The fe-male gaze: Περί «γυναικείας» γραφής και άλλων δαιμονίων
Φρίττει στη σκέψη ότι οι κυρίες (ο ρόλος των οποίων, κατά τη γνώμη του, δεδομένος: είτε νοικοκυρές είτε εταίρες, διαλέγετε και παίρνετε) θα πιάσουν την πένα και θα αρχίσουν να εκφράζουν τα αισθήματα ή, ο μη γένοιτο, τις απόψεις τους. Πάλι καλά που δεν συμμερίζονται όλοι οι ομόφυλοί του τις θεωρίες του, ορισμένοι εξ αυτών μάλιστα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητοι: Παλαμάς και Ξενόπουλος θαύμαζαν ιδιαίτερα την προσωπικότητά της Παρέν και επαινούσαν ανοιχτά τα έργα της. Ο πρώτος μάλιστα υποστήριζε πως «τέχνη και μεγαλοφυΐα δεν έχουν γένος», ιδέα που έβρισκε βεβαίως κατηγορηματικά αντίθετο τον Ροΐδη ο οποίος ανεχόταν τις «γράφουσες γυναίκες» μόνο με την προϋπόθεση να «γράφουν γυναικεία».
Παρόμοια φρίκη με τον Ροΐδη θα πρέπει να ένιωσε και ο Οράτιος, τουρίστας από την αγγλική μητρόπολη που επισκέφθηκε την Ιρλανδία: Η Γκλορβίνα δεν θύμιζε καμία απ’ τις γυναίκες που είχε συναντήσει στη ζωή του, αφού κατείχε γνώσεις που μόνο οι άντρες μπορούσαν να σπουδάσουν στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Προϊόν μυθοπλασίας μιας άλλης πρωτοπόρου, της συγγραφέως Sydney Owenson (1776-1859) - γνωστής και ως Lady Morgan - η Γκλορβίνα είναι το «Άγριο Κορίτσι» που θα θαμπώσει τον Οράτιο, αυτός όμως αποδεικνύεται πολύ πιο ανοιχτόμυαλος από τον δικό μας Ροΐδη (γυναικείο το βλέμμα εδώ γαρ) αποδεχόμενος με τα πολλά την ευφυΐα της Γκλορβίνα. Συμβολικός συγκερασμός νόησης και συναισθήματος, φαντασίας και πραγματικότητας, μ’ άλλα λόγια της αντρικής, εξουσιαστικής, επιθετικής πολιτικής της Αγγλίας απέναντι στην Ιρλανδία με τον κέλτικο πολιτισμό και τις συναισθηματικά φορτισμένες παραδόσεις. Αλλά όλα αυτά είναι άλλο κεφάλαιο. Ας κρατήσουμε εδώ μόνο ότι η τολμηρή Lady Morgan δεν έγραψε απλώς ένα μυθιστόρημα που έκανε αίσθηση πηγαίνοντας κόντρα στον καιρό της - και στο ανδροκρατούμενο σύμπαν, αλλά δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το ιρλανδικό εθνικό αφήγημα (national tale), οδηγώντας σε μια αναβίωση του κέλτικου πολιτισμού και εισάγοντας νέους τρόπους παρουσίασης των γυναικείων χαρακτήρων στη μυθοπλασία.
