Τα Πρωτοβρόχια, του Σπύρου Κιοσσέ
Τα νησιά που δεν βρήκαμε: Σημείωμα για το μυθιστόρημα «Τα Πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τα πρωτοβρόχια έρχονται δίχως προειδοποίηση. Δεν τα προμηνύει ο καιρός και δεν λένε για αυτά τα ημερήσια δελτία που επαναλαμβάνονται κάθε ώρα, παρακολουθώντας με μια έκδηλη αγωνία τις αρρυθμίες του βαρομετρικού που κάνει ασφυκτικό τον ουρανό μας και φτιάχνει ποτάμια κατά μήκος των πεζοδρομίων. Κλειδιά, φύλλα, σκουπίδια όλα μεταναστεύουν μες στην πόλη, κάπου στοιβάζονται, μια άλλη φορά που το νερό θα πέσει επάνω τους ορμητικό θα φτάσουν ακόμη μακρύτερα, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος έσβησε τα πάντα, οι διαβάτες περνούσαν βιαστικά τη διασταύρωση, τα καφέ γεμίσανε ξαφνικά και τα κορίτσια στεγνώνανε τα μαλλιά τους, πιο όμορφα από ποτέ μες σε αυτήν την ξαφνική αναστάτωση. Κάπου εκεί και εγώ, σε μια πολιτεία που ξεπλένεται από τα αμαρτήματά της και λίγο αργότερα θα βγει ξανά στις πιάτσες, λαμπερή από το σπάνιο υλικό της νύχτας. Χρειάζομαι και εγώ ένα καφέ, έτσι που ήρθαν τα πράγματα. Μια βροχή μοιάζει πάντα με μια ολόχρυση ευκαιρία για να παγώσει κάπως ο χρόνος που κυλά ξέφρενος.
Όμως τα καφέ στέκουν κατάμεστα και για την ακρίβεια δεν πέφτει καρφίτσα. Για αυτό και εγώ διαλέγω τα παλαιοβιβλιοπωλεία με τις ετοιμόρροπες προσόψεις και τις σπάνιες εκδόσεις τους. Εκεί μέσα, στην μυρωδιά του χαρτιού που παλιώνει και παλιώνει, ο θόρυβος της βροχής δεν φτάνει. Και μοιάζει πως πίσω από τούτη τη βιτρίνα ο χρόνος μετράει αλλιώτικα. Έξω τα πράγματα αλλάζουν και μεταμορφώνονται στα θολά λάδια του Γαίτη. Τίποτε περισσότερο και ίσως ακόμη και εκείνος ο στίχος από το τραγούδι που λέει πως πίσω από το τζάμι έχει η ζωή θολώσει. Το τραγουδάει μια Νεφέλη, δεν ξέρω τίποτε περισσότερο.
«Τα μυθιστορήματα τα καινούρια τα’χω στο πατάρι. Ανεβείτε, μόνο προσεκτικά τη σκάλα, εδώ και εκεί είναι το ξύλο φθαρμένο. Και ότι θέλετε μου λέτε, ναι;» είπε εκείνη η φιγούρα που ‘ταν παραλλαγμένη ανάμεσα σε κάτι δερματόδετους τόμους. Τον ευχαρίστησα επειδή δεν είναι μικρό πράγμα να’ναι κανείς φιλόξενος τέτοιες μέρες και σκαρφάλωσα στο πατάρι. Κάτι παλιά, χριστουγεννιάτικα στολίδια, μερικές αφίσες και σωροί βιβλίων πάνω σε χαρτόκουτες. Και από πάνω από όλα αέτωμα να στέκει ένα τσίγκινο, φωτιστικό φεγγάρι, καμωμένο με το χέρι, αν κρίνει κανείς από τον βαθμό της άφταστης τελειότητας, από το μισοτελειωμένο, κοιμισμένο πρόσωπο του άστρου. Εμπρός στα πόδια μου απλωνόταν μωσαϊκό. Ήταν το εξώφυλλο μιας έκδοσης από το Μεταίχμιο που ‘χε κυκλοφορήσει τον Μάη του 2022. Βεβαίως τα βιβλία δεν μετρούν τον χρόνο σε ανθρώπινα μεγέθη. Και ωριμάζουν αργά, με τον τίτλο και τη μοναξιά τους, μεγαλώνουν αργά και μια μέρα επιστρέφουν. Θυμήθηκα το μωσαϊκό που τρίβεται στο σπίτι του χωριού, ίδιο με τις ψηφίδες του εξωφύλλου του μυθιστορήματος του Σπύριου Κιοσσέ. «Τα πρωτοβρόχια» και για μια στιγμή στερέωσα το βλέμμα μου έξω στον κόσμο.
