον φιλοξενεί και τα καταγράφει στη μνήμη του, υλικό το οποίο ανασύρεται χρόνια αργότερα και παραδίδεται στον συγγραφέα Aramburu. Ο τελευταίος μεταπλάθει τα στοιχεία αυτά σε λογοτεχνία και παρεμβάλλει στα αφηγούμενα γεγονότα τις σημειώσεις του, έτσι που τα βιωμένα περιστατικά διϋλίζονται και μετατρέπονται σε μυθιστόρημα. Ιδέα αρκετά πρωτότυπη και μεταμοντέρνα αυτή η συνομιλία μεταξύ αφηγητή και συγγραφέα, δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο και εντείνει το ενδιαφέρον της πλοκής.
Ο Aramburu είναι ξεκάθαρος ως προς τις προθέσεις του να δημιουργήσει μια ρεαλιστική λογοτεχνία και όχι να καταγράψει την ιστορία ως ντοκουμέντο. «Αν πρέπει να απομακρυνθώ από τη μαρτυρία του πληροφοριοδότη, θα γίνει. Πρώτα η λογοτεχνία· μετά, αν μείνει χώρος, η αλήθεια». Μας κάνει κοινωνούς της μεθόδου του, αναζητώντας την καλύτερη, σε κάθε βήμα του, λύση: «Λίγες πινελιές συμβατικής λογοτεχνίας, κατάλληλα διανθισμένες με πρόζα, λιγότερο ή περισσότερο επιτηδευμένη, είναι αρκετές (…) Θα δω». Ο αφηγητής που καταθέτει τις αναμνήσεις του συνδιαλλέγεται διαρκώς με τον συγγραφέα: «Γνωρίζοντας το είδος των βιβλίων που γράφετε, δεν θα με παραξένευε αν όταν το διαβάσετε (σ.σ. αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο επεισόδιο) μπείτε στον πειρασμό να εκμεταλλευτείτε λογοτεχνικά το γεγονός». Διακόπτει κάθε τόσο την αφήγησή του για να του εξηγήσει, να απολογηθεί: «…Με συγχωρείτε που μακρηγορώ με λεπτομέρειες που ασφαλώς στερούνται ενδιαφέροντος για το βιβλίο σας…»
Αυτές οι παρεμβολές λειτουργούν σαν παύσεις ανάσας στη ροή της συγκλονιστικής αφήγησης του Τσίκι, αλλάζοντας κάθε τόσο τη δομή και το ύφος της αφήγησης. Η σκληρή πραγματικότητα όπως αποτυπώνεται μέσα από το παιδικό βλέμμα που αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα όσων συμβαίνουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (πνιγηρός καθωσπρεπισμός και σεξιστικά στερεότυπα, κοινωνικοί και θρησκευτικοί απαράβατοι κανόνες, εθνικός διχασμός, οικογενειακά μυστικά), εναλλάσσεται κάθε τόσο με την πεζή πραγματικότητα των συγγραφικών προβληματισμών. Η Μάρι Νιέβες (Mari Nieves), η νεαρή ξαδέλφη του Tσίκι, ασφυκτιώντας από τις κοινωνικές και οικογενειακές πιέσεις σχετικά με την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της, σκέφτεται την αυτοκτονία, και ο Aramburu αναρωτιέται ποιο μοτίβο να ακολουθήσει: αυτοκτονία τύπου Madam Bovary, Anna Karenina, Virginia Woolf, μήπως Sylvia Plath ή Alfonsina Storni; Το χιούμορ λειτουργεί εξισορροπητικά σ’ αυτή την απότομη προσγείωση: «Η στιγμή θα γινόταν πιο ποιητική αν η κοπέλα δεν ήταν χοντρή».
Ο χαρακτήρας του Χουλέν (Julen) έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορία, τόσο λόγω της σχέσης του με τον Tσίκι όσο και για τη μυστική αυτονομιστική δράση του Χουλέν στην ΕΤΑ και τη μετέπειτα εξέλιξή της. Απλοϊκός αλλά και ανήσυχος, σκληρός και τρυφερός, δειλός κι εξεγερμένος, ο αγαπημένος ξάδερφος του μικρού αφηγητή είναι μια σύνθετη και αντιφατική προσωπικότητα για την οποία τα ερωτήματα παραμένουν μέχρι τέλους αναπάντητα.