Πολλούς αιώνες πριν τη Σίντνεϊ Όουενσον και σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη μια άλλη lady, η Murasaki Shikibu, κυρία επί των τιμών της ανακτορικής αυλής επί δυναστείας Hayan, είχε ήδη προλάβει να ταράξει τα γαλήνια νερά της πνευματικής ζωής του Κιότο γράφοντας εν έτει 1010 –όχι στην επίσημη ιαπωνική αλλά στην προφορική διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της εποχής– το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Το “Genji Monogatori”, ή αλλιώς η ιστορία του Γκέντζι, δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα πολύτομο μπεστ σέλερ σαν αυτά που επί των ημερών μας γνωρίζουν εκδοτική επιτυχία και γίνονται ανάρπαστες σειρές πολλαπλών σεζόν στο Netflix. Αυτό που διαχώριζε τη Murasaki Shikibu από τις άλλες γυναίκες του παλατιού ήταν η εξαιρετική διορατικότητα, η ασυνήθιστη ευχέρεια στην απόκτηση γνώσεων και μια μαεστρία να περιγράφει με γλαφυρότητα ανθρώπινους χαρακτήρες και τοπία, πράγμα πρωτόγνωρο στην εποχή της – αλλά και στο περιβάλλον του παλατιού όπου κυριαρχούσαν αποκλειστικά η ίντριγκα και το δράμα. «Τι κρίμα να μη γεννηθεί άντρας!» θρηνολογούσε ο πατέρας της, όταν έβλεπε με πόση ευκολία κατανοούσε η μικρή Murasaki τους Κινέζους κλασικούς τους οποίους ωστόσο δυσκολευόταν πολύ να συλλάβει ο αδερφός της, μοναδικός, ως αγόρι, δικαιούχος της οικογενειακής δαπάνης για εκπαίδευση. Ο Ροΐδης της εποχής θα είχε ενδεχομένως να σχολιάσει πολλά επ’ αυτού, πιθανολογείται όμως ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας έβαζε να του διαβάζουν καθημερινά από ένα κεφάλαιο του Genji, ενώ έσπευσε να προσλάβει καλλιγράφους στο παλάτι για τη φιλοτέχνηση αντιγράφων του πολύτιμου έργου της. Ειρήσθω εν παρόδω, η Ιαπωνία είναι γεμάτη από αγάλματα αφιερωμένα στη μνήμη της, ενώ στο χαρτονόμισμα των 2000 γιεν διακρίνεται η μορφή της Murasaki Shikibu καθώς και μια σκηνή από το Genji.
Αρχές του 20ου αιώνα και με ένα ακόμα άλμα βρισκόμαστε στη Αργεντινή, εκεί όπου η Alfonsina Storni (ποιήματά της είχαν εκδοθεί και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Θράκα), μια άλλη εκδοχή της δικής μας Καλλιρόης Παρέν, εκδότρια κι αυτή, ποιήτρια, δημοσιογράφος, ακτιβίστρια διανοούμενη– δεν είχε ακούσει ούτε έναν καλό λόγο από την ανδροκρατούμενη λατινοαμερικάνικη διανόηση. Αυτόν (τον καλό λόγο) μπορούμε να τον διαβάσουμε μόνο από ομόφυλές της, όπως π.χ. τη βιογράφο της Josefina Delgado ή μια άλλη δημοσιογράφο, την Gabriella Mistral, (παρεμπιπτόντως, την πρώτη γυναίκα της λατινικής Αμερικής που κέρδισε ποτέ το Νόμπελ λογοτεχνίας) η οποία μας πληροφορεί εκτός των άλλων για την κοφτερή ευφυΐα που συνυπάρχει με τη βαθιά ευαισθησία στα γραπτά της Αλφονσίνα. Αντίθετα, οι άντρες που απάρτιζαν το πάνθεον της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας (μηδέ εξαιρουμένου του μεγάλου Borges που είχε καταφερθεί δημοσίως εναντίον της με αήθη περιφρόνηση) εξάντλησαν την αυστηρότητά τους στην εναντίον της κριτική. Από νωρίς στην καριέρα της η Αλφονσίνα εκπροσωπούσε την εικόνα της αντισυμβατικής, περιθωριοποιημένης διανοούμενης που αφοσιώθηκε στην υπόθεση των έμφυλων διακρίσεων στην κοινωνία (η πρώτη που το έκανε), στην εκπαίδευση, στην πολιτική, στις τέχνες. Μια γυναίκα που τόλμησε να μιλήσει για τις στενές σχέσεις μεταξύ θρησκείας, φτώχειας και πατριαρχίας. Το περιβάλλον και η εποχή είχαν ομολογουμένως κάποια δυσανεξία απέναντι στον φεμινιστικό συνδικαλισμό. Το αν αυτό έχει αλλάξει, ερευνάται -κι όχι μόνο στη Λατινική Αμερική αλλά και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.