Η βροχή έχει δυναμώσει και οι διαβάτες έχουν αραιώσει, αφού ο καθένας βρήκε πια μια κρυψώνα για την νύχτα. Εκεί λέει θα πιάσει το μονότονο τραγούδι που λέει την ιστορία ενός ανθρώπου. Με τα σύμβολα και τις φιγούρες της, με τους πεθαμένους και τα περιστατικά της, με την διακόσμηση που τώρα πια μονάχα η λήθη καθορίζει. Στο νου μου ήρθανε οι μυρωδιές του εξοχικού σπιτιού, η αύρα των παγωμένων δωματίων όταν μες στην καρδιά του χειμώνα χαλούσαμε με θόρυβο και φασαρία την τόση τους μοναξιά. Ψηλάφισα το εξώφυλλο και ήταν σαν να κοιτούσα εκείνα τα αρχαία δωμάτια που τα ψύχει η μνήμη.
Τα μικρά κατορθώματα, οι ήττες, όλα βρίσκουν τη θέση τους την πιο αναπάντεχη στιγμή. Τι το ‘θελα τώρα το χωριό και τα πατώματα γιατί να με συγκινούν; Στην άλλη άκρη εκείνου του δώματος φάνηκε η φιγούρα ενός μικρού παιδιού. Θα ‘μουν εγώ, μα έτσι γρήγορα που γλίστρησε στις χαραμάδες των πραγμάτων, δεν πρόλαβα να επαληθεύσω την υποψία. Έπειτα το παιδί ξαναφάνηκε. Είδε πως δεν είχε τίποτε να φοβηθεί και πως ο τωρινός μου εαυτός ήταν πέρα για πέρα αδύναμος, τόσο που έπαψε να κρύβεται. Ήταν εγώ πριν από τριάντα και βάλε χρόνια, μόνο που αντί για κεφάλι είχε μια παλιά, κινηματογραφική μπομπίνα. Με κοιτούσε πλαισιωμένο από μερικές ιστορικές μονογραφίες. Βάζω στοίχημα πως κάπου ανάμεσά τους είναι και η δική μου. Κοίταξα πίσω μου στον γυμνό τοίχο και είδα την προβολή όσων αφηγούταν το παιδί με το κεφάλι τύπου μπομπίνα. Ήμουν εγώ, σε έναν καιρό σφραγισμένο πια, ήμουν εγώ πάνω στον γυμνό, υγρό τοίχο, ήμουν εγώ, μια πικρή υδατογραφία. Αυτός ο τοίχος έπαιζε τον ρόλο της ανάμνησης και εγώ στεκόμουν στο μέσον της τροχιάς της. Όλο χρώματα τριγύρω τα ρετάλια, οι στιγμές που ανεμίζουν. Κάτι κολορίστες θα ‘χαν διαλέξει τις αποχρώσεις, αυθαίρετοι και ωραίοι, ρετουσάροντας το παρόν. Οι κολορίστες ήμουν απόψε, εγώ.
Ποζάρω στην ηλικία των εννέα, των δέκα, λίγο αργότερα, για λίγο χάνομαι και έπειτα πάλι αλλιώτικος με φόντο την αστική Αθήνα που αλλάζει πρόσωπο και θεούς. Μια τελετή δίχως τίποτε το λυρικό, μονάχα η μελαγχολία των πραγμάτων που φεύγουν και όλο φεύγουν να απομένει. Το παιδί με το κεφάλι μπομπίνα εναλλάσσει τις φωτογραφίες. Κάτι πολαρόιντ, φθαρμένες από τον καιρό, κάτι πρόσωπα σβησμένα που τα βάλανε με τον χρόνο και νικηθήκανε. Εγώ στους δρόμους της πολιτείας, στρατιώτης στο ζαχαροπλαστείο, έπειτα τη μέρα της ορκωμοσίας , πιο παλιά στο μοναδικό δωμάτιο του πατρικού να μελετώ κάτω από τον λύχνο. Η Ελλάς κακοφωτισμένη κάτι προσπαθεί να γίνει , κατάκοπη από τις μάχες με την περηφάνια και με τα ακροκέραμα της. Αυτή η τελευταία δεν υπάρχει σε πολαρόιντ, μόνο μες στην καρδιά μας κάπου κάπου αχνοφαίνεται από κάτι βάθη απροσμέτρητα.
