Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Captain (Der Hauptmann), του Robert Schwentke

feature_img__the-captain-der-hauptmann-tou-robert-schwentke
Τo “Der Hauptmann” (ε.τ. «Η Στολή του Λοχαγού») χρησιμοποιεί δομή (κατάμαυρης) φάρσας παρεξηγήσεων (με αφορμή μια πλαστοπροσωπία) και ύφος …”Kill Bill”, για να αφηγηθεί μια (εφιαλτικά) απάνθρωπη ιστορία. Υπερβολικά σκοτεινό για να γελάσεις, υπερβολικά γκροτέσκο για να το πάρεις (εκ προοιμίου) σοβαρά. Το ότι βασίζεται σε πραγματικό γεγονός (απίστευτο κι όμως αληθινό, που λένε) απλά ενισχύει – με τον πιο άβολο τρόπο – τον παραλογισμό του. Σάμπως όμως και η εποχή στην οποία αναφέρεται δεν υπήρξε περίοδος γνήσιας παραφροσύνης; Απρίλιος ’45, μερικοί μήνες χωρίζουν την ανθρωπότητα απ’ το τέλος του πιο αδυσώπητου πολέμου, όταν οι (ψυχικά και σωματικά) αποκαμωμένοι Γερμανοί στρατιώτες εγκαταλείπουν κατά κύματα ένα μέτωπο που καταρρέει.

Ένας τέτοιος λιποτάκτης, ο «Willi» Herold (Max Hubacher) γλυτώνει παρά τρίχα απ’ τα πυρά της περιπόλου που τον καταδιώκει και πέφτει πάνω σε εγκαταλειμμένο τζιπ και βαλίτσα με στολή γερμανού λοχαγού της Λουφτβάφε. Δε θέλει και πολύ να την …ψωνίσει! Συναντά ξέμπαρκο (αποκομμένο απ’ τη μονάδα του) στρατιώτη που τον περνάει για αληθινό αξιωματικό, κι η τραγι-κωμωδία αρχινά! Μόνο που το «αστείο» της ιστορίας γιγαντώνεται σταδιακά, με απρόβλεπτες διαστάσεις κι ανεξέλεγκτες συνέπειες (ενώ ο ίδιος βαδίζει σταθερά προς την ψυχοπάθεια) : για να αποφύγει την αναγνώριση (και την εκτέλεση), ο ήρωας δεν προσποιείται απλώς τον ένστολο βαθμοφόρο, αλλά ασκεί με κάθε ευκαιρία όλη την εξουσία και τον αυταρχισμό που επιβάλλει και επιτρέπει η στολή!

Αντιμέτωπος με απανωτές προκλήσεις και τον κίνδυνο αποκάλυψης – εκεί που λες τώρα τον τσακώσανε – διαρκώς κατορθώνει να ξεγλιστρά, να ανατρέπει καταστάσεις και εντυπώσεις προς όφελός του, να πείθει πως βρίσκεται σε ειδική αποστολή (στα μετόπισθεν) που του έχει αναθέσει απευθείας ο Φύρερ, να διατάζει (με συνοπτικές διαδικασίες) ακόμη και …(μαζικές) εκτελέσεις. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι τους ξεγελά και όλους : η στολή του (σαν τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα) γίνεται μια (εκούσια και ευπρόσδεκτα) υιοθετημένη υποκρισία, απηχώντας τον κυνισμό και την ηθική χρεωκοπία που ριζώνει σε αρκετούς.

Η αλλόκοτη «ομάδα κρούσης» του συγκροτείται από (πρώην) λιποτάκτες, επιφορτισμένους με την αναζήτηση και εξολόθρευση άλλων… λιποτακτών! (λες κι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις ένα κυνήγι μαγισσών είναι να γίνεις ο ίδιος …μέγας ιεροεξεταστής). Μόνο στο πρόσωπο του συμπαθούς, αποσβολωμένου οδηγού του, του Freytag (άμεσο λογοπαίγνιο με το Freitag – Παρασκευάς), μοιάζει να καταγράφεται το απελπιστικό μέγεθος της όλης παράνοιας : άντρες που ουσιαστικά δολοφονούν τον ίδιο τους τον εαυτό, mutatis mutandis. Το φαταλιστικό τους παιχνίδι καθοδηγεί το μότο του «λοχαγού» : «…αν δεν ξεγελάσεις τον Θάνατο, θα σε ξεγελάσει Εκείνος!».

Το φιλμ ξεδιπλώνεται ως αιχμηρή πολιτική σάτιρα (που δύσκολα συλλαμβάνει ή αποφασίζει κάποιος να μεταφέρει στο πανί) : θέτει υπό σκληρή δοκιμασία (και συνεχή αμφισβήτηση) την ατομικότητα και την ελεύθερη βούληση. Για όλους τους υπόλοιπους μπορεί να θεωρούνται δεδομένες, οι Γερμανοί όμως (απ’ την εμπειρία τους) έχουν διδαχθεί πως η ατομικότητα είναι κάτι ελαστικό και η βούληση πολύ αδύναμη να παρακάμψει ή να αψηφήσει τις κρατούσες νόρμες (και τον φόβο απέναντι στην εξουσία) ή απλώς επιρρεπής (μη λησμονούμε και την βαθύτερη φύση μας) στο να τις ακολουθεί κατά πόδας.