Ο David Foster Wallace είχε σχολιάσει ότι δυστυχώς οι αυτόχειρες δημιουργοί μένουν στην ιστορία περισσότερο για το τέλος που έδωσαν στη ζωή τους παρά για την τέχνη τους (αυτόχειρας κι ο ίδιος, παρεμπιπτόντως). Αυτό ισχύει απόλυτα και στην περίπτωση της Αλφονσίνα, που το τραγικό τέλος της έγινε θρύλος. “Dormida Alfonsina, vestida el mar…” όπως έλεγε ένα πολύ όμορφο τραγούδι, μια μοναδική ερμηνεία της Mercedes Sosa. Το 1938 και σε ηλικία 44 χρονών η Αλφονσίνα έπεσε στη Mar de Plata και χάθηκε για πάντα, τρία χρόνια πριν η Virginia Woolf γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες και κάνει το ίδιο στην άλλη πλευρά της γης. Κάποιοι είπαν ότι αυτοκτόνησε από έρωτα, εκεί στη μαργαριταρένια παραλία της Αργεντινής, έχοντας πρώτα στείλει στην εφημερίδα La Nacion το τελευταίο της ποίημα: “Voy a dormir”.
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα, ας αναφερθούμε επιγραμματικά σε μερικές ακόμα συγγραφείς, λιγότερο ή περισσότερο «αόρατες», όπως αυτό της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, της Ζακυνθινής που μέσα από τα ημερολόγιά της μίλησε για τον κατ’ οίκον περιορισμό των γυναικών του καιρού της, εκείνης η οποία κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ του γάμου και του εγκλεισμού σε μοναστήρι – τρίτος δρόμος δεν υπήρχε.
Επίσης ας σταθούμε στην προσωπικότητα της εν πολλοίς άγνωστης πρώτης Ελληνίδας μυθιστοριογράφου, της Μαρίας Μηχανίδου, η οποία, σε μια εποχή όπου η συγγραφή ως δραστηριότητα ήταν περίπου απαγορευμένη στις γυναίκες, μέσα από την πένα της άσκησε κοφτερή κριτική και σάτιρα σε κοινωνικά φαινόμενα και ομάδες της εποχής του 19ου αιώνα (σαν να αμφισβητούσε ανοιχτά νόμους και παραδόσεις, πράγμα αδιανόητο) αλλά και στη σπουδαία ποιήτρια και διηγηματογράφο Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, μια θαρραλέα δασκάλα απ’ την Κωσταντινούπολη που η τόλμη της να σηκώσει τη σημαία της γυναικείας χειραφέτησης έκανε τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής να καταφερθούν με εντυπωσιακό υβραιολόγιο εναντίον της (μολονότι η ίδια δεν πήρε ποτέ της ανοιχτή στάση απέναντι στο ζήτημα του φεμινισμού, προκαλώντας επ’ αυτού τα πικρόχολα σχόλια της κυρίας Παρρέν). Δεν ήταν οι μόνες, υπήρξαν πολλές άλλες. Γυναίκες σπουδαίες και μαχητικές, που ενόχλησαν γιατί τόλμησαν να αρθρώσουν λόγο και να θίξουν τα ιερά και τα όσια ενός σιδερένιου κατεστημένου το οποίο, αν μη τι άλλο, ξεβολευόταν αρκετά με τις διεκδικήσεις τους.
Βιβλιογραφία υπάρχει άφθονη. Αν ξεκινήσει κανείς να ψάχνει, θα εκπλαγεί.