Μες σε αυτά τα αβαθή γυρεύει να ξεδιψάσει η τέχνη του μεταδιδακτοριικού ερευνητή που ήρθε με εκείνο το βιβλίο για να ξεχωρίσει μες στην αθρόα και υψηλών, ποιοτικών στάνταρ σύγχρονη, ελληνική μυθιστοριογραφία. Η δική του ιστορία δεν διαθέτει τίποτε το σπάνιο και οι μέρες δεν περνούν γλαφυρά. Η ζωή που μαθαίνεται καίει σαν φλόγα ξανθή και στερεοποιημένη, κάθε τόσο τρεμοσβήνει και έπειτα πάλι θεριεύει. Είναι η μνήμη που σκαλίζει στις σελίδες της έκδοσης από το Μεταίχμιο τις απλές, χωμάτινες λέξεις του Σπύρου Κιοσσέ. Η μνήμη που ποτέ δεν βγαίνει εκτός θέματος, η μνήμη που μας καθοδηγεί δίχως ίχνος διδακτισμού δείχνει με περίσσια αποφασιστικότητα τον δρόμο που μας πηγαίνει ως τον τωρινό μας εαυτό. Η μνήμη που ενηλικιώνεται και υπακούει στον αιώνιο νόμο της αφαίρεσης για να φθάσει στα «Πρωτοβρόχια» του Κιοσσέ αποσταγμένη και σίγουρη για την τροπή που έδωσε η ίδια στην μοίρα της. Συνήθειες, γέλια, κουβέντες που έγιναν και τώρα φθάνουν σαν αντίλαλοι, μια υπόμνηση, κάτι αυθύπαρκτο και μαγεμένο, όπως η μυρωδιά του αλατιού, κρύβεται για πάντα μες στ’άδυτα των αδύτων. Πόλεις επαρχιακές της μεταπολιτευτικής Ελλάδος στέκουν στο φόντο της ζωής που αναστυλώνει η γραφή του Σ. Κιοσσέ. Εποχές που λανθάνουν μες στην ετυμηγορία τους, ξανάρχονται στο φως και σκύβουν πάνω στον αναγνώστη σαν αγιόκλημα τρυφερό, δικό του. Σκηνές του βίου, αναμνήσεις που μοιάζουν με τον ιδρώτα του παρελθόντος έτσι όπως το ‘γραψε ο Πάβιτς. Κάθε ιστορία από τα «Πρωτοβρόχια» ζει μαζί με όλα εκείνα που θάφτηκαν κάτω από τη σκόνη. Κάθε αφήγηση περνά και μαλάσσει τα σωριασμένα φύλλα, την ψυχή ταράζει σαν ίλιγγος σύντομος.
Τώρα το παιδί με το παράδοξο κεφάλι μπομπίνα χάθηκε. Θα’ταν του νου μου δημιούργημα, ποτέ δεν θα υπήρξε σε εκείνο το πατάρι. Η βροχή πρέπει να είχε σταματήσει επειδή δειλά η πολιτεία ζωντάνευε και θολά πήραν να κατηφορίζουν τα βαριά λεωφορεία που είχαν ακινητοποιηθεί. Και οι διαβάτες, και εκείνοι ακόμη γίνηκαν και πάλι τα σπάνια ρόδα που ομορφαίνουν τον κόσμο εκεί έξω. Πήρα το βιβλίο και κατηφόρισα τα σπασμένα σκαλοπάτια. «Ελπίζω να βρήκατε ότι ψάχνατε», σχολίασε χαμογελαστός ο βιβλιοπώλης και εγώ ανταποκρίθηκα μηχανικά, πλημμυρισμένος από τις αναμνήσεις.
Δεν θα ‘χα απομακρυνθεί πολύ όταν θυμήθηκα το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου και που από ξεχασιά δεν είχα φροντίσει να πληρώσω. Επέστρεψα και πάλι στο παλαιοβιβλιοπωλείο, μπήκα και εξήγησα στον συμπαθέστατο κύριο τι ακριβώς είχε συμβεί. Εκείνος είπε πως «τα βιβλία διαλέγουν μόνα εκείνον που θέλουν να ανήκουν. Νομίζω ότι και τα «Πρωτοβρόχια» βρήκαν σε σας αυτό που ζητούσαν. Το λοιπόν, χαρισμένο. Και να ξέρετε, δεν θα επέστρεφαν πολλοί για να πληρώσουν ένα βιβλίο. Δικό σας, το λοιπόν» επανέλαβε ο κύριος και εγώ που δεν είχα άλλο επιχείρημα ξαναγύρισα στην αγκαλιά της πόλης. Ψηλάφισα το εξώφυλλο σταματημένος στη διάβαση και από παντού φθάνανε σκηνές της ζωής μου. Με ξυπνήσανε τα κορναρίσματα και οι βρισιές και ευθύς το σπίτι του χωριού διαλύθηκε μες στο όνειρο και το όραμα του συντελεσμένου γίνηκε σκοτεινιά προτού με λησμονήσει. Κάποιος πλάι μου, περαστικός και εκείνος είπε με χαμηλή φωνή, κάπως εξομολογητική. «Να και τα πρωτοβρόχια, η χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης μας είναι τόσο κοντά» και χάθηκε μαζί με το κοπάδι του δρόμου. Και εγώ; Εγώ, ξέμεινα μαζί με όλα εκείνα που έχω ξεχάσει, πράγματα που τα βρήκα να στερεώνουν τη σημασία τους μες στις σελίδες της καινούριας έκδοσης του Μεταιχμίου με τίτλο «Τα Πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ. Κάτι χρόνια παιδικά φωταγωγημένα, κάτι θαύματα του απλού που με τραβούν στα μαύρα μου νερά και όλο με πνίγουν με μια ασύδοτη τρυφερότητα.
Τα Πρωτοβρόχια, του Σπύρου Κιοσσέ
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ: 174