Τα χαστουκόψαρα
Ο Μανόλης-βασικός αφηγητής και πρωταγωνιστής- επιστρέφει ακόμα ένα βράδυ σπίτι μετά από τη βαρετή εργασία γραφείου και όπως κάθε νύχτα ανοίγει αμέσως την τηλεόραση. Συνειδητοποιεί ότι η αγαπημένη του εκπομπή «ήλιος μες στη νύχτα» (μια εκπομπή που αναζητά εξαφανισμένους ανθρώπους) ψάχνει τον πατέρα ενός αδελφικού του φίλου, που με τη πάροδο του χρόνου έχει χάσει επαφή. Βομβαρδισμένος από τις αναμνήσεις μιας πολύ πιο ανέμελης εποχής αποφασίζει να δράσει. Αποκαθιστά τις σχέσεις με τον παλιό του φίλο και μαζί ξεκινούν μια αναζήτηση που μετατρέπεται σε ένα road trip με φόντο την νεοελληνική πραγματικότητα.
Οι ενότητες του βιβλίου που παρουσιάζουν αυτήν την πραγματικότητα είναι δύο. Στην πρώτη παρουσιάζεται ο πρωταγωνιστής εθισμένος στην τηλεόραση, μοναχικός, παθητικός δέκτης πληροφοριών και σχεδόν ανίκανος να συντάξει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Η μιζέρια στο κάδρο περισσεύει. Το γκρίζο σκηνικό αρχίζει να φωτίζεται και συγχρόνως ξεκινά η δεύτερη ενότητα, όταν ο ήρωας μας βγαίνει στο δρόμο. Αυτή, νομίζω, είναι και μία από τις επιδιώξεις του συγγραφέα, να κλείσει το μάτι στον αναγνώστη και να του προτείνει τις περιπέτειες που μπορεί να ζήσει αν κλείσει την τηλεόραση. Στο ταξίδι τους οι δύο φίλοι δεν συναντάνε τους μυθικούς Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες. Παρελαύνουν άλλοι ήρωες πιο σύγχρονοι. Υπερόπτες μπάτσοι, γκουρού της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η ένδοξη ελληνική οικογένεια και φυσικά η τηλεόραση με βασικό της εκπρόσωπο τον Τζίμη Παγίδα, έναν τηλεπαρουσιαστή που νοιάζεται για όλους και δεν δίνει δεκάρα για κανέναν. Τοποθετούνται όλοι στη σωστή τους διάσταση. Διακριτικά. Περίπου.
Η γραφή του Χρηστίδη είναι πολύ κοντά στον προφορικό λόγο. Αισθάνεσαι ότι συζητάς με ένα φίλο σου ή με τον εαυτό σου καθώς ο λόγος γίνεται πολλές φορές εσωτερικός, παραληρηματικός. Η μικρή πρόταση, που άλλοτε αναιρείται και άλλοτε επαυξάνεται, οι παρομοιώσεις, που τολμώ να πω ότι είναι εξίσου αστείες με αυτές του Τσιφόρου αλλά και τα υπερβολικά και πρόχειρα επίθετα που χρησιμοποιεί για τους κομπάρσους του έργου είναι σήμα κατατεθέν του ύφους του. Το ύφος αυτό έχει ένα μεγάλο σκοπό. Να καταφέρει να αποδώσει την καθημερινότητα της χώρας μας και τα καταφέρνει περίφημα. Η προσπάθεια αυτής της καταγραφής αποκτά και μία ιδιότυπη ιστορική χροιά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι μας χωρίζουν 16 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου και περιγράφει την εποχή που η ιδιωτική τηλεόραση γιγαντώθηκε, επέβαλλε τους όρους της και δημιούργησε την κοινωνία της ευμάρειας, που σκάει σήμερα σαν βιοχλαπάτσα στα μούτρα μας.
Λέγεται, ότι υπάρχει η Μεγάλη και η μικρή ιστορία. Τα «Χαστουκόψαρα» δεν θα αποκτήσουν χώρο σε σχολικά εγχειρίδια, δεν θα τρυπώσουν στη μεγάλη αφήγηση του έθνους γιατί αναφέρονται στη νεοελληνική σάχλα και στην τρομερή σπατάλη ενέργειας για να γίνει το ασήμαντο σημαντικό. Μιλάνε ακόμη για ψάρια που ζουν κάτω στο βυθό και τρώνε χαστούκια. Δεν ανεβαίνουν όμως στον αφρό, προτιμούν πιο βαθιές διαδρομές. Παρόλα αυτά ως αφηγητές της μικρής ιστορίας μας χαρίζουν άφθονο γέλιο ταιριάζουν με την καλοκαιρινή διάθεση και διαβάζοντάς τα, έχεις την αίσθηση ότι οι βουτιές στη θάλασσα και οι μπύρες είναι πιο δροσερές. Δεν είναι και λίγο ε…;
Υ.Γ. Αν σας άρεσαν τα «Χαστουκόψαρα» και το καλοκαίρι διαρκεί συνεχίστε άφοβα με τα «Μπορορό» και «Λοστρέ».
Ένα σημείο που μας άρεσε λίγο περισσότερο.
Είναι σωστό όταν γίνονται σημαντικά πράγματα γύρω σου να τα παρακολουθείς και να τα νιώθεις, να μην τ’ αφήνεις να περνάνε. Θυμάμαι ήμουνα κάποτε σε μια στάση και περίμενα το τρόλεϊ. Όπως καθόμουνα, κοιτάω πάνω. Έγραφε: «Αντί να χαζεύεις εδώ πάνω, βρε μαλάκα, δεν κοιτάς μήπως έρχεται το τρόλεϊ;» Ξέρω ότι είναι άσχετο, αλλά αυτό εννοώ. Αφού περιμένεις το τρόλεϊ τι κοιτάς εδώ πάνω; Ε, μαλάκα; Έτσι κι εγώ. Αποφάσισα να κοιτάω για το τρόλεϊ. Κι άμα περάσει θα το πάρω. Και με λένε Μανόλη.