Ο Χουλέν ήταν αλλεργικός στο τυπωμένο χαρτί. Μερικές φορές (υποψιάζομαι με στόχο να ακούσει τον εαυτό του ή να με εντυπωσιάσει) προσπαθούσε να εκφραστεί θεωρητικά σε σχέση με τις πολιτικές ανησυχίες του· σε καμία περίπτωση όμως, πιστέψτε με, δεν πήγαινε πέρα από την αδέξια επανάληψη συνθημάτων και φράσεων που είχε ακούσει από άλλους.
Τα έργα και οι ημέρες των μελών της οικογένειας και οι μικρές ατομικές τους ιστορίες διαμορφώνονται μέσα στα χρόνια της δικτατορίας του Franco, όταν με την καθοδήγηση της εκκλησίας κάποιοι Βάσκοι δίνουν έναν βουβό αγώνα για την απελευθέρωση και αυτονόμηση της χώρας τους. Μέσα σε μια κοινωνία εγκλωβισμένη στην αμάθεια και την ανέχεια ο συντηρητισμός πορεύεται χέρι-χέρι με τον εξτρεμισμό. Ο εθνικιστής ιερέας Βικτοριάνο (Victoriano) προωθεί τις αξίες του βασκικού πολιτισμού μυώντας κρυφά τους νέους στα μυστικά της ΕΤΑ. Στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας του Franco ο χρόνος διαστέλλεται, παγώνει μέσα σε μια «πηχτή και σιωπηλή καρτερικότητα». Ο Aramburu ομολογεί τους προβληματισμούς και τις προθέσεις του:
Όταν σταματώ για να φέρω στο μυαλό μου τις αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια, μου ξανάρχεται μια παλιά αίσθηση βραδύτητας. Έχω την εντύπωση ότι σήμερα ένα λεπτό διαρκεί τριάντα με σαράντα δευτερόλεπτα· αντίθετα, τα λεπτά της δικτατορίας διαρκούσαν ενάμισι με δύο λεπτά. Τρεις δεκαετίες βρισκόταν ο Φράνκο στην εξουσία, χαιρετώντας τα πειθήνια και απολίτικα πλήθη με νωθρό, τρεμάμενο και ολοένα πιο εξασθενημένο χέρι (πράγμα που δεν τον εμπόδιζε να υπογράφει θανατικές καταδίκες), και, παρόλο που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχαν ήδη αρχίσει να αναδεύονται τα υπόγεια ύδατα, η ιστορία της Ισπανίας σερνόταν ακόμα νωχελικά. Σε άλλες χώρες φαίνεται σαν να ζούσαν πιο γρήγορα, οι μόδες διαδέχονταν η μία την άλλη με αρκετή ταχύτητα, συνέβαιναν περισσότερα πράγματα – ή απλώς συνέβαιναν πράγματα. Μπαίνω στον πειρασμό, τουλάχιστον σε ορισμένα σημεία του μυθιστορήματος, να κάνω μια προσπάθεια να μεταδώσω μέσω ενός στιλ μελετημένα αργού εκείνη την αίσθηση ιστορικού μαρασμού. Θα βαρεθούν οι αναγνώστες; Θα πρέπει να διανθίσω το βιβλίο με ανέκδοτα σε υποσημειώσεις;
Οι αναγνώστες δεν θα βαρεθούν. Ο σημαντικός Ισπανός συγγραφέας καταφέρνει για άλλη μια φορά να μιλήσει με τρόπο μοναδικό για την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων και των ανθρώπινων σχέσεων, για ατομικές ματαιώσεις και ηρωισμούς, για την ατομική και τη συλλογική μνήμη.
Τα χρόνια της βραδύτητας, του Fernando Aramburu
Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκης
σελ. 256