Αν κάτι τέτοιο φαντάζει μειωτικό (ή απαξιωτικό) για τους τελευταίους… το αυτό ομοιάζει και το ίδιο το φιλμ, αλλά είναι από κείνα τα απαξιωτικά που κρατούσαν γερμανούς όπως ο Μπρεχτ, ας πούμε, ξύπνιους τις νύχτες. Πεπεισμένους πως ο κόσμος έπρεπε να αλλάξει, επειδή ο άνθρωπος – ιδίως όταν λιμοκτονεί – δύσκολα αποφεύγει την εγκληματική ιδιοτέλεια. Αυτό που δραματουργικά (με την συμβολή και της απαιτούμενης, εικονογραφημένης φρίκης και γραφικής βίας) επιχειρεί να αιχμαλωτίσει ο σκηνοθέτης είναι τα κρίσιμα εκείνα δευτερόλεπτα που αποφασίζει κάποιος (προκειμένου να μην αγκαλιάσει εκείνον) να σκορπίσει Θάνατο ο ίδιος!

Τo κρυστάλλινο ασπρόμαυρο (θυμίζει «Λίστα του Σίντλερ») – έξοχο και σφιχτό – έρπει στο μυαλό σου, μετατρέποντας το ψυχρό, παγωμένο σκηνικό σε υπαρξιακό καμβά. Ο ήρωας, ωστόσο, κάθε άλλο παρά τραγικός είναι. Ο Hubacher στραγγίζει το συναίσθημα από παντού εκτός απ’ τα μάτια του που διαγράφουν εντυπωσιακά τόξα απ’ τη μια πλευρά ως την άλλη, κάθε φορά που – στριμωγμένος στο καναβάτσο της ιλαροτραγωδίας – πρέπει να προχωρήσει το παρανοϊκό παιχνίδι του ένα ακόμη, θανατηφόρο βήμα. Τελικά η έκφρασή του βρίσκει την (καθηλωτικά) μακάβρια και χλωμή εναπόθεσή της, όπως εκείνη του (υπνοβάτη) Conrad Veidt στο «Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι» : η κάθοδος στην Κόλαση θυμίζει υπνοβασία – είναι σαν (κυρίαρχο) ένστικτο που σε καταλαμβάνει την ώρα που οι υπόλοιπες αισθήσεις ατονούν ή βυθίζονται στο χάος.

Υπάρχουν και «καλοί» Γερμανοί στο φιλμ, ανάμεσά τους ο (στωικός) επικεφαλής ενός στρατοπέδου αιχμαλώτων που παρατηρεί (ανήμπορος να αντιδράσει) τους κρατούμενους να σκάβουν τις τάφρους – μελλοντικούς τους τάφους (όταν η σίτιση των αιχμαλώτων κοστίζει ακριβά κι ο πόλεμος χάνεται, πάντα χρειάζεσαι κάποιον πρόθυμο ή αρκούντως παράφρονα να σου …απλοποιήσει τη διαδικασία). Όμως για κάθε έναν που αντιτίθεται σ’ αυτή τη συλλογιστική, υπάρχουν πολλαπλάσιοι πρόθυμοι να δολοφονήσουν εν ψυχρώ και με φανερή ανακούφιση, υπό την πλάνη πως κάθε σφαίρα που ξοδεύουν σε άλλους ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες η επόμενη να βρει τους ίδιους.

Και όπως επισημαίνει ένας ανώτερος Ναζί στο φινάλε, είναι φανερό πως ο ήρωας – αν μη τι άλλο – συνέβαλλε τα μέγιστα στον «…περιορισμό της ηττοπάθειας εκείνων που απέμειναν ζωντανοί»! Κι ο θεατής δεν μπορεί παρά να στοχαστεί τον Φασισμό σαν αυτόνομη μηχανή, που άπαξ και πάρει μπρος παραμένει διαρκώς αναμμένη, ακόμη και δίχως ρητή (ή εμφανή) άνωθεν καθοδήγηση. Το μυστικό είναι να σιγουρευτείς πως ο διακόπτης της θα είναι πάντα στο off (ή ξεχαρβαλωμένος).

Το τελευταίο κομμάτι του φιλμ με την (θεαματική) «έξοδο» του γκρουπ απ’ το στρατόπεδο ενισχύει το άσωτο γκροτέσκο και την μαύρη κωμωδία, δείχνοντας παράλληλα και την (τελική) αποσύνθεση στην οποία οδηγούνται (ανιχνεύει κανείς μέχρι και ψήγματα ύφους Monty Python), ενώ το πειραματικό stunt comedy των τίτλων τέλους είναι πρωτότυπο και ευφυές. Για όποιον δεν κατορθώσει να μπει με το καλημέρα στο πετσί του, το “Der Hauptmann” θα φανεί βασανιστικό : ο μηδενισμός και ο αναρχικός του σουρεαλισμός, σίγουρα δεν είναι για όλους. Και η αίσθηση πως υποφέρει από κρίση ταυτότητας ή αναποφασιστικότητα για το πόσο σοβαρά παίρνει τον ίδιο του τον εαυτό, (εσκεμμένο) ψευτοδίλημμα για όσους δεν κατορθώσουν να χωθούν κάτω απ’ την επιφάνειά του…

The Captain (Der Hauptmann), του Robert Schwentke
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 118'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Παναγιώτης Μπούγιας